Αδερφέ μου Αντόνιο

      Απ’ τη στιγμή που είδα το πρόσωπό σου με τα σημάδια – δεν ήταν παρά μια φωτογραφία, θέλησα να σου μιλήσω με κάποιον τρόπο, παρ’ όλο που καταλαβαίνω πως είναι μάλλον απίθανο τα λόγια μου να φτάσουν ως εκεί. Ίσως όμως και να σε βρουν κάποια στιγμή. Δεν έχει μόνο ο διάβολος πολλά ποδάρια αλλά κι η τύχη.

      Γιατί εσένα απ’ όλους, θ’ αναρωτηθείς. Δεν έχω απόλυτα λογική εξήγηση να δώσω, το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι τα θλιμμένα μάτια σου μου ‘φεραν στο νου ένα συμπατριώτη σου που φωτίζει ακόμα τη διαδρομή μου με την πράξη και τις γραφές του, το μεγαλύτερο μέρος τους μες στο σκοτάδι και την υγρασία της φυλακής όπου αφέθηκε να σαπίσει πριν ενενήντα τόσα χρόνια. Γι αυτό και σ’ ονομάτισα Αντόνιο. Ίσως ενδόμυχα να θέλησα να εκπληρώσω κι ένα χρέος προς αυτόν τον Αντόνιο, για όλες τις στιγμές που με συντρόφεψε με τα γράμματά του εκείνα της φυλακής.

      Πρέπει ακόμα να σου πω ότι αν είχα κάποιους ενδοιασμούς γι αυτή καθεαυτή την απεύθυνση, δεν ταλαντεύτηκα στιγμή για το “αδερφέ μου”. Γιατί όπως αναμφίβολα σου ‘μαθε η τωρινή συνθήκη, η αδερφοσύνη δεν είναι υπόθεση βιολογίας. Μας δίδαξε κι αυτό – κοντά στ’ άλλα, η μακρινή ιστορία των ανθρώπων.     

      Η αδερφοσύνη είναι πάνω απ’ όλα συνείδηση κοινής μοίρας, κοινού πόνου, μοιρασμένου καημού.

      Κι αυτό που μας κάνει αδέρφια, Αντόνιο, είναι ότι και σε τούτη την τρομακτική συγκυρία, βρισκόμαστε στην ίδια ακριβώς πλευρά. Αντιμέτωποι όχι μόνο με τον κίνδυνο της αρρώστιας, αλλά και με τον αποκλεισμό απ’ την προστασία που θα ‘πρεπε να ‘ναι  δεδομένη. Τη στήριξη που θα ‘πρεπε να ‘ναι  αδιαμφισβήτητη. Και μ’ αντίστοιχες πεποιθήσεις για το τι είναι ανθρώπινο και τι δεν είναι. Τι επιβεβλημένο και τι όχι.

      Γιατί όπως θα ‘χεις σίγουρα νιώσει ως το μεδούλι των κοκάλων σου, δεν είμαστε «όλοι μαζί» απέναντι στη φρίκη. Δεν ήμασταν άλλωστε ποτέ. Υπήρχαν πάντα δυο πλευρές. Απ’ τη μια ήταν πάντα οι πολλοί, οι απόκληροι κι οι πάσχοντες, κι απ’ την άλλη οι λίγοι προνομιούχοι του πλούτου. Είμαστε λοιπόν εμείς απ’ τη μια μεριά, ο πλατύς λαός, εκείνοι που μοχθούν καθημερινά για τον επιούσιο. Οι κυνηγημένοι της φτώχειας και των πολέμων. Όλοι όσοι δοκιμάζονται αδιάκοπα – κάποτε άγρια – για το αυτονόητο, το δικαίωμα στη ζωή. Κι απέναντί μας οι ελάχιστοι “εκλεκτοί”. Οι ιερείς της απληστίας. Οι πιο επιτήδειοι των ληστών. Κι από κοντά, οι πολιτικάντηδες υποτακτικοί τους. Που μας στερούν την υποτυπώδη υγεία, τα κρεβάτια, τις μάσκες και τους αναπνευστήρες που τόσο απεγνωσμένα γυρεύεις στην έκκλησή σου: “Δεν έχουμε άλλα κρεβάτια για να μπορούν να νοσηλευτούν οι ασθενείς, αναγκαζόμαστε να επαναχρησιμοποιούμε τον εξοπλισμό ατομικής προστασίας, επειδή είναι σπάνιος και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι κατάλληλος. Βρισκόμαστε σε συνεχή κίνδυνο, γνωρίζουμε ότι διακινδυνεύουμε καθημερινά την εξάπλωση του κορονοϊού και ζούμε με τον φόβο ότι θα τον μεταφέρουμε στα σπίτια μας”. Κι ακόμα πως “δεν υπάρχει πλέον καν χρόνος ούτε για να κλάψουμε, ακόμη και μετά το πέρας μιας μακράς εξαντλητικής βάρδιας”, λες. Λέτε, γιατί δεν είσαι μόνος σου σ’ αυτή την άθεη δοκιμασία. Έχεις συνοδοιπόρους. Όπως κι εγώ. Πραγματικότητα που όσο κι αν μας παρηγορεί όμως, δεν αλλάζει τον βασικό παρονομαστή: είναι πρώτιστα υλικοί οι όροι που καθορίζουν την εξέλιξη της πανδημίας. Κι αυτό που κυρίως καταλαβαίνω, αυτό που όλοι εν τέλει καταλαβαίνουμε, είναι ότι γιατροί και νοσηλευτές όχι μόνο στη δική σου Ιταλία, αλλά και στην Ισπανία, στη Γαλλία, παντού στον κόσμο κοντολογίς, δίνουν μιαν εντελώς άνιση μάχη, με ελάχιστα μέσα και ΧΩΡΙΣ ουσιαστική κρατική υποστήριξη. Αυτή που θα ‘πρεπε να ‘ναι δεδομένη. Χειροπιαστή.       

