Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Έχω πολλές μέρες να σου γράψω, γιατί είχαμε τις διακοπές του Πάσχα και δεν κάναμε τηλεμαθήματα με την δασκάλα κι έτσι έπαιζα όλη την μέρα στον κήπο τον Ζορό, φορώντας κάθε μέρα και άλλο χρώμα μάσκα. Εχτές όμως άνοιξαν τα σχολεία, που δύο μήνες πριν τα έκλεισαν, γιατί, λέει, εμείς τα παιδιά είμαστε πολύ επικίνδυνα και κοντά στα άλλα πράγματα που κουβαλάμε χωρίς να φαίνονται (όπως οι τσίχλες στην τσέπη μας και οι μύξες- βωλάκια πάλι στην τσέπη μας), μπορεί να κουβαλάμε και τον κωλοροϊό Covid 19 στα σάλια μας κι έτσι σκοτώνουμε χωρίς να το θέλουμε τις γιαγιάδες και τους παππούδες. Κι έτσι έκλεισαν τότε τα σχολεία και δεν με άφηναν ούτε μέχρι την γωνία να πάω τον Ρούμπι για χέσιμο, αν δεν έστελνα πρώτα sms και δεν κουβάλαγα μαζί μου και το ευαγγέλιο, να ορκιστώ στον κύριο Όργανο πως λέω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια ότι ο Ρούμπι έχει να χέσει από εχτές το απόγευμα.

Τώρα όμως τα ανοίγουν πάλι, γιατί, λέει, τα παιδιά δεν είναι καθόλου επικίνδυνα και δεν κουβαλούν ιούς κρυφά ούτε σκοτώνουν παππούδες και γιαγιάδες με το σάλιο-nerf, που εκτοξεύει θανατηφόρα βέλη μακριά, κυρίως σε ανθρώπους που δεν έχουν πια δόντια, και λέει η κυρία Κεραμίδα πως τα σχολεία, που πριν 2 μήνες ήταν του φόβου, είναι απολύτως ασφαλή τώρα και για τα μικρά παιδιά και για τους μεγάλους και κανείς δεν πρέπει να φοβάται να πηγαίνει σχολείο είτε αλλάζει τα πρώτα του δόντια είτε του πέφτουν τα τελευταία του, όπως στην δασκάλα μου, την κυρία Μέλπω, που δεν μπορεί να βγει σε σύνταξη γιατί, λέει, δεν έπιασε ακόμα το «όριο». Κι εγώ σκέφτομαι πως όσο της λείπουν μόνο 18 δόντια δεν θα βγει ποτέ σε σύνταξη, γιατί έχει άλλα 14 για να μασάει και μπορεί να προσφέρει πολλά ακόμα στο σχολείο.

Έτσι λοιπόν η κυρία Κεραμίδα άνοιξε πάλι τα σχολεία και μου ήρθε κεραμίδα όταν έφτασα στο προαύλιο και είδα έναν κύριο να ετοιμάζεται να με πυροβολήσει, βάζοντάς ένα πιστόλι στο κεφάλι μου. Άρχισα να ουρλιάζω «βοήθεια» και τότε έτρεξε στην πόρτα η κυρία Μέλπω, μου χαμογέλασε καθησυχαστικά και με τα 14 δόντια της, άρχισε να μου μιλά σαν την κυρία Κεραμίδα, πως δεν πρέπει να φοβάμαι, πως τα σχολεία είναι ο πιο ασφαλής χώρος και πως ο μαφιόζος με το πιστόλι ήταν εθελοντής νοσοκόμος που θα μας «θερμοπαρακαλούσε» ή κάτι τέτοιο, με ένα πιστόλι-θερμόμετρο, να δει αν είμαστε άρρωστοι. Κι εγώ σκέφτηκα πως αν είχα πυρετό θα με έστελναν σπίτι μου, να συνεχίσω να παίζω τον ζορό στον κήπο και παρακαλούσα να ψήνομαι στο πυρετό, αλλά πάντα είμαι άτυχος και ήμουν καλά. Τότε η κυρία Μέλπω μου έδωσε μια μάσκα και μου είπε μόνο αν θέλω να την βάλω, πως είναι καθαρά αιρετικό κι εγώ της είπα πως στο σπίτι μας είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι και δεν θέλουμε τίποτα από αυτά που μοιράζουν οι Ιεχωβάδες. Κι έτσι μπήκα χωρίς μάσκα, ενώ τα περισσότερα παιδάκια φορούσαν άσπρες μάσκες που έφταναν μέχρι τα αυτιά τους και ήταν σαν μισοτυλιγμένες μούμιες, κι εγώ ένιωθα σαν εκείνο τον κουμμουνιστή επαναστάτη με το πούρο, αλλά ποτέ δυστυχώς δεν θα γίνω σαν εκείνον, γιατί το πούρο με ανακατεύει.

