Ο Νίκος Εγγονόπουλος είναι τεχνίτης του χρωστήρα και του στίχου, ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.

Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ’ όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια.

Το 1944, με νωπές στην ψυχή του τις αναμνήσεις του πολέμου,  παρουσιάζει τον “Μπολιβάρ“, την κορυφαία στιγμή της ποίησής του. Μέσα από τη μορφή του Σιμόν Μπολιβάρ, του απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, ο Εγγονόπουλος δίνει το διαχρονικό πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, χωρίς τους περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής.

Ο ποιητής σημειώνει: “Το ποίημα «Mπολιβάρ» γράφτηκε τον χειμώνα του 1942 προς το 1943, Κυκλοφόρησε, στην αρχή, σε χειρόγραφα αντίγραφα που έκαναν πολλοί, και το διάβαζαν σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Εξεδόθη, το πρώτον, τον Σεπτέμ­βριο τον 1944″.

Ο Εγγονόπουλος  ξαπλωμένος στην κορφή του ψηλότερου βουνού της Ύδρας, του Έρε (λέξη που στα αρβανίτικα σημαίνει αέρας), φωνάζει το όνομα του Μπολιβάρ, μεταδίδοντας έτσι το μήνυμα της υπέροχης ύπαρξής του σ’ όλους τους τόπους που μπορεί κανείς να δει απ’ το όμορφο νησί. Από τα νησιά του Σαρωνικού μέχρι τη Θήβα και την Πελοπόννησο, μέχρι την Αίγυπτο και μέχρι τις χώρες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής (κάτι που βέβαια είναι εξωπραγματικό, αλλά ικανό στην ποίηση). Η Αμερική όταν γεννήθηκε ο ήρωας ήταν βυθισμένη στα σκοτάδια, καθώς όλες οι σημερινές της χώρες αποτελούσαν αποικίες ευρωπαϊκών κρατών και ήταν σκλαβωμένες. Το ηρωικό παράδειγμα του Μπολιβάρ ενθουσιάζει τον ποιητή, ο οποίος με γνήσιο θαυμασμό αναλογίζεται πώς ο ένας αυτός άνθρωπος κατόρθωσε να ξεσηκώσει και να αλλάξει τα πάντα, όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε μια τεράστια περιοχή, επηρεάζοντας τις ζωές χιλιάδων και κατόπιν εκατομμυρίων ανθρώπων.Η δράση του Μπολιβάρ κατά τον ποιητή υπήρξε εκείνο το φως της απελευθέρωσης που φώτισε όλη την ήπειρο αλλά και τον κόσμο ολόκληρο ενάντια στους αποικιοκράτες.

Βιογραφικά για τον Μπολιβάρ μπορείτε να δείτε στην ανάρτησή μας:  Σαν σήμερα, 17 Δεκεμβρίου 1830, πέθανε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Λατινικής Αμερικής, ο Σιμόν Μπολιβάρ

Παραθέτουμε εκτενή αποσπάσματα από το έργο και σύντομες επεξηγηματικές σημειώσεις.

Στο “εξώφυλλο” αυτοπροσωπογραφία του Νίκου Εγγονόπουλου.

prologos.gr

Νίκου Εγγονόπουλου

Μ Π Ο Λ Ι Β Α Ρ

έ ν α   ε λ λ η ν ι κ ό   π ο ί η μ α

 Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους,

     τους δυνατούς,

Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,

     τα γενναία, τα δυνατά,

Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,

     γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,

     κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια

Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και

     γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,

Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο

     πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,

Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,

     οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,

Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,

Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,

Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη

     νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,

Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς   τ’   ά σ τ ρ α.

 

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε

     η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο

     συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του

     Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

 

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας

     τον άλλο για κατάλληλο καιρό,

Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,

     ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,

Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.

Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις

     πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,

     κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,

     μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,

     γενναίοι και δυνατοί.

                                            ********

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα

     ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.

Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,

     μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.

Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,

     και σκορπούσε το καλό και το κακό.

Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες

     στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,

     όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,

Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια

     ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,

Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,

Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,

Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης

     σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,

Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων*,

     ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

 

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,

     και τώρα, δεν είσαι όνειρο.

Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,

     και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,

Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,

Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,

Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

                                           *******

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος

     στην κορφή του βουνού Έρε,

Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.

Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων

     του Σαρωνικού, τη Θήβα,

Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό

     Μισίρι*,

Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα,
της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,

     του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,

     της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,

     της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,

     Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,

Ακόμη και του Μεξικού.

Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην

     πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.

                                             *******

Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει

     την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!

Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.

Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,

Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.

Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν

     τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,

Ο πλούτος της Αργεντινής.

Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,

Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας

     μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,

Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε

     στα ουράνια την οργή τους,

Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν

     τα εικονίσματα στην Καστοριά,

Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

                                        *******

Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο*:

     πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.

Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,

     π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.

Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα

     λεωφορεία με τους πληγωμένους.

 

Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, να, η λίμνη.

Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.

Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη*,

     του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.

     Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!

Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,

     καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,

     τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,

Τα τόπια δεξιά. Βρας!

Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

                            *******

Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν

     τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,

     και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,

Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε

     στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,

     σύννεφο το χώμα και λιθάρια.

Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.

(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα*,

     μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,

Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου

     να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου

     τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,

Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω

     το περίφημο εκείνο «Χ α ί ρ ε   π α ρ ο δ ί τ α».)

                                        *******

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,

Του Αντωνίου Οικονόμου* ‒που τόσο άδικα τον σφάξαν‒

     και του Πασβαντζόγλου* αδελφός,

Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ*

     ξαναζεί στο μέτωπό σου.

Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.

Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου

     ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός*,

Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.

 

Σημειώσεις:

* γειτονιές των Ταταούλων: πολυάνθρωπη συνοικία της Κωνσταντινούπολης (ονομαστική: τα Ταταύλα).

* Μισίρι: η Αίγυπτος.

*”Είχαμε από πολλού περάσει….”: Αναμνήσεις του ποιητή από τον πόλεμο του 1940-41.

* Χορμοβίτης: ο Κώστας Λαγουμιτζής από το Χόρμοβο της Ηπείρου, μηχανικός της εποχής του αγώνα του 1821. ΄Ταν περίφημος για τα λαγούμια που έσκαβε κάτω από τα εχθρικά στρατόπεδα και τα τίναζε στον αέρα. Έπεσε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826).

* Αλάβανδα : παλιά πόλη στην Καρία της Μικράς Ασίας. Το μάρμαρό της το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γλύπτες. Ο Ποιητής σημειώνει: “Το προτίμησα από το πεντελικό, γιατί αυτό το “εκ πεντελικού μαρμάρου” με τι ανοσιουργήματα δεν έχει, πολλές φορές, συνδεθεί!”.

*Οικονόμου: Υδραίος ήρωας.

*Πασβαντζόγλου: ημιανεξάρτητος άρχοντας και μετά αντάρτης, στην περιοχή του Βιδδινίου. Φίλος του Ρήγα Φεραίου.

*Μαξιμιλιανός ντε Ρομπεσπιέρ: μεγάλος επαναστάτης στη Γαλλική Επανάσταση. Ο ποιητής σημειώνει: “Τελείως διαφοερετικός στην πραγματικότητα απ’ ό,τι μου το διδάξανε στα μαθητικά θρανία. Όχι μόνο δεν ήτανε ο αιμοσταγής τύραννος που μου έλεγαν, αλλ’ αντίθετα ένας αγνός ιδεολόγος, ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας μεγάλου αναστήματος, που δεν τα κατάφερε, μέχρι τέλους, να εξουδετερώσει τις καταχθόνιες σκευωρίες των εχθρών του νόμου και της ηθικής”.

*”ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός”: πρόκειται για τον Ισίδωρο Ντυκάς. Ήταν περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν ή Κόμης του Λωτρεαμόν. Γάλλος ποιητής γεννημένος στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.

 

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το