      Και το δραματικό συμπέρασμα ως τώρα, είναι πως η ανθρώπινη ζωή είναι ολωσδιόλου ανυπεράσπιστη – και σήμερα. Απόλυτα τρωτή κι ανίερα απαξιωμένη.  Δεν θα ‘πρεπε να υπάρχουν ανυπεράσπιστοι άνθρωποι, Αντόνιο. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Δεν θα ‘πρεπε να υπάρχουν πεινασμένα παιδιά ή ηλικιωμένοι, έκθετοι στις κακουχίες και την αρρώστια, δεν θα ‘πρεπε η φτώχεια κι η δυστυχία να ‘ναι κανόνας σε τόσα και τόσα μέρη του κόσμου. Ο πλούτος που παράγει τούτη η γη φτάνει για να ζήσει και να θρέψει όλους όσους ανασαίνουν πάνω της – με το παραπάνω. Φτάνει και περισσεύει για κρεβάτια, μάσκες κι αναπνευστήρες για όλη την ανθρωπότητα.     

      Και γιατί; θα μου πεις. Γιατί τόση μοχθηρία, τόσο δηλητηριώδες κακό. Γιατί ο πλούτος είναι φύσει ληστρικός, θα σου απαντούσε ο άλλος Αντόνιο. Φύσει αδηφάγος κι ανθρωποφάγος. Στο λέω κι εγώ, τούτη την ώρα που το νιώθω στο πετσί μου. Θα στο πουν πολλοί, γιατί πολλοί ειν’ εκείνοι που το νιώθουν. Οι περισσότεροι. Κι αν δεν το πουν ακριβώς έτσι, θα το περιγράψουν σαφέστατα. Με τον τρόπο του ο καθένας. Γιατί πώς αλλιώς ερμηνεύεται το γεγονός ότι τη στιγμή που πεθαίνουν αθρόα ανθρώποι, που κινδυνεύουν απ’ τον ιό άπειρα περισσότεροι, οι Έλληνες κλινικάρχες απαιτούν διπλάσια αποζημίωση για τη διάθεση κρεβατιών Μονάδων Εντατικής Θεραπείας στις ιδιωτικές κλινικές. Κι η κυβέρνησή μας τους την εγγυάται! Όπως και 30 εκατομμύρια ευρώ για τη διενέργεια των αναγκαίων σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ελέγχων, που υπογραμμίζει ότι “καραντίνα χωρίς μαζικούς ελέγχους είναι μάχη στα τυφλά”. Κι αυτό την ώρα που πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα προσφέρονται να διενεργήσουν μαζικούς ελέγχους μ’ ελάχιστο κόστος. 

      Ο υπουργός Υγείας μας βέβαια έχει από καιρό αποφανθεί ότι η “η Υγεία είναι προϊόν”. Ο δε πρωθυπουργός, προσδιόρισε την αντιμετώπιση του ιού ως υπόθεση “ατομικής ευθύνης”. Ξεδιάντροπα αποσιωπώντας τη δική του ατομική ευθύνη για την κατεδάφιση της δημόσιας υγείας, την αποψίλωση και την απαξίωση των δημόσιων νοσοκομείων, την προκλητική πριμοδότηση των ιδιωτικών κλινικών. Και στο ίδιο ακριβώς μοτίβο συνεχίζει. Νομοθετώντας – μόλις προχτές, για την περαιτέρω ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης! Κι απαιτώντας τον εγκλεισμό μας στα σπίτια μας. Αυτά που είναι υποθηκευμένα στις τράπεζες. Αναγκαίο κακό στη φάση αυτή, θα μου πεις. Κι ως τέτοιο το δεχτήκαμε. Κι ανταποκρινόμαστε σύσσωμοι. Ο λαός μου είναι άλλωστε μαθημένος σε συνθήκες εγκλεισμού. Η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου η τάξη των προνομιούχων έχτισε στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά το Άουσβιτς. Για να φυλακίσει και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους χιλιάδες Έλληνες που πολέμησαν το φασισμό. Ίδια φάρα ληστών και δεσμοφυλάκων τότε και τώρα, Αντόνιο. Μη γελιέσαι. Οι σημερινοί μασκαρεύονται απλά λίγο καλύτερα.

      Και τι να πω για την Ιταλία σου. Που θρηνεί σήμερα δέκα χιλιάδες νεκρούς… Ξέρεις καλύτερα από μένα πόσο άδικα χαμένους. Γιατί, για ποιό σκοπό θυσιάστηκαν 40 και βάλε χιλιάδες κλίνες, και καταργήθηκαν εκατοντάδες νοσοκομειακές μονάδες; Στο βωμό ποιάς αναγκαιότητας; “Δοκιμαζόμαστε, είμαστε λίγοι, στο νοσοκομείο και εκτός αυτού. Πηγαίνουμε στα σπίτια των ανθρώπων σαν στρατιώτες στο μέτωπο, χωρίς προστασία, σε μια περίοδο που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν τα τεράστια αιτήματα για περίθαλψη Είμαστε μόνοι. Αν δεν σταματήσουμε αυτή την χιονοστιβάδα, θα πληρώσουμε το μεγαλύτερο τίμημα: την αποτυχία ολόκληρου του συστήματος και όλων εκείνων που έχουν αξία για να ζει κανείς. Χρειαζόμαστε νοσοκομεία, προσωπικό. Αμέσως. Τώρα. Όχι αύριο”, λες. Και τούτη ακριβώς την ώρα που η δημόσια υγεία γίνεται τόσο τραγικά επιτακτική, οι “μεγάλες δυνάμεις” απαιτούν νέα μνημόνια! Νέες περικοπές στο δημόσιο τομέα, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, μεγαλύτερα κέρδη για τους μεγαλοκεφαλαιούχους και τις τράπεζες! Και ξεχνάν όλοι αυτοί οι επώνυμοι και σπουδαίοι, ότι είναι απόλυτα θνητοί, σαν τους πολλούς ανώνυμους. Κι ότι ακόμα κι αν με την εξουσία και τον πλούτο τους μπορέσουν να παρακάμψουν την αρρώστια, ούτε ίχνος από όλα εκείνα που λυσσαλέα στοιβάζουν δεν θα πάρουν μαζί τους κάτω απ’ τη γη. Κι είναι αυτή μια καλή στιγμή για να σου πω Αντόνιο, ότι αν δεν τους περιφρονούσα τόσο, θα τους λυπόμουν. Κι ότι στάλα, μα στάλα δεν λαχταρώ να βρεθώ στη μεριά τους. Γιατί θέλω να χαίρομαι ως την τελευταία μου ανάσα την αξιοπρέπεια της δυσκολίας μου, τη διαύγεια της ματιάς μου, κι εκείνα τα μικρά πράγματα που χρωματίζουν και μυρώνουν τη ζωή. Το φως του ήλιου, τη δύναμη και την ομορφιά της φύσης, τη δύναμη και την ομορφιά των ανθρώπων του μόχθου, το ίσιο βλέμμα και το χαμόγελο των συνοδοιπόρων μου, το μπουμπούκι της ανεμώνης, την άνοιξη που τώρα καλπάζει, τη θάλασσα που σμιλεύει τη γλώσσα της ποίησης. Όλα εκείνα που η απληστία κι ο κυνισμός ακυρώνουν.

      Είπα πολλά. Επίτρεψέ μου ένα τελευταίο. Μια συμπατριώτισσά σου έγραψε πρόσφατα, ότι όταν θα ‘χει τελειώσει αυτό το κακό, ο κόσμος δεν θα ‘ναι ίδιος. Έχει δίκιο. Μακάρι να μην είχε. Και μέχρι τότε, δεν θα ξημερώσει μέρα χωρίς τραγικές απώλειες. Χωρίς πόνο και θρήνο. Και κάποιες ίσως μικρές νίκες. Που θα ‘ναι κυρίως δικές σου. Κι όλων όσων δίνουν την ίδια μάχη. Με βουβή αυταπάρνηση.  

      Όμως για το πώς θα βαδίσει από κει κι έπειτα η ανθρωπότητα, σε ποια κατεύθυνση και με τι πυξίδα, αυτό ειν’ ακόμα λευκή σελίδα. Εκεί λοιπόν σε περιμένω. Όχι πια με το πρόσωπο της θλίψης, μα με το πρόσωπο της οργής. Κι ελπίζω να ’μαστε αμέτρητοι οργισμένοι εκείνη την ώρα. Για να διεκδικήσουμε μιαν άλλη ζωή, μια πιο ΔΙΚΑΙΗ ζωή. Για τους πολλούς.

      “Η δύναμη βγαίνει απ’ τις γροθιές, όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα”, έγραψε μια φορά κι έναν καιρό ένας ξεχασμένος από χρόνια ποιητής. Κι αν εγώ έμαθα κάτι καλά στις δεκαετίες που μετράω πάνω στη γη, είναι πως τίποτα δεν είναι πιο ανίκητο από μια ανυποχώρητη απόφαση. Ελπίζω μ’ όση καρδιά έχω να την πάρουμε τότε. Μαζί.

                                                                    Καλή αντάμωση αδερφέ μου. 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το