Εισαγωγή
Τα τελευταία μεγάλα πειράματα της Φυσικής ανακίνησαν ζωηρά τη συζήτηση για τη δημιουργία του σύμπαντός μας, για την περίφημη «αρχή του κόσμου». Δεδομένης της αναγέννησης του προβληματισμού και της νέας ώθησης που κερδίζει η (επανα-) πραγμάτευση του αντικειμένου, δεν ταιριάζει στη Φιλοσοφία να παραμένει αμέτοχη.
Από την πλευρά της φιλοσοφίας, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της δημιουργίας τού κόσμου κύριο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πραγμάτευση του ερωτήματος σχετικά με το «αν» υπήρξε κάποτε μία τέτοια δημιουργία, ενώ σε δεύτερη μοίρα έρχεται η προβληματική (για τη μία μόνο μερίδα των φιλοσόφων) σχετικά με το «πώς» αυτή συνέβη.
Στην πραγματικότητα, το πρώτο και κύριο ερώτημα συμβάλλει αποφασιστικά στην κλασική διαίρεση των φιλοσόφων σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: από τη μία πλευρά συμπαρατάσσονται εκείνοι που θεωρούν ότι ο χρόνος και ο χώρος είναι άπειροι· στην κοσμοθεωρία αυτή δεν υπάρχει αδήριτη ανάγκη για μια πρώτη αρχή η οποία θα δώσει εναρκτήρια κίνηση στη ζωή. Από την άλλη πλευρά συνασπίζονται εκείνοι που δέχονται ότι, έστω και για μία και μοναδική φορά στην ιστορία του σύμπαντος, δημιουργήθηκε ύλη από το τίποτα. Η δεύτερη αυτή προσέγγιση αφήνει ανοιχτά τα φιλοσοφικά παραθυράκια για την ύπαρξη μιας εξωτερικής προς το σύμπαν κινητήριας δύναμης, μολονότι, πολλές φορές, με την περιγραφή της πρωταρχικής αυτής στιγμής, δεν κατονομάζεται ρητά μια υπερβατική ζωοποιός αρχή, αλλά σκιαγραφείται μια αναίτια κρίση αυτό-δημιουργίας τού σύμπαντος.
Τέτοια είναι και η κυρίαρχη σήμερα (με τη συνδρομή των διαθέσιμων δεδομένων από την επιστήμη τής Φυσικής) φιλοσοφική αντίληψη για το απώτατο παρελθόν μας: η θεωρία της λεγόμενης «μεγάλης έκρηξης» επιχειρεί να εξηγήσει πώς από το τίποτα δημιουργήθηκαν τα πάντα, η ύλη, ο χώρος και ο χρόνος· πραγματοποιείται έτσι, ουσιαστικά, μια «αναγωγή στην άγνοια», όπως θα παρατηρούσε, ίσως, ο Σπινόζα.

Σε κάθε περίπτωση, το σύμπαν μας είτε δημιουργήθηκε, είτε όχι. Ενδιάμεσες θέσεις δεν μπορούν να ισχύουν. Το αξίωμα αυτό εκ των πραγμάτων οδηγεί, προκαταβολικά μάλιστα, στην κατηγορηματική διαπίστωση ότι ένα μεγάλο φιλοσοφικό στρατόπεδο, με όλες τις εξέχουσες προσωπικότητες που μπορεί να διαθέτει, υποπίπτει σε σφάλμα, τουλάχιστον ως προς το θέμα της κοσμογονίας.
Αρχή, το ήμισυ του παντός
Για τον καθημερινό άνθρωπο, το πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου είναι όσο πιο απόμακρο γίνεται, όσο και η χρονική στιγμή της έναρξης της κοσμογονίας, η οποία προσδιορίζεται (σύμφωνα με την κυρίαρχη επιστημονική εκτίμηση) σε δισεκατομμύρια χρόνια πριν από τη σύγχρονη εποχή.
