Χρήστος Κάτσικας


Για τόσο μικρό χρονικό διάστημα διακυβεύεται η ασφάλεια μαθητών και εκπαιδευτικών;

ΑΝΟΣΙΑ ΑΓΕΛΗΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ;

            Στα σχολεία και στα σχέδια της κυβέρνησης για την επιστροφή των μαθητών στα θρανία αναφέρθηκε χθες Δευτέρα η υφυπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη ενώ σήμερα Τρίτη αναμένονται ανακοινώσεις για την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων από τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
            Όπως είπε η κ. Ζαχαράκη προτεραιότητα αποτελούν «τα μεγαλύτερα παιδιά», προσθέτοντας ότι «η άρση των μέτρων θα είναι σταδιακή». Σύμφωνα με την ίδια όταν «τα παιδιά θα γυρίσουν πίσω θα πρέπει να κάνουν συχνή χρήση αντισηπτικών» ενώ μετά από σχετική ερώτηση απάντησε ότι «αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει οδηγία για μάσκες στα σχολεία». Τέλος διαβεβαίωσε, ότι «οτιδήποτε αποφασιστεί θα έχει λάβει υπόψη και τις ευπαθείς ομάδες».

            Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση, ζυγίζοντας τα ενδεχόμενα στην ζυγαριά του πολιτικού κόστους, ετοιμάζει βεβιασμένο άνοιγμα σχολείων (Καραντίνα Αγέλης, Ανοσία Αγέλης, Ξεμάντρωμα Αγέλης), παρά τις διαφωνίες στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, για να δημιουργήσει εικόνα επιστροφής στην κανονικότητα, με την πανδημία να μην έχει τελειώσει και το «δεύτερο κύμα» μπροστά μας.
            Καθόλου τυχαία το τελευταίο διάστημα οι “ειδικοί” που προωθούν τα κυβερνητικά μέτρα με το μανδύα της αμεροληψίας της επιστήμης τους προσπαθούν να πείσουν “περί μη νοσηρότητας των νεαρών ατόμων” και να προετοιμάσουν για το άνοιγμα των σχολείων. Είναι οι ίδιοι “ειδικοί” που μέχρι χθες έλεγαν τα αντίθετα και μας «γάνωναν», με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μας γκουβερνάντων, τα κεφάλια με το “μείνετε σπίτι”.
            Όπως εύστοχα επισημαίνει η δασκάλα Ευαγγελία Δερμιτζάκη, στην υποδοχή των σχολείων στήνουν τη λαιμητόμο του πολυνομοσχεδίου, δείγμα των «καλών» προθέσεων του υπουργείου που νομοθετεί σε συνθήκες ημιστρατιωτικού νόμου, ενώ στο σχόλασμα, “δεν θα μπορεί να παραλάβει ο παππούς ή η γιαγιά τους μαθητές” σύμφωνα με τη δήλωση κυβερνητικού εκπροσώπου.
            Παράλληλα ο καθηγητής Δημήτρης Τσιριγώτης σημειώνει με τη σειρά του ότι μετά το νοσηλευτικό προσωπικό ήρθε η ώρα για τη δεύτερη εφεδρεία αναλώσιμων να σταλεί στην πρώτη γραμμή, τους εκπαιδευτικούς.

            Είναι φανερό ότι αν αποφασιστεί να ανοίξουν τα σχολεία ο λόγος δεν θα είναι για να βγει παραπάνω σχολική ύλη. Όπως σωστά αναφέρει η ΟΛΜΕ σε ανακοίνωσή της, η επαναλειτουργία των σχολείων για τις τάξεις των  Γυμνασίων  καθώς και  για την Α και Β τάξη των Λυκείων πέρα από τους περιορισμούς και τις αντικειμενικές δυσκολίες που επιβάλλει η ανάγκη αυστηρής τήρησης των κανόνων ασφαλείας, δεν είναι παιδαγωγικά και λειτουργικά αποτελεσματική. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και με ενδεχόμενη 15ημερη παράταση του διδακτικού έτους –ακόμη και αν τα σχολεία επαναλειτουργήσουν αμέσως μετά την 10η/5/2020-  οι συνολικές ώρες δια ζώσης διδασκαλίας τόσο για τα Γυμνάσια όσο και για την Α  και Β Λυκείου θα είναι ελάχιστες.

ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
            Ουσιαστικά η απόφαση για άνοιγμα των σχολείων γίνεται για να αποκτήσει η χώρα εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους (παιδιά) με ανοσία στον ιό. Γιατί δεδομένης της μεγάλης μεταδοτικότητας του ιού, το πιο πιθανό είναι να κολλήσουν τα περισσότερα παιδιά και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα αφού με βάση τα διεθνή στατιστικά δεδομένα οι νεαρότερες ηλικίες διατρέχουν μηδενικό κίνδυνο από τον ιό. Υπάρχουν όμως αυτές οι «άτιμες» οι παράπλευρες απώλειες σε αυτό το εγχείρημα που αναγκάζουν τον κ. Τσιόδρα να «μασάει» τα λόγια του: πρόκειται για τους εκπαιδευτικούς και το συγγενικό περιβάλλον των μαθητών. Και αυτούς είναι που θέλει να καθησυχάσει ο κος Τσιόδρας με τη δήλωση «ο ρόλος των παιδιών στη διασπορά δε φαίνεται να είναι πολύ μεγάλος». Βέβαια σε παλαιότερη δήλωσή του χαρακτήριζε τα παιδιά ως «ασυμπτωματικές κινούμενες εστίες μόλυνσης των ενηλίκων».


            Ο λόγος που τα σχολεία, αν αποφασιστεί να ανοίξουν, δεν θα ανοίξουν ταυτόχρονα αλλά τμηματικά είναι για να μπορούν να συμβούν τμηματικά και οι παράπλευρες απώλειες. Οπότε, σύμφωνα με τον Δημήτρη Τσιριγώτη, πλέον υπάρχει νέος στόχος: απόκτηση ανοσίας αγέλης τμηματικά για να μην κρασάρει το σύστημα υγείας.

            Είναι ξεκάθαρο πως ο προβληματισμός έχει σαν βάση εκκίνησης την “ανάγκη” για επαναφορά των εργαζομένων γονέων στους εργασιακούς χώρους και όχι τις μορφωτικές ανάγκες των μαθητών και τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας.

ΠΟΙΑ ΜΕΡΙΜΝΑ;
            Η εκπαιδευτικός Ειρήνη Ασβεστά αναρωτιέται πως θα μπορέσουν να τηρηθούν στα ελληνικά σχολεία οι προβλεπόμενοι και απαραίτητοι κανόνες υγιεινής την ώρα που:
            1.Οι περισσότερες σχολικές τάξεις είναι πολυάριθμες.
            2.Δεν υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι για να χωριστούν τα τμήματα.
            3.Δεν υπάρχει το απαιτούμενο εκπαιδευτικό προσωπικό για να χωριστούν τα τμήματα ή να λειτουργήσουν σε βάρδιες.

4.Αρκετοί εκπαιδευτικοί είναι μεγάλης ηλικίας ή ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες.
5.Είναι ανέφικτο να αποτραπεί ο συγχρωτισμός παιδιών κατά τα διαλείμματα.
6.Υπάρχουν μαθητές που μετακινούνται με αστικά ή λεωφορεία του ΚΤΕΛ.
7.Πολλά παιδιά διαμένουν με παππούδες και γιαγιάδες κατά τις ώρες εργασίας των γονέων και προσέρχονται ή αποχωρούν συνοδευόμενα από αυτούς.
8.Δεν υπάρχουν καθαρίστριες διαθέσιμες στις σχολική μονάδα όλη τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου.

9.Σε πολλά σχολεία οι υποδομές υγιεινής (τουαλέτες, βρύσες) είναι ανεπαρκείς σε σχέση με τον αριθμό των παιδιών.

10.Στα νηπιαγωγεία λόγω της διαμόρφωσης των χωρών, της δομής του προγράμματος, αλλά και της φύσης της νηπιακής ηλικίας είναι αδύνατον να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ  – ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ
            Το εκπαιδευτικό προσωπικό στην Ελληνική εκπαίδευση είναι ήδη γερασμένο καθώς οι μόνιμοι καθηγητές έχουν μέσο όρο ηλικίας τα 50 έτη. Και αυτό καθώς με τα αντιασφαλιστικά – αντισυνταξιοδοτικά μέτρα της τελευταία δεκαετίας η συντριπτική πλειονότητα των εκπαιδευτικών είναι αναγκασμένη να μένει μέσα στις σχολικές αίθουσες σε ηλικίες 62 – 67 ετών ενώ για μια δεκαετία τώρα, ουσιαστικά, δεν έγιναν μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών. Ανάμεσά τους υπάρχουν χιλιάδες με σοβαρά νοσήματα (καρκίνοι, καρδιοπάθειες, αναπνευστικά, σκλήρυνση) οι οποίοι σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο είναι υποχρεωμένοι να διδάσκουν στις σχολικές τάξεις.
            Δεκάδες χιλιάδες είναι οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας που έχουν 40 – 50 χρόνια διαφορά ηλικίας με τους μαθητές τους!
            Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ -«Education at glance 2015»- η οποία περιγράφει την ελληνική εκπαίδευση ως μια από τις πιο γερασμένες, με δεδομένο ότι συγκαταλέγεται στις χώρες με τους μεγαλύτερους σε ηλικία καθηγητές στα Γυμνάσια και τα Λύκεια.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το