Του Χρήστου Κάτσικα

Αθέατες αλλαγές στη σχολική τάξη

Εργαλειακή λογική, τυποποίηση και κατακερματισμός

Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, χαρτογραφούνται στην εκπαίδευση μια σειρά από -εκ πρώτης όψεως- «παράδοξα» χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια σειρά μόνιμων «επεισοδίων» που συνθέτουν, όμως μ΄ ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο το παζλ ενός σχολείου  που αλλάζει.

Εργαλειακή λογική

                Στις θεραπευτικές αγωγές που προωθούνται τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση προβάλλει το σύνθημα «εκμάθηση της μάθησης» ή λαϊκότερα «μαθαίνω πώς να μαθαίνω». Το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» προβάλλεται σαν το ελιξίριο της σύγχρονης παιδαγωγικής που αντιμετωπίζει την πλημμυρίδα πληροφοριών και την παλαίωση των γνώσεων.

                Σύμφωνα με την επίσημη εκπαιδευτική ρητορική, ικανός για το μέλλον είναι όποιος είναι σε θέση να αναζητήσει μέσα στην πλημμύρα των πληροφοριών, που πέφτει επάνω του, εκείνη που έχει σημασία για μια συγκεκριμένη ενέργεια.

                Η «εκμάθηση της μάθησης», προτεραιότητα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, στηρίζεται σε ένα είδος γενικής μόρφωσης, το οποίο δεν καλλιεργεί και δεν αναπτύσσει τη συνθετική-αναλυτική σκέψη, δεν δίνει τις βάσεις για την ερμηνεία της κοινωνίας και του κόσμου. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα είδος γενικής μόρφωσης με κεντρικό χαρακτηριστικό την πολυδιάσπαση της γνώσης, τον κατακερματισμό της.

                Ο υπερτονισμός τού «μαθαίνω πώς να μαθαίνω», αποσυνδεδεμένος από το «τι και για ποιο σκοπό μαθαίνω», αποτελεί φανερή υποτίμηση της ουσίας της μόρφωσης.

                Για να αποφύγουμε κάθε αχρείαστη παρεξήγηση επισημαίνουμε ότι η εκμάθηση μεθόδων μελέτης δεν είναι μια διαδικασία έξω από τη λογική της παιδαγωγικής. Προβληματικός γίνεται ο υπερτονισμός της μεθόδου από την κυρίαρχη πολιτική, καθώς αποσπάται από τα περιεχόμενα της διδασκαλίας-μάθησης και κυρίως από τον σκοπό της όλης μορφωτικής διαδικασίας.

Λατρεία και νεύρωση στην «Παιδαγωγική της Καινοτομίας»

                Παράλληλα με τις τάσεις τυποποίησης και ποσοτικοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, μέσα στους σχολικούς χώρους, μια ολόκληρη βιομηχανία, μια κοσμική θεολογία των λεγόμενων Καινοτόμων Προγραμμάτων: Ευρωπαϊκά προγράμματα, «καινοτομίες», θεματικές εβδομάδες, προσπάθειες εμπλοκής με χορηγούς,  μια καταναγκαστική εγχάραξη του οικονομισμού και μαζί και ανάκατα θραύσματα του Φρενέ και του Φρέιρε.

                Το μάθημα όπως το γνωρίζαμε, η μαθησιακή διαδικασία που βασίζεται σε μια μεγάλη παράδοση της παιδαγωγικής σκέψης προβάλλεται συχνά ως αναχρονισμός ενώ η, φωτοαντιγραφική, καινοτομία (ενισχυμένη με έννοιες  τόσο πρόδηλες σε όλους μας για το θετικό τους πρόσημο, σύμφωνα με την κατήχηση που έχουμε υποστεί), ως το ελιξίριο που βάζει το σχολικό τρένο στις ράγες του μέλλοντος.

Η ανθρωπιστική παιδεία στα αζήτητα

                Η γενική παιδεία εξοβελίζεται σχεδόν στη Γ΄ τάξη του νέου Λυκείου που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας και είναι σίγουρο ότι η ίδια τύχη περιμένει και τις υπόλοιπες τάξεις του Λυκείου που μένουν “απείραχτες”, προσωρινά, λόγω προεκλογικής περιόδου.

                Ιδωμένη από αυτούς που ασκούν πολιτική, σαν περιττό μπιχλιμπίδι, χάνει τάχιστα τη θέση της στα προγράμματα σπουδών, για να μην αναφερθούμε και στα μυαλά και τις καρδιές των γονιών και των παιδιών.