Βέβαια η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος μας, για να μπορέσει να λειτουργήσει μέσα σ’ αυτόν, όπως αντίστοιχα δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς πώς κατασκευάστηκε μια συσκευή, για να μπορέσει να τη χρησιμοποιήσει. Ωστόσο, αν επιθυμεί κανείς να διασφαλίσει τη δυνατότητά του να αξιοποιεί σε όφελός του, να επεμβαίνει ή να παρεμβαίνει με ουσιαστικό τρόπο σε ένα αντικείμενο, όπως στην περίπτωση του τεχνικού που θέλει να διορθώσει ένα χαλασμένο μηχάνημα, είναι αναγκαίο να γνωρίζει όσο το δυνατόν βαθύτερα τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για να κατασκευαστεί, για να δημιουργηθεί το αντικείμενο. Ομοίως, η ενίσχυση της δυνατότητάς μας, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, να δράσουμε, να εργαστούμε αποτελεσματικά στο σύμπαν που μας περιβάλλει, περνάει μέσα από την εμπέδωση της λειτουργίας του κόσμου μας, περνάει μέσα από γνώση της συγκρότησής του.
Το πρόβλημα της αρχής του κόσμου, όσο απομακρυσμένο και θεωρητικό κι αν ακούγεται, κρύβει ωστόσο μέσα του μεγάλα και πυκνά κομμάτια από τους γενικότερους και ουσιωδέστερους προβληματισμούς του ανθρώπινου πνεύματος, για την ύπαρξη, ή όχι, μιας μεταφυσικής αρχής που δίνει το πρώτο έναυσμα της κίνησης και της ζωής, για τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας τού σύμπαντος, για την αναγκαιότητα και τον σκοπό της ύπαρξης της ζωής γενικά, και του ανθρώπου συγκεκριμένα. Το ερώτημα που ζητά να γνωρίσει «αν» υπήρξε ποτέ αρχή του κόσμου, εφόσον λάβει καταφατική απόκριση, δεν μπορεί να παραμένει εκεί· σύντομα (και εύλογα) το «αν» μετατρέπεται σε «γιατί».
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, φέρεται να ισχυριζόταν ο Πυθαγόρας. Το βέβαιο είναι ότι μια στρεβλή αντίληψη για την αρχή του κόσμου, αφήνει πολλά περιθώρια για συνεπαγόμενα σφάλματα στους κυριότερους -αν όχι σε όλους- κλάδους της φιλοσοφίας.
Η Επιστήμη της Φυσικής, για την αρχή του κόσμου
Όταν γίνεται λόγος για το «σύμπαν», δηλώνεται υπό τον όρο το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και το απέραντο κοσμικό διάστημα με ό,τι περιέχει. Το σύνολο αυτό, με την εξέλιξη της επιστήμης και την τελειοποίηση τόσο των αστρονομικών οργάνων όσο και των μεθόδων παρατήρησης, διαρκώς «μεγεθύνεται»· οι εσχατιές του παρατηρήσιμου κοσμικού διαστήματος μετατοπίζονται σε νέα, πιο απομακρυσμένα κάθε φορά όρια.
Τα σύμπαν το οποίο, εξ ορισμού, περιέχει τα πάντα και είναι το περιεχόμενο της αλληλοσύνδεσης των πάντων, δεν γνωρίζει ακινησία και στασιμότητα, αλλά αδιάκοπη κίνηση και αλλαγή. Στο σύμπαν γεννιούνται καινούρια αστέρια και σβήνουν τα παλιά, νέοι αστρικοί σχηματισμοί διαμορφώνονται και φθίνουν, πάντα κάτι γεννιέται και αναπτύσσεται, κάτι καταστρέφεται και οδηγείται στο τέλος του.