Και πήγα να μπω στην σειρά για προσευχή, αλλά ο διευθυντής σφύριξε γεμάτος πανικό και είπε ότι απαγορεύεται η προσευχή και να μπούμε γρήγορα στις τάξεις ένας-ένας, αφήνοντας 2 μέτρα κενό ανάμεσά μας και τότε εγώ έκατσα πίσω από τον Κωστάκη δύο μέτρα αλλά ο διευθυντής ξανασφύριξε νευριασμένος και μου είπε ότι αυτό είναι μισό μέτρο κι εγώ του είπα ότι κάνει λάθος, αφού άφησα ανάμεσά μας τόσο χώρο όσο πιάνει εκείνος ο δικηγόρος, ο Kούγιας, που λέει ότι είναι δύο μέτρα και τότε ο διευθυντής μου είπε να μην πουλάω πνεύμα, αλλά εγώ ποτέ δεν θα το πουλούσα, αφού μου χρειάζεται ολόκληρο για να λύνω εκείνα τα παλούκια μαθηματικά που μας βάζει η κυρία Μέλπω στην τάξη.

Κι όταν μπήκα στην τάξη (που βρώμαγε σαν νοσοκομείο) σχεδόν έβαλα τα κλάματα. Οι μισοί μου συμμαθητές πρέπει να είχαν πεθάνει από τον κωλοροϊό, γιατί έλειπαν και τα θρανία τους ήταν άδεια και είχαν κορδέλες γύρω-γύρω, σαν αυτές που βάζουν στον δρόμο όταν κάποιος σκοτώνεται. Ευτυχώς η αγαπημένη μου, η Φωτεινούλα, ήταν εκεί, ζωντανή, αλλά καθόταν πολύ- πολύ μακριά μου κι έτσι δεν θα μπορούσα πια να της τραβάω με δύναμη την κοτσίδα της, για να της δείξω την αγάπη μου. Αλλά ούτε και στον φίλο μου τον Κωστάκη θα μπορούσα να πετάξω σαΐτα, γιατί ήταν τόσο μακριά που θα έπρεπε να της βάλω τουρμπίνα για να τον φτάσω. Κι έτσι απόμεινα ολομόναχος, σε μια μισοάδεια τάξη, να κοιτάζω μόνο την κυρία Μέλπω και τα 14 δόντια της. Κι αυτό, μας είπαν, θα κρατούσε μέχρι το μεσημέρι, γιατί δεν θα μας έβγαζαν διάλειμμα, για να μην κολλήσουμε, κι εγώ μπερδεύτηκα πάλι, αφού η κυρία Κεραμίδα είπε ότι τα σχολεία είναι ένας ασφαλής χώρος, αλλά καλά λέει η μαμά μου πως όλοι οι πολιτικοί είναι ψευταράδες.

Και μετά η κυρία Μέλπω χτενίστηκε, έβαλε κραγιόν, άνοιξε μια κάμερα και μας είπε ότι θα τραβούσε το μάθημα και θα το έβλεπαν όλοι στο Internet: τα υπόλοιπα παιδιά που ζούσαν και ήταν στο σπίτι τους- αλλά δεν έπρεπε να έρθουν στον πολύ ασφαλή χώρο του σχολείου για να μην πεθάνουν- o μπαμπάς μου, η μαμά μου, η γιαγιά μου, η θεία μου η Φρόσω, ο μπακάλης και ο φούρναρης. Και τότε έγινε το θαύμα: όλη η τάξη μεταμορφώθηκε μόλις η δασκάλα πάτησε το «record». Η τσιριχτή φωνή της κυρίας Μέλπως γλύκανε απότομα, σαν το λύκο που κατάπινε μέλι έξω από την πόρτα των 7 κατσικιών, και όλα τα παιδάκια κοιτούσαν την κάμερα και όχι την κυρία Μέλπω, χαμογελούσαν και καθόντουσαν ήσυχα- ήσυχα και αμίλητα σαν αγγελούδια. Στην αρχή η κυρία Μέλπω χαμογελούσε κι εκείνη και της άρεσε η τόση ησυχία, αλλά μετά άρχισε να νευριάζει όταν έκανε ερωτήσεις και δεν της απάνταγε κανείς. Γιατί, ακόμα κι αν μισοξέραμε την απάντηση, δεν θέλαμε να το ρισκάρουμε, να πετάξουμε καμιά κοτσάνα και να μας βρίζει μετά το μεσημέρι η μάνα μας στο σπίτι. Άσε που θα γινόμασταν ρόμπα και στην γειτονιά.

Κι έτσι πέρασαν 4 βαρετές ώρες με την κυρία Μέλπω να μιλάει και να γράφει μόνη της στον πίνακα κι εμείς να στέλνουμε φιλάκια στην κάμερα, να τα βλέπουν οι μαμάδες μας να χαίρονται, που είχαν και την γιορτή τους.
Ευτυχώς που την άλλη εβδομάδα θα έρθουμε μόνο Τρίτη και Πέμπτη. Κι ευτυχώς που σε λίγες ημέρες θα κλείσουμε για καλοκαίρι. Ευτυχώς. Μόνο αυτό σας λέω! Αυτό δεν είναι σχολείο- είναι εφιάλτης που μυρίζει αντισηπτικό αλλά αφήνει να γεννιούνται βρωμερά σκουλήκια. Παντού. Στα θρανία, στα βιβλία, στις καρδιές μας- που τώρα τις κρύβουμε κι αυτές μαζί με τις τσίχλες και τις μυξόμπαλες βαθιά μέσα στην τσέπη μας…

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το