«..κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε
ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ
ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα…
γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον….»

Ηράκλειτος

Εικοσιπέντε αιώνες τώρα, από την αρχή σχεδόν της εμφάνισης του ‘’λόγου”, της φιλοσοφίας και της επιστήμης, απασχολεί φιλοσόφους, στοχαστές, θεολόγους, επιστήμονες, ποιητές και άλλους η σχέση του μύθου με το λόγο, όπως και η μετάβαση της ανθρώπινης νόησης από τον ένα τρόπο νόησης στον άλλο, κάτι που συνδέεται άρρηκτα με τη γέννηση της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Προφανώς το ζήτημα είναι θεμελιