«Έφυγε» σε ηλικία 98 ετών ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.

Ο συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος και ζωγράφος έζησε όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά ρεύματα του περασμένου αιώνα. 

Γεννήθηκε στη Λωζάννη, γιος του διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη και δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σε ηλικία 24 ετών δραπέτευσε από την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο.

Με τη στήριξη του Έλληνα νομπελίτσα έγινε ο σύνδεσμος στην ανάπτυξη του λογοτεχνικού δεσμού μεταξύ των Ελλάδας  και Αγγλίας. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου έκανε μεταφράσεις Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου.

Στο Λονδίνο εξέδωσε το 1947 την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τιμωρία των Μάγων» για να ακολουθήσουν μεταξύ άλλων οι εξής: «Κεντρική Στοά» (1958), «Κάποιος» (1963), «Εστίες Μικροβίων» (1977), «Ο ήρωας του τυχαίου» (1979), «Flash Bloom» (1980) «Ο διαμαντένιος γαληνευτής» (1981), «Η πουπουλένια εξομολόγηση» (1982), «Στο κάτω κάτω της Γραφής» (1984), «Αλληγορική Κασσάνδρα» (1998), «Η κάθοδος των Μ» (2002), «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» (2003), «Άστεγος ο Μέγας» (2004), «Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας» (2006), «Γραμματοκιβώτιον ανεπίδοτων επιστολών» (2010), «Άνθη του θερμοκηπίου» (2010), «Ουρανός χρώμα βανίλιας» (2011), «Πικρό καρναβάλι» (2013), «Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα» (2015).

«Ο προδότης του γραπτού λόγου» (1980), «Απ’ τα κόκκαλα Βγαλμένη» (1982), «Ο θησαυρός του Ξέρξη» (1984), «Η ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη» (1995), «Ο σκύλος του Θεού» (1998), «Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου» (2002), «Γνωρίζετε την Ελπινίκη» (2005) είναι κάποια από τα βιβλία του στην πεζογραφία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετείχε στην ομάδα των σουρεαλιστών στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε την μελλοντική σύζυγό του, την Αμερικανίδα Μαρί Γουίλσον που πέθανε πριν δύο χρόνια. 

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1960 και εξέδωσε το περιοδικό «ΠΑΛΙ». Την έκδοσή του διέκοψε η δικτατορία του 1967. Ένα χρόνο μετά, το 1968, τον κάλεσαν από το Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και πήγε ως καθηγητής της Συγκριτικής Λογοτεχνίας και της Δημιουργικής Γραφής. Στο Πανεπιστήμιο αυτό δίδαξε έως το 1993.

Το 1983 βραβεύτηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Μερικές γυναίκες», ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.

Εκτός από το «Πάλι», διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Συντέλεια» και συνεργάστηκε με άλλα: «Τετράδιο», «Σήμα», «Horizon», «New Writing» και «Daylight».

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το