γράφει η Στέλλα Σπαχή

Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα. ατέρας της ο Μυκονιάτης συνθέτης Γιώργος Αξιώτης. Μητέρα της η αριστοκράτισσα Καλλιόπη Βάβαρη. Οι γονείς της χωρίζουν. Μεγαλώνει στη Μύκονο μαζί με τον πατέρα της. Τελειώνει το Σχολαρχείο στη Μύκονο. Το 1918 μπαίνει εσώκλειστη στις Ουρσουλίνες της Τήνου. Το 1922 έρχεται στην Αθήνα και ζει με τη μητέρα της.

Η πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας έγινε το 1933, με τη δημοσίευση στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του διηγήματός της «Απ’ τα χτες ως το σήμερα». Το όνομά της όμως έγινε πασίγνωστο όταν πήρε το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών στις 18 Μαρτίου 1939 για το πρώτο της μυθιστόρημα Δύσκολες Νύχτες.

« […] Έδειχνε με το δάχτυλο η μάσκα και προχωρούσε. Στήσανε πολυβόλα, και τους εγάζωσε η ριπή. Εσβάρνιζε το αίμα. Tους άλλους που απομείνανε, τους βάλανε στη μέση, και μαζί με τον ήλιο που εβάδιζε στον ουρανό, τραβούσαν προς τη δύση. Δεν τους ξανάδε κανείς, επέρασαν πολλά σύνορα, εχάθηκαν στην Ευρώπη, μέσα στα στρατόπεδα. Τρέχανε πίσω οι μάνες, και κανά δυο που γλίτωσαν, τρέχανε να κρυφτούνε σε φούστες και σε πιθάρια, να μην τους ξαναβρούν». (Μέλπω Αξιώτη, Εικοστός Αιώνας, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 123-124)

Κυρίαρχο στοιχείο εδώ στη γραφή της Αξιώτη είναι η αυθορμησία της γραφής. Το γλωσσικό ιδίωμα και η τολμηρή ορθογραφία, έγιναν αντικείμενο των πλέον αντιφατικών κριτικών, επαίνων και κατακρίσεων, από τους πνευματικούς κύκλους της εποχής. Πίσω όμως από αυτή την αυθορμησία υπάρχει μια συνειδητή τεχνική, που αναδεικνύει τη συγγραφική μαστοριά και την πρωτότυπη αισθητική τεχνοτροπία της.

Γενικά το έργο της Αξιώτη τοποθετείται στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του Σουρεαλισμού, την εμφάνιση του Φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα και την ένταξή της στο Κομμουνιστικό κόμμα και στο ΕΑΜ.

Κατά την προπολεµική περίοδο ήρθε σε επαφή µε τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε µε το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, το Γιάννη Ρίτσο. Το 1936 εντάχθηκε στο ΚΚΕ, δένοντας έκτοτε τη ζωή και το έργο της με τους αγώνες και την ιδεολογία του. Στη διάρκεια της Κατοχής γράφει για ΕΑΜικά έντυπα. Ήταν στη Συντακτική Επιτροπή της εφημερίδας «Σοβιετικά Νέα», με επικεφαλής την Ηλέκτρα Αποστόλου. Συνεργάστηκε στον παράνοµο Τύπο, µαζί µε τις ∆ιδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα ∆αµασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης.

Στα έργα της καταγράφει τη σύγχρονη Ιστορία του τόπου μας. Κατοχή – Αντίσταση – Κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης το Δεκέμβρη του 1944 – Εποποιία του ΔΣΕ. Τα στοιχεία της είναι παρμένα απ’ τον παράνομο Τύπο της εποχής, τις νόμιμες εφημερίδες, τις αναφορές των υπευθύνων των εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, τα αρχεία της Εθνικής Αλληλεγγύης και τη ζωή των αγωνιστών.

«Στην αντιφασιστική πάλη ενάντια στην ξενική κατοχή ξεπηδά ένας νέος παράγοντας, πρώτη φορά τόσο σημαντικός και τόσο μαζικός, στην ιστορία των ελληνικών αγώνων. Είναι η γυναικεία συμβολή […] Κύματα κοριτσιών στη διαδήλωση να καλύπτουν τα τανκς. Τα εχτελεστικά αποσπάσματα να γαζώνουν το στήθος της κι αυτή να στέκει αγέρωχη φωνάζοντας: Ζήτω η λευτεριά! (…) Να κουβαλά ζαλίγκα τ’ αντάρτικα πολεμοφόδια στ’ απάτητα ρουμάνια, όπου δεν επλησίαζε μήτε πουλί πετάμενο. […] Να θάβει τα πρώτα παιδιά της και να ετοιμάζει γρήγορα να ρίξει και τα υπόλοιπα στου χάρου τον αγώνα. […] Αυτών όλων τη θυσία δε θα τη λησμονήσει η Γη(…)»1

Περιγράφει με βαθιά ανθρωπιά κι αγάπη τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, που μάχονται για τη ζωή και το μέλλον, με την αδάμαστη δύναμη και θέληση. Τις ανατολικές ηρωικές συνοικίες, τους μαχητές του λόχου Λόρδου Μπάιρον, το 12χρονο αετόπουλο που αρνήθηκε να παραδώσει το όπλο του γεμάτο, αυτούς που έπαιρναν τη θέση στις μάχες αυτών που έφευγαν!

Έργα εκείνης της περιόδου είναι η έκδοση «Χρονικά», με τα κείμενα: «Απάντηση σε 5 ερωτήματα», «Πρωτομαγιές 1886 – 1945», «Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας», «Αθήνα 1941 – 1945» και το μυθιστόρημα «Εικοστός αιώνας».

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση. Στα 18 χρόνια της εξορίας συνέχισε να αγωνίζεται µέσω άρθρων σε περιοδικά και συµµετοχών της σε Συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήµατος. Μάλιστα στο Παρίσι θα έλθει σε επαφή με όλες τις μεγάλες φυσιογνωμίες της αριστερής διανόησης, όπως τους Λουί Αραγκόν, Πωλ Ελυάρ, Αντρέ και Αλίς Μπονάρ, Πάμπλο Νερούδα κ.ά.

Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας, µε τη µετάφραση του µυθιστορήµατός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερµανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά.

Υπήρξε συγγραφέας πολύ πιο μοντέρνα απ’ όσο άντεχε η εποχή της. Αυτοβιογραφική, μια διανοούμενη, που έζησε μια ζωή εξόριστη από το πατρικό της, τη χώρα της, τη γλώσσα της, την ιδεολογία της, συντροφιά με την ίδια βαλίτσα. Ριζοσπαστική θεματολογικά και μορφολογικά. Στο λεξιλόγιό της χρησιμοποιεί μια αυθεντική λαϊκή γλώσσα, τους ιδιωματισμούς της Μυκόνου, αλλά και λέξεις ναυτικών. Η ίδια μιλώντας για τη γραφή της, δηλώνει ότι επηρεάστηκε από τον παππού της, Παναγιώτη Αξιώτη, ο οποίος ήταν “λογογράφος” και τη “μπόλιασε” με αγάπη για το λαό και τη γλώσσα του.

«[…] Ο πάπους μου με είχε μάθει ν’ αγαπώ το λαό, πως ο λαός είναι ο μέγας δάσκαλος(…) είχε γράψει κι’ ο ίδιος πολλά μυκονιάτικα διηγήματα γεμάτα αγάπη για το φτωχό κόσμο κι’ ήταν ο πρώτος που έκαμε γνωστή στην Ελλάδα τη ρούσσικη φιλολογία με μεταφράσεις στη δημοτική του Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Τολστόι.

Ο πατέρας με είχε μάθει ν’ αγαπώ τη Ρωσία, όπου εκεί είχε γεννηθεί κι’ ο ίδιος και μεγάλωσε. Τον αγαπούσα λοιπόν το λαό, την αγαπούσα και τη Ρωσία, και σίγουρα εκείνες οι δυο αγάπες μαζί, με είχανε πάει εμένα πια ίσαμε το Κ.Κ.Ε.

Είχα δηλαδή κάμει νερά, είχα φύγει απ’ την τάξη μου.»2

Το 1964 με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης επέστρεψε στην Ελλάδα. Η μακρά απουσία της στο εξωτερικό και η αποκοπή της από τη μητρική ελληνική γλώσσα, συνέβαλε στην περιστολή της συγγραφικής δημιουργίας της. Εντούτοις μέσα από τις αντίξοες συνθήκες ζωής, που αντιμετώπισε, μπόρεσε να δημιουργήσει ένα έργο πολιτικά δυνατό, γλωσσικά ολοζώντανο, με ξεχωριστή αισθητική τεχνοτροπία:

«Θέλετε να χορέψουμε, Μαρία; (μυθιστόρημα, 1940), Σύμπτωση (ποιητική συλλογή, 1939), Κοντραμπάντο (ποιητική συλλογή, 1959), Θαλασσινά (ποιητική συλλογή, 1961), Εικοστός Αιώνας (1946, μυθιστόρημα), Σύντροφοι, Καλημέρα! (1953, διηγήματα), Το σπίτι μου (1965) Η Κάδμω (1972), Απάντηση σε πέντε ερωτήματα (ιστορικό χρονικό, 1945), Πρωτομαγιές (ιστορικό χρονικό, 1945), Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας (ιστορικό χρονικό, 1945), Αθήνα 1941-1945 (ιστορικό χρονικό, 1946), Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη («Άγρα», Αθήνα 2014).“Η Κάδμω”, εκδόσεις Κέδρος (1972).

Η Μέλπω Αξιώτη, στο κύκνειο άσμα της «Κάδμω», μιλά

για την αφόρητη μοναξιά μιας παλιννοστούσας. Ξεχειλίζει η πίκρα. Πίκρα για ό,τι χάθηκε.

«Να μη θυμάσαι, να ξεχνάς. Να μη βλέπεις, σαν τον τυφλό, να μην ακούς, σαν τον κουφό, να μην αγγίζεις σαν το λεπρό, να μην αγαπάς, σαν τον χαζό. Αλλά δε μπορείς να μη θυμάσαι. Τα πράγματα σου παρουσιάζονται. Αν και μπερδεύτηκαν μέσα σε τόπους που δεν τους βλέπει πια η συνήθεια»3.

Το συνολικό έργο της Αξιώτη βρίσκεται στον πυρήνα του παγκόσμιου

μοντερνισμού. Ένας ελληνικός ριζοσπαστικός μοντερνισμός, ριζωμένος στην παράδοση, στη γλώσσα, στη λέξη, στη ντοπιολαλιά. Μα αιχμηρός και ευθύβολος. Τα κείμενα της διδάσκονται στα πανεπιστήμια της Ευρώπης (Παρίσι, Βερολίνο, Ζυρίχη), τώρα και στα ελληνικά.

Πέθανε σε ηλικία 68 ετών, το Μάιο, του 1973, σε οίκο ευγηρίας.


  1. Μέλπω Αξιώτη, Άπαντα. Γ’ τόμος. Χρονικά, Αθήνα, Κέδρος, 1980, σ. 195-198.
  2. Μαρτυρίες και κείμενα από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, 17-18.
  3. Μέλπω Αξιώτη, Η Κάδμω, Κέδρος, Αθήνα 1972, σ. 31-34 & 37-40].

αντιτετράδια, τ.126

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το