Η περιοχή Μαραμούρες στη βορειοδυτική Ρουμανία, που συνορεύει βόρεια με την ουκρανική υπερκαρπάθια Ρουθηνία και δυτικά με την Ουγγαρία, συνδέει πολιτισμικά την κεντρική με την ανατολική Ευρώπη και ταυτόχρονα διαφυλάσσει έναν πολύ ιδιαίτερο λαϊκό πολιτισμό. Το Μαραμούρες μοιάζει σαν να έχει βγει από τα παραμύθια ή έστω από ρομαντικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα.

Μαραμούρες: σα να βγήκε από παραμύθι

Εδώ τα σπίτια μοιάζουν με έργα τέχνης, καθώς οι κατασκευαστές τους φημίζονταν για το ταλέντο τους στην ξυλογλυπτική και στα χρώματα. Στο Μαραμούρες η λέξη Άγχος υπάρχει μόνο στο λεξικό και ο εκσυγχρονισμός είναι ακόμη κάτι το θεωρητικό. Για τα Δυτικά πρότυπα η περιοχή θεωρείται καθυστερημένη. Ωστόσο διαθέτει πλούσια λαϊκή παράδοση και γνωρίζει καλά πώς να αυτοσυντηρείται.
Τα εσωτερικά των σπιτιών στο Μαραμούρες είναι μια πανδαισία χρωμάτων, ένα πάντρεμα χειροποίητων αντικειμένων, που αποπνέουν τον ιδρώτα αλλά και το μεράκι των ενοίκων τους. Η ύπαιθρος στο Μαραμούρες είναι ένας τόπος με παμπάλαια έθιμα, που έχουν ολοφάνερες παγανιστικές καταβολές. Εδώ οι ντόπιοι φορούν ακόμη περήφανα τις πολύχρωμες παραδοσιακές τους στολές και με ενθουσιασμό συμμετάσχουν στα πατροπαράδοτα έθιμά τους.

Η περιοχή Μαραμούρες της Ρουμανίας είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος. Εδώ κατοικεί ένα πολύχρωμο μωσαϊκό εθνοτήτων, που έχουν δεχθεί επιρροές από πολλές κουλτούρες. Αυτή η περιοχή είναι γνωστή παγκοσμίως για τις εντυπωσιακές ξύλινες εκκλησίες, με τα πανύψηλα καμπαναριά τους, που μοιάζουν σα να θέλουν να τρυπήσουν τον ουρανό. Είναι γνωστή επίσης για το παράξενο νεκροταφείο του χωριού Σαπάντα, που ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα όχι μόνον της Ρουμανίας αλλά κι ολόκληρης της Ευρώπης!

Περιγελώντας το θάνατο

Δεν είναι παντού στα Βαλκάνια οι νεκροί ανήσυχοι, επικριτικοί και γεμάτοι εκδικητικότητα. Το μοναδικό, “χαρούμενο” νεκροταφείο (Cimitirul Vesel) της Σαπάντζα, γεμάτο έντονα χρώματα και αστεία ποιήματα, συνδέεται με το όνομα του Σταν Ιοάν Πάτρας. Ήταν ένας εμπνευσμένος ντόπιος καλλιτέχνης που σκάλισε τον πρώτο ξύλινο τάφο το 1935, σε ηλικία 14 ετών, χαράσσοντας πάνω του το πρώτο αστείο επιτάφιο ποίημα. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 ο Σταν Ιοάν είχε προλάβει να κατασκευάσει περισσότερους από 800 παράξενους τάφους στο νεκροταφείο της Σαπάντζα. Μετά το θάνατό του, το 1977, άλλοι νεότεροι καλλιτέχνες συνέχισαν το έργο του, εμπλουτίζοντας το νεκροταφείο του χωριού με νέους ξύλινους τάφους με πιο σύγχρονη, αλλά πάντα αστεία, θεματολογία.

Η περιοχή γύρω από τη Σαπάντζα είναι πλούσια σε δάση βελανιδιάς, το ξύλο της οποίας αποτελεί την πρώτη ύλη για την κατασκευή των τάφων. Οι τεχνίτες του χωριού χρησιμοποιούν για να βάψουν τους ξύλινους τάφους ένα ειδικό μπλε χρώμα, που είναι γνωστό ως “μπλε της Σαπάντα”, ένα αποτροπαϊκό χρώμα που διώχνει το κακό.

Σύμφωνα με τη μυθολογία οι αρχαίοι Δάκες, όπως άλλωστε και οι αρχαίοι Θράκες, θρηνούσαν για τη γέννηση και γελούσαν με το θάνατο. Όταν γεννιόταν ένα μωρό έκλαιγαν για όλα όσα επρόκειτο να υποφέρει στην “κοιλάδα των δακρύων” που λέγεται ζωή και όταν πέθαινε γελούσαν ολόψυχα διότι πλέον απαλλάχθηκε από τα βάσανα και μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί.  Γι’ αυτό και οι επιγραφές, τότε που δημιουργήθηκε νεκροταφείο, θεωρούσαν ότι περιγελούσαν το θάνατο.

“Ένα χαμόγελο απέναντι στο θάνατο”

Όπως μας είπε και ο Κονσταντίν Νόικα, ξυλουργός που κατασκευάζει “χαρούμενους τάφους”, αυτό το νεκροταφείο είναι “ένα χαμόγελο απέναντι στο θάνατο”. “Διαλέγουμε την εικόνα”, περιγράφει ο Κονσταντίν “κι αυτή εξαρτάται από το επάγγελμα του νεκρού και πολλές απ’ αυτές μπορούν κάπου να ενοχλούν. Για παράδειγμα αν του άρεσαν οι γυναίκες, είναι απέναντί του μια γυναίκα, αν του άρεσε το οινόπνευμα, τον παρουσιάζουμε έτσι να πίνει, και με το επάγγελμα του, αν ήτανε για παράδειγμα βοσκός”.

Ο ίδιος ο Στάν Ιοάν Πάτρας, ο οποίος ξεκίνησε το 1935 αυτή την τέχνη, έφτιαξε τη δική του επιτύμβια στήλη, η οποία και τον απεικονίζει να ζωγραφίζει τους σταυρούς του “Χαρούμενου  Νεκροταφείου”.  Πάνω από τον τάφο του γράφει: “Από τότε που ήμουν  αγόρι, ήμουν γνωστός ως Σταν Ιόν Πάτρας. Ακούστε σε με, αδελφοί. Δεν υπάρχουν ψέματα σε αυτό που θα πω. Όλη η διάρκεια της ζωής μου δεν σήμαινε καμία ζημιά σε κανέναν. Αλλά έκανα καλό, όσο μπορούσα…”

Περπατώντας ανάμεσα στο “δάσος” από τους πολύχρωμους σταυρούς με τις επιγραφές με τα αστεία ποιήματα. Στεκόμαστε μπροστά σ’ ένα που απεικονίζει μια γριά και ο ξεναγός μας αρχίζει να μεταφράζει χαμογελώντας: “Σ’ αυτόν εδώ τον τάφο κείτεται η πεθερά μου. Τρεις μέρες να ζούσε ακόμη, εγώ θα κειτόμουν εδώ και εκείνη θα το διάβαζε αυτό. Εσείς που περνάτε από εδώ μην προσπαθήσετε να την ξυπνήσετε. Καθώς πάτε σπίτι χαρείτε για μένα. Όπως μου φέρθηκε έτσι γύρισε πίσω. Αυτό που διαβάζετε εδώ, όπως εγώ να μην το πάθετε, να βρείτε καλή πεθερά και θα ζήσετε καλά”. Ουδέν σχόλιο…

Παγανιστικά κατάλοιπα στα Βαλκάνια

Στο “χαρούμενο νεκροταφείο” της Σαπάντζα, οι νεκροί αναπαύονται μέσα σε μια κοσμογονία χρωμάτων και αστείων ποιημάτων. Μοιάζει σα να χαμογελά το θάνατο, τονίζοντας την κωμικοτραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτή η παράδοση διακωμώδησης του θανάτου προέρχεται από τους αρχαίους Δακοθράκες που, όπως κατέγραψε και ο Ηρόδοτος, θρηνούσαν με τη γέννηση ενός μωρού και γελούσαν όταν κάποιος πέθαινε.

Αυτό το νεκροταφείο φαίνεται πως αποτελεί τη συνέχεια μιας πανάρχαιης παράδοσης των βαλκανικών λαών και η οποία μπολιάστηκε με τον Χριστιανισμό. Στα άγνωστα Βαλκάνια, κατακερματισμένα από τη φύση και την ιστορία, και ειδικά σε απομακρυσμένα χωριά μπορεί να συναντήσει κανείς προχριστιανικά κατάλοιπα. Στην εποχή μας αυτές οι πανάρχαιες επιβιώσεις αναβιώνουν -πάντα υπό χριστιανικό μανδύα- ωθούμενες, είτε από αταβιστική παρόρμηση των αυτοχθόνων λαών είτε ακολουθώντας το ελευθεριακό πνεύμα της εποχής μας. Το “Χαρούμενο Νεκροταφείο” της Σαπάντα, που προσφέρει μια όχι πένθιμη εικόνα του θανάτου, είναι η απόδειξη. 

Γιώργος Στάμκος

πηγή: tvxs

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το