Υπήρξε άραγε κάποιος καιρός που το σύμπαν δεν υπήρχε, αλλά γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε; Έχει αρχή μέσα στον χρόνο και όρια μέσα στο χώρο; Η συζήτηση γύρω από τέτοια ερωτήματα, η οποία ποτέ δεν έπαψε να διεξάγεται αντιπαραθέτοντας την επιστήμη στη θεολογία και αντίστοιχα μεταξύ τους διαφορετικές κατευθύνσεις του φιλοσοφικού στοχασμού, αναζωπυρώθηκε και έγινε ξανά επίκαιρη στις μέρες μας. Σ’ αυτό συνέβαλε η εντυπωσιακή ανακάλυψη του σωματιδίου Χιγκς και η σύνδεση των ερευνών για το υποατομικό αυτό σωματίδιο με τη θεωρία της «μεγάλης έκρηξης».
Σε κάθε σημαντική ανακάλυψη που σημειώνει βήματα διείσδυσης στον φυσικό κόσμο, η γενική συζήτηση για την ουσία των πραγμάτων, τον κόσμο, το σύμπαν, αναπαράγεται, επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενό της με βάση τα καινούρια κάθε φορά στοιχεία που προσκομίζει η επιστημονική έρευνα.
Το σωματίδιο Χιγκς και το θεωρητικό σχήμα της μεγάλης έκρηξης δεν συνάγονται το ένα από το άλλο. Η ανακάλυψη του σωματιδίου Χιγκς (η οποία ενδέχεται να επικυρωθεί σύντομα οριστικά) δεν σημαίνει και επικύρωση της θεωρίας της μεγάλης έκρηξης, η οποία έχει άλλη βάση θεμελίωσης. Ενισχύει όμως τα επιχειρήματά της , τα οποία πρέπει ωστόσο να ξεχωρίσουμε από τα προκατασκευασμένα επιχειρήματα των «δημιουργιστών» που συγκαταλέγονται στους υποστηρικτές της θεωρίας, γιατί, κατ’ αυτούς, αποδεικνύει την ύπαρξη του δημιουργού, του Θεού.
Το σωματίδιο Χιγκς, ερήμην του πνευματικού του πατέρα, προβάλλεται, όπως είναι γνωστό, ως το «σωματίδιο του Θεού» , ενώ η θεωρία της μεγάλης έκρηξης ως η θεωρία που επιβεβαιώνει την «αρχή» του κόσμου, και τη δημιουργία του σύμπαντος.
Είναι φανερό πως οι επιστημονικές θεωρίες και οι δαίδαλοι των εννοιών, των σχέσεων, των εξισώσεων, που περιγράφουν τα τεκταινόμενα στον κόσμο της Μικροφυσικής ή της Αστροφυσικής, παραμένουν ακατάληπτα ιερογλυφικά, για κάθε αμύητο στις φυσικές επιστήμες και στα απαιτητικά μαθηματικά. Στην επικράτεια των επιστημών αυτών, οι νέες έννοιες που διαρκώς αναδύονται στην πορεία διείσδυσης στον φυσικό κόσμο (για να εκφράσουν ακριβώς τις νέες οντότητες και καταστάσεις που αποκαλύπτει η έρευνα, μορφές της ύλης, αλληλεπιδράσεις, μετασχηματισμούς) θέτουν ήδη ζητήματα που υπάγονται στη σφαίρα της φιλοσοφικής θεώρησης.
Η συζήτηση βέβαια που οριοθετεί το περιεχόμενό της στα στοιχεία και τα δεδομένα της επιστημονικής έρευνας, στις εικασίες και στα συνακόλουθα κάθε φορά, συμπεράσματά της, δεν είναι φιλοσοφία, αλλά θεωρία των φυσικών επιστημών. Από την άλλη, φιλοσοφία σε απόσπαση από τα δεδομένα αυτά, φιλοσοφία που οικοδομεί τους συλλογισμούς της σε αναντιστοιχία με αυτά, είτε τα απαξιώνει προκαταβολικά αν αντιβαίνουν στις δικές της αλήθειες που προϋπάρχουν κάθε έρευνας, είτε τα αξιοποιεί νουθετώντας την επιστήμη (ή απαιτώντας από αυτήν) να τα χρησιμοποιήσει για να «αποδείξει» τη θεϊκή δημιουργία, δεν είναι φιλοσοφία, αλλά θεολογία.
