Αλιεύσαμε ένα ενδιαφέρον άρθρο του Χρήστου Τσουκαλά, από το 5ο τεύχος των Αντιτετραδίων (1989), και το παραθέτουμε.

H αποσπασματικότητα, η ασυνέχεια και ο τακτικισμός είναι νομίζω ορισμένα από τα στοιχεία που βασανίζουν το συνδικαλιστικό κίνημα και κυρίως εκείνη την πλευρά του που αγωνίζεται και     «πονάει» για την ανάκαμψή του.

Αξιόλογοι εκπαιδευτικοί συνδικαλιστές, στο λεκανοπέδιο και στην επαρχία, που πολλές φορές «τα δίνουν όλα» για τις ανάγκες της σχολικής δράσης, βουλιάζουν στην αντίληψη του «μερικού», στριφογυρίζουν γύρω από τις καθημερινές συνδικαλιστικές μιζέριες, εφορμούν, αλλά και αποτυγχάνουν. Ακόμα χειρότερα, επηρεασμένοι από τη θεωρία της καθαρότητας της συνδικαλιστικής πάλης, αρνούνται την πολιτική πάλη και την ανάγκη για μια εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία και τους θεσμούς της.

ΤΟ ΜΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ

O συνδικαλιστικός αγώνας, κατά γενική σχεδόν παραδοχή, αποτελεί ένα οργανικό τμήμα της πολιτικής πάλης· αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια αν δεν συνοδευτεί από μία σειρά επεξηγήσεις. Ο πολιτικός αγώνας (αγώνας για εξουσία) είναι συνολικότερος, απαιτεί συγκεκριμένη στρατηγική και τακτική, σύλληψη, φαντασία και οργάνωση,  στην ουσία είναι αγώνας τάξεων μέχρι θανάτου («δεν είναι παίξε – γέλασε»!), ανεξάρτητα από το κωμικό ορισμένων πλευρών της.

Η πολιτική πάλη για να είναι συνεπής και ολοκληρωμένη απαιτεί συγκεκριμένη μεθοδολογική κοινωνική ανάλυση, άρα κοσμοθεωρία· ένα ιδιαίτερο σύστημα αξιών, αξιολογήσεων, μελέτης, πράξης.

Ταυτόχρονα, χωρίς αποκόβεται από τα επιμέρους, τα καθημερινά και τετριμμένα, η πολιτική πάλη ενιαιοποιεί τη συνείδηση και δράση των ανθρώπων σ’ ένα ανώτερο επίπεδο και από αυτήν την άποψη μπορούμε πούμε ότι είναι αφαίρεση. (Από την άποψη των καθημερινών υλικών συμφερόντων, o εκπαιδευτικός της πόλης, o εργάτης και ο κτηνοτρόφος δεν έχουν «τίποτα» κοινό. Τι τους ενώνει; Η κοινή αντίληψη για την εξουσία την και την ανατροπή της, δηλαδή η πολιτική).

«Η νόηση ανεβαίνοντας από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, δεν απομακρύνεται από την αλήθεια, αλλά πλησιάζει προς αυτήν. Οι αφηρημένες έννοιες ύλη, νόμος της φύσης, αξία, κ.λ.π., με λίγα λόγια όλες οι επιστημονικές (σωστές, σοβαρές, όχι παράλογες) αφαιρέσεις, αντανακλούν τη φύση βαθύτερα, πιστότερα, πληρέστερα» (Λένιν, Άπαντα, τ. 38).

Η ανθρώπινη νόηση συνίσταται στη δυνατότητα που έχει να μην περιορίζεται από τ’ ασφυκτικά πλαίσια του μικρόχωρου και του μικρόχρονου, να μπορεί ν’ ανατρέχει στο παρελθόν, να συλλαμβάνει ιδέες για το μέλλον, να συνθέτει νέες έννοιες που σχετίζονται αλλά -και αυτό είναι το σπουδαιότερο- έμμεσα με τον αντικειμενικό κόσμο, μέσα από την πρακτική δραστηριότητα, τα αισθήματα και τη νόηση.