                Είναι αυτή, βεβαίως, μια κεντρική “οδηγία” του ΟΟΣΑ, των επιτελικών οργάνων της ΕΕ και του εγχώριου ΣΕΒ που ακολουθείται πιστά από τις κυβερνήσεις στο κυνήγι του βραχυπρόθεσμου κέρδους με την καλλιέργεια χρήσιμων, και εφαρμοσμένων δεξιοτήτων, κατάλληλων για να αποφέρουν κέρδος.

                Ο λόγος που αυτές οι παρεμβάσεις δεν προκαλούν ισχυρή αντίδραση είναι ότι τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες οι ευαισθησίες μας έχουν νεκρωθεί από τον πολλαπλασιασμό της γλώσσας της γραφειοκρατίας, όπως «ικανοποίηση του χρήστη», «οι δυνάμεις της αγοράς», «λογοδοσία», κ.λ.π.

                Πιθανόν, τ’ αυτιά μας, να μην μπορούν πλέον ν’ ακούσουν πόσο ανόητη και αμφιλεγόμενη είναι η φράση «Πλαίσιο για την Αριστεία στην Έρευνα», ή πόσο γελοία είναι η πρόταση, η ποιότητα μιας έρευνας να αξιολογείται από τον «αριθμό των εξωτερικών χρηστών αυτής», ή από τη γκάμα των «δεικτών απήχησης».

 H ελαστική εργασία στην εκπαίδευση: «Μια ευφυής άποψη»!

                Εδώ και πολλά χρόνια, πριν ακόμη από την αρχική φάση των μνημονίων ο ΟΟΣΑ έδινε «οδηγία» μείωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού. Στην τελευταία Έκθεση του «Για ένα Λαμπρό Μέλλον της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα» (2018)  το ζήτημα των διορισμών και της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού έχει κεντρική θέση. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό της αντίληψης που έχει για το θέμα της στελέχωσης των σχολείων με εκπαιδευτικούς και για τον τρόπο επίλυσής του:

          «Η επίλυση του προβλήματος των λιγότερων οργανικών θέσεων ήταν ευφυής (!) και από διοικητική, και από οικονομική άποψη. Η εναλλακτική λύση ήταν η χρήση αναπληρωτών εκπαιδευτικών, με τη συμφωνία και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής…..Δεν μισθοδοτούνται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κι έτσι – από μια μακροοικονομική άποψη, δεν αποτελούν μια επιπλέον μακροχρόνια επιβάρυνση του εθνικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συμφωνήσει ότι μπορούν χρήματα του Ευρωπαϊκού Διαρθρωτικού Ταμείου να καλύπτουν τους μισθούς των αναπληρωτών (τυπικά, οι δαπάνες αυτές δεν αντιπροσωπεύουν μισθούς αλλά εκπαιδευτικές υπηρεσίες, γι’ αυτό δεν λαμβάνουν μισθό το καλοκαίρι).

                Βρισκόμαστε ήδη στην εποχή των αναπληρωτών «νομάδων εκπαιδευτικών» (πάνω από 30.000 φέτος), η επινόηση των οποίων καταργεί την παιδαγωγική σχέση και την αφοσίωση που είναι απαραίτητες στην εκπαίδευση, ενώ ανοίγει τον δρόμο στο νέο εργασιακό μοντέλο που αργά και συστηματικά εμπεδώνεται στις σχολικές μονάδες.

 Η «σούπα» των ειδικοτήτων

                Η ενοποίηση διαφόρων ειδικοτήτων και η νέα παρέμβαση (ανάμεσα στις πολλές των τελευταίων χρόνων) στις αναθέσεις μαθημάτων που προχώρησε το υπουργείο Παιδείας έχει τόση σχέση με τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της μαθησιακής διαδικασίας όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

                Στο όνομα της «αξιοποίησης» του υπάρχοντος δυναμικού που υπακούει στη μαγική λέξη «περικοπές», κοντολογίς, πριμοδοτώντας μια μηχανιστική λογική της κάλυψης κενών και της τυπικής διεκπεραίωσης του ωρολογίου προγράμματος και παραβλέποντας επιστημονικά και διδακτικά κριτήρια, το υπουργείο Παιδείας αλλάζει και μοιράζει πρώτες και δεύτερες και τρίτες αναθέσεις μαθημάτων σε ειδικότητες εκπαιδευτικών.

                Είναι φανερό ότι το υπουργείο Παιδείας βρήκε, για μια ακόμη φορά, τον εύκολο τρόπο αφ’ ενός να κρύψει τα κενά εκπαιδευτικών στα σχολεία και αφ’ ετέρου να τους οδηγήσει σε αλληλοσπαραγμό: μέσω των νέων… αναθέσεων μαθημάτων προωθεί το μοντέλο του καθηγητή-δασκάλου που «τα κάνει όλα και συμφέρει», θίγοντας καίρια τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών.

————Δείτε και αυτό:

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το