Αν έγινε ή δεν έγινε η «μεγάλη έκρηξη», αν είναι ή δεν είναι επιστημονικά βάσιμη και επαρκώς θεμελιωμένη η αμφιλεγόμενη θεωρία, δεν είναι ζήτημα που θα λύσει η φιλοσοφία, αλλά οι φυσικές επιστήμες. Στην πορεία ανάπτυξης της γνώσης μας (για τη φύση, το σύμπαν) η επιστημονική έρευνα είναι η μόνη που μπορεί να επικυρώσει, να τροποποιήσει σοβαρά ή και να αναιρέσει τη θεωρία αυτή όπως και κάθε άλλη.
Για τον φιλοσοφικό υλισμό, το σύμπαν έχει ιστορία μέσα στον χρόνο και αυτή είναι ταυτόχρονα η ιστορία αέναης κίνησης, αλλαγών και ατελείωτης σειράς καταστάσεων, μορφών και μετασχηματισμών της ύλης μέσα στον άπειρο χώρο και χρόνο.
Από την άποψη του φιλοσοφικού υλισμού, η προέλευση του «σύμπαντος» από μια «αρχική» έκρηξη, πρέπει να νοείται μόνο με τη σχετική έννοια: Αφενός το σύμπαν ως νοητική γενίκευση που αλληλοσυνδέει σε ενιαίο όλον, το σύνολο των συγκεκριμένων υπαρχόντων ουρανίων σωμάτων, αντικειμένων, κ.λπ. του κοσμικού χώρου που μας αποκαλύπτει η έρευνα· αφετέρου, με την πλατύτερη σημασία, το σύμπαν ως νοητική γενίκευση που περιλαμβάνει τα πάντα, συνεπώς και όσα υπάρχουν (μετά την υποτιθέμενη έκρηξη) και όσα προϋπήρξαν (από αυτήν).
Με σχετική επίσης έννοια πρέπει να προσεγγίζεται ο όρος «αρχικός»· με την έννοια, δηλαδή, ότι μία αρχική έκρηξη, συνιστά μεν απαρχή υλικών διαδικασιών σχηματισμού των υπαρχόντων ουρανίων σωμάτων, δεν προϋποθέτει ωστόσο κάποια εξωτερική ώθηση ενός δημιουργού, αλλά προϋπάρχουσες στον χώρο και το χρόνο ατέλειωτες καταστάσεις, ιδιότητες και μορφές της ύλης, ή και αναρίθμητες εκρήξεις στον άπειρο χώρο και χρόνο.
Στο σύμπαν περιλαμβάνεται «κάθε τι που υπάρχει»· όλα αυτά που γνωρίζουμε, αλλά και εκείνα που υπήρχαν αλλά δεν ήταν πρωτύτερα γνωστά και αποκαλύφθηκαν κατοπινά, καθώς και όσα επίσης υπάρχουν, αλλά δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί.