 Φυσικά, πάντα ελλοχεύει o κίνδυνος της απόσπασης από την υλική κοινωνική πραγματικότητα και η ροπή προς τη μεταφυσική και τον ιδεαλισμό. H απάντηση σ’ αυτήν την απόκλιση δεν είναι προκατασκευασμένη. Την προσφέρει η ουσιαστική σχέση με τη ζωή, την παραγωγή, την επιστήμη και την ταξική πάλη.

Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι όχι μόνο δεν πρέπει ν’ αποφύγουμε την συνολικοποίηση της σκέψης μας, αλλ’ αντίθετα πρέπει να την επιδιώξουμε, σαν αντίσταση στη μερικότητα και τη φαινομενολογία. («Ο ουρανός δεν είναι τέτοιος και τόσος που βλέπει ο βάτραχος από το βάθος του πηγαδιού»).

Αρκετοί φίλοι και κατά τα άλλα αξιόλογοι αγωνιστές, είτε για γνωσιολογικούς λόγους, είτε ιδεολογικοποιώντας την πλάνη τους, επιμένουν να βλέπουν αποσπασματικά και με τακτικισμό το σ.κ., ορισμένες μάλιστα φορές βαφτίζουν αυτή τους τη θέση και «αυτονομία του σ.κ.». Τακτικισμό ονομάζω την πρακτική που δεν σχετίζεται και δεν υποτάσσεται σ’ ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο, κινείται για να κινείται, ξεκόβει την πράξη από το στόχο.

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει κανείς να ελέγξει την πρώτη τους αντίφαση. Από την μια πλευρά, κάνοντας «καθαρό συνδικαλισμό», αρνούνται στο σ.κ. να πάρει συνολικές πολιτικές πρωτοβουλίες, περιορίζοντάς το σε οικονομικά, εργασιακά ζητήματα (πολλές φορές δε τοπικού χαρακτήρα). Εδώ ας υποσημειώσω, ότι δε θεωρώ την παραγωγή πολιτικών ψηφισμάτων από το σωματείο σαν πολιτική πάλη. Ακόμα και όταν λειτουργούν σαν ψηφισματοκοπεία αυτό δεν έχει σχέση με τον πολιτικό αγώνα.

Από την άλλη, υποτίθεται ότι επιδιώκουν να περιορίσουν ή και να εξαφανίσουν το ρόλο των κομμάτων γιατί αυτά διαχωρίζουν και δεν ενώνουν τους εργαζόμενους. Ιδιαίτερη μάλιστα κριτική γίνεται στα κόμματα της αριστεράς. Αλλά αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι το ρόλο του κόμματος κάποιος φορέας θα πρέπει να τον αναλάβει· μήπως το συνδικάτο;

Θα ήταν συνεπής με τον εαυτό της αυτή η θεωρία, αν έφτανε στο σημείο της αναβάθμισης του συνδικάτου και της ανάληψης από την πλευρά του μιας σειράς πρωτοβουλιών, που θα έφταναν ως τη διεκδίκηση της εξουσίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν δηλώνεται. Οι συνδικαλιστές που ξορκίζουν τα κόμματα -χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να αναλύουν τα πολιτικά τους προγράμματα- στην ουσία αρνούνται να δουν τον πολύπλοκο χαρακτήρα της ταξικής πάλης, υποτάσσονται σε μια αστική αντίληψη που αρνείται στους εργαζόμενους την πολιτική τους συγκρότηση (το πώς, είναι άλλο ζήτημα), κρατώντας για του εαυτό της και τα κόμματά της και όλες τις εναλλακτικές λύσεις και το κράτος.

Η άρχουσα τάξη επιδιώκει  την αποσπασματικότητα και τον τακτικισμό για τους εργαζόμενους, γιατί η ίδια διαθέτει ολότητα στη  σκέψη και στρατηγική στην εφαρμογή της (οι αντιθέσεις της είναι, πάλι, άλλο ζήτημα).

Αυτοί στην ουσία προτείνουν σε μας να κηρύξουμε το λιοντάρι (πολιτική πάλη) νεκρό, για να υποκλιθούμε στο ζωντανό γάιδαρο (οικονομική πάλη), να κάνουμε ασκήσεις προπόνησης και ναυμαχίες μπανιέρας, εκεί που απαιτείται τολμηρό σχέδιο, φιλόδοξη σύλληψη, βαθειά γνώση της ιστορίας του σ.κ., απόφαση για σύγκρουση με την κυρίαρχη τάξη, μ’ άλλα λόγια ενιαίος συντονισμός, ολοκληρωμένο σχέδιο.       