Αλλά τι σημαίνει «υπάρχουν»; Και πώς υπάρχουν; Υπάρχουν σαν ατελή αντίγραφα, σαν χλωμές αντανακλάσεις της Ιδέας (ή του Πνεύματος) που είναι πάνω από τον αισθητό κόσμο, έξω από αυτόν (ή σε έναν θόλο «πανταχού») και πριν απ’ αυτόν; Υπάρχουν μόνο χάρη στο υποκείμενο που τα αντιλαμβάνεται, αποτελούν μόνο συνδυασμούς αισθημάτων, παραστάσεων, αντιλήψεων, ιδεών του υποκειμένου; Η ύπαρξη του αντικειμένου έχει σαν προϋπόθεση το υποκείμενο;
Ή, εντελώς αντίστροφα, οι ιδέες, οι αντιλήψεις, οι παραστάσεις μας, είναι αντανακλάσεις των πραγμάτων, του κόσμου που υπάρχει πραγματικά, αντικειμενικά, και αντανακλάται από τις αισθήσεις μας αφού υπάρχει ανεξάρτητα από αυτές; Η σκέψη, τελικά, δημιουργεί τον κόσμο ή ο κόσμος τη σκέψη;
Σύμφωνα με τον φιλοσοφικό υλισμό, η νόηση είναι αδύνατον να υπάρχει χωρίς ύλη, ενώ η ύλη υπάρχει ανεξάρτητα από τη σκέψη, από τη νόηση. Φυσική πεποίθηση των ανθρώπων, είναι, βέβαια, ότι ο κόσμος όλος υπάρχει πραγματικά, υπήρχε προτού οι ίδιοι γεννηθούν και θα υπάρχει και όταν θα εκλείψουν. Την απολύτως λογική αυτή πεποίθηση των «κοινών» ανθρώπων, φαίνεται μάλλον παράδοξο ότι τα συμπεράσματα ορισμένων σοφών δεν τη συμμερίζονται ή (για να βγουν από τα αδιέξοδα ενός απερίφραστα υποκειμενικού κόσμου που προσεγγίζει τον φιλοσοφικό παραλογισμό) ταλαντεύονται και πλαγιοδρομούν μπροστά στην παραδοχή της.
Μερικοί από τους λόγους στους οποίους οφείλονται τέτοιου είδους συμπεράσματα, βρίσκονται ως ένα σημείο στο ίδιο το γεγονός του αφηρημένου μαθηματικού χαρακτήρα της φυσικής θεωρίας, στην αδυναμία να δοθεί το συγκεκριμένο σχήμα των μικροσωμάτων, στο ότι είναι απρόσιτα στην άμεση παρατήρηση.
Στις συγχύσεις, αρχικά τουλάχιστον, πολύ συνέτεινε επίσης το γεγονός ότι στον επιστημονικό κόσμο ήταν διαδεδομένη η λαθεμένη ταύτιση της έννοιας «μάζα» με την έννοια γενικά της «ύλης», η οποία κρατούσε από τον καιρό του θεμελιωτή της μηχανικής Νεύτωνα. Έτσι η διάσημη εξίσωση του Αϊνστάιν έφτασε να ερμηνεύεται από αρκετούς, σαν σχέση «ύλης» από τη μια μεριά και «άυλης» ενέργειας από την άλλη. Αλλά η μοναδική “ιδιότητα” της ύλης, με την αναγνώριση της οποίας συνδέεται ο φιλοσοφικός υλισμός, είναι η ιδιότητα να είναι αντικειμενική πραγματικότητα, να υπάρχει έξω από τη συνείδησή μας.
Συνεπώς, και η ενέργεια είναι ιδιότητα της ύλης, ύλη είναι επίσης οι ακτινοβολίες, τα φυσικά πεδία, τα ηλεκτρομαγνητικά και πυρηνικά πεδία, και ούτω καθεξής. Όλα όσα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη συνείδηση, περιλαμβάνονται στην έννοια ύλη. Κάθε βήμα στην εξέλιξη της επιστήμης, βγάζοντας στο φως όλο και καινούριες ιδιότητες της αντικειμενικής πραγματικότητας, πλουτίζει το περιεχόμενο της έννοιας «ύλη», που δεν δημιουργείται ούτε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες εξαφανίζεται, αλλά υπάρχει, αιώνια κινούμενη και εξελισσόμενη στο χώρο και τον χρόνο. Η σχέση της συνείδησης προς την υλική πραγματικότητα, συνίσταται στο ότι η συνείδηση αντανακλά την υλική πραγματικότητα, τη γνωρίζει. Τα όρια στη γνώση της φύσης είναι για την ανθρώπινη επιστήμη που προοδεύει, πρόσκαιρα, σχετικά, κατά προσέγγιση. Η γνώση μας για τη φύση δεν θα γνωρίσει τέλος, γιατί η φύση δεν έχει τέλος, όπως δεν έχει και αρχή.

Επίλογος
Το ανθρώπινο πνεύμα εισέρχεται σε κατάσταση αναστάτωσης όταν επιχειρεί να συλλάβει νοητικά τόσο τον χρονικό προσδιορισμό «πάντα» ή «ανέκαθεν», όσο και τον χωρικό προσδιορισμό «παντού». Ένα σύμπαν δίχως όρια, δίχως στιγμή δημιουργίας, δίχως αρχή, μέση και τέλος, εξεταζόμενο τόσο από την άποψη του χρόνου, όσο και από την άποψη του χώρου, αποτελεί εκ των πραγμάτων το μέγιστο μέγεθος και ένα αντίστοιχο σε διαστάσεις στοίχημα για την πεπερασμένη ανθρώπινη εμπειρία.
Ο ανθρώπινος νους, αφενός υποκείμενος στις κυρίαρχες, κατά τις διάφορες ιστορικές περιόδους, ιδεολογικές πιέσεις (οι οποίες επιζητούν τη «στιγμή δημιουργίας», για να στρώσουν το έδαφος για την ύπαρξη ενός «δημιουργού»), αφετέρου αποπειρώμενος να «ανακουφίσει» την πνευματική του «τρικυμία», έχει επιλέξει, προς το παρόν, να δώσει μια ερμηνεία που δέχεται τη χρονική έναρξη του σύμπαντος (έστω κι αν κάτι τέτοιο κοστίζει φιλοσοφικά, διότι απαιτεί και τη χρονική λήξη του), καθώς και απόμακρα, απρόσιτα, αλλά υπαρκτά, «όρια» του σύμπαντος.
Έχει τη σημασία της η παρατήρηση ότι ακόμη και γνωστά υλιστικά συστήματα διαχρονικά έχουν επιδείξει σημάδια δισταγμού στο προκείμενο: επέλεξαν να μην προχωρήσουν σε σύγκρουση με την κυρίαρχη (μέχρι και σήμερα) ιδέα της ύπαρξης χρονικής αφετηρίας του σύμπαντος, και, βάζοντας «νερό στο κρασί τους», μιλούν πολλές φορές για έναρξη του χώρου και του χρόνου, για γέννηση από το τίποτα, για δημιουργία εκ του μη όντος. Καταλήγουμε να έχουμε υλιστικά συστήματα που υιοθετούν κοσμογονίες …ιδεαλιστικού τύπου.
Από την άλλη πλευρά, σήμερα ποιος υλιστικά συνεπώς σκεπτόμενος νους δεν θα γελάσει όταν επιχειρήσει να φανταστεί τα χωρο-χρονικά «σύνορα» του σύμπαντος; Αλήθεια, τι συμβαίνει πάνω στα σύνορα αυτά; από τη μία πλευρά υπάρχει ύλη, κι απ’ την άλλη το Τίποτα; από τη μία πλευρά υπάρχει χώρος και χρόνος, κι απ’ την άλλη το χωροχρονικά αδιαμόρφωτο;
Καλώς ή κακώς, τα νέα επιστημονικά δεδομένα της Φυσικής, δεν θα δώσουν σε καμία περίπτωση οριστική απάντηση στο ζήτημα της αρχής του κόσμου, αλλά θα αποτελέσουν εφαλτήριο φιλοσοφικών ερμηνειών, υλιστικών και ιδεαλιστικών. Η γνώση μας αυξάνεται, τα δύο φιλοσοφικά στρατόπεδα παραμένουν.

Δημήτρης Κουφοβασίλης

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το