Πολλοί αγωνιστές, υποκλινόμενοι ασυνείδητα στο μερικό, είναι αποφασισμένοι να συγυρίσουν την τοπική τους Κίνηση και το τοπικό σωματείο, να συνάψουν προσωπικούς και ουσιαστικούς δεσμούς με τους εργαζόμενους, να βάλουν το κεφάλι τους στον τορβά και ν’ αντιπαρατεθούν με χίλιους δαίμονες. Πολύ καλό, αλλά λίγο, μπροστά στην ανάγκη για τη συγκρότηση ενός δυνατού και φερέγγυου ριζοσπαστικού αριστερού πόλου στο ο.κ., που θα χαλάει τις ανίερες συμμαχίες κορυφής και τις άνοστες σούπες των 24ωρων εκτονωτικών. 

Αξιόλογοι εκπαιδευτικοί του μαζικού χώρου αρνούνται «να δουν» πέρα από τα σύνορα του τοπικού σωματείου, γοητεύονται από τη θεωρία του «από τα κάτω», ξεχνούν ότι αυτή η σοβαρή δουλειά στη βάση μένει τυφλή και αδιέξοδη, πολιτικά καθυστερημένη, όταν δε συντονίζεται, δεν αίρεται στο ύψος των περιστάσεων, δεν αυξάνει τον πολιτικό της ορίζοντα.

Το ΥΠΕΠΘ, η κυβέρνηση, η ΔOΕ, η ΟΛΜΕ, μ’ άλλα λόγια ο αυταρχισμός και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δεν έχουν ελλειπτικό σχέδιο επιβολής των απόψεών τους, έχουν μία στρατηγική πανελλαδικής εμβέλειας. Και αυτό το βαρύ πυροβολικό που έχει συνεπίκουρους όλους τους θεσμούς, δεν ανατρέπεται με κλεφτοπόλεμο της σφεντόνας,  με σχέδια άρπα-κόλα, όσο καλή διάθεση και αν υπάρχει.

Γράφοντας τα παραπάνω διόλου δε θέλω να υποτιμήσω την ανάγκη για ένα επαναπροσδιορισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, για την σπουδαιότητα που έχει η πρωτοβουλία της βάσης, για την αυτενέργεια των εκπαιδευτικών στον τόπο δουλειάς τους· αυτά όμως είναι γνωστά και επαναλαμβανόμενα. Ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στη σημασία που αποκτά σήμερα -και το σήμερα προσδιορίζεται σαν το σημείο μετά την απεργία- η βαθειά γνώση, η ολόπλευρη σύλληψη, η στρατηγική και η συνέχεια στα συνδικαλιστικά πράγματα.

Ίσως είμαι υπερβολικός, αλλά πιστεύω ότι στη μεγάλη απεργία περίσσεψε το θάρρος και έλειψε π.χ. η γνώση ότι χωρίς απεργιακό ταμείο πηγαίναμε ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια και αυτό μας το δείχνει η πείρα του κινήματος που δεν τη μελετήσαμε. Πως o νόμος 1566/85 είναι «ολότητα» όπως είναι η εισοδηματική πολιτική, πως απέναντι στο «ενιαίο πολιτικό σχέδιο» που ονομάζεται υποταγή του υποκειμενικού παράγοντα μπροστά στο 1992, εμείς δεν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε έναν απολίτικο  αποσπασματικό αγνωστικισμό. «Και πού να ξέρουμε τώρα τί είναι ακριβώς το 1992», που φτάνει ίσως και στον αδήλωτο ενθουσιασμό, πως τάχα γίναμε Ευρωπαίοι, ή στην πιθανότητα ν’ αγοράσουμε φτηνό αυτοκίνητο…

Το «μάθημα» λοιπόν ή θα το μάθουμε συνολικά, σε βάθος και με συγκεκριμένο στόχο ή θα μείνουμε για μια ακόμα φορά ευχαριστημένα μεν -στην άγνοιά μας- μεταξεταστέοι δε…

Χρήστος Τσουκαλάς

πηγή: Αντιτετράδια, τ. 5 (χειμώνας 1989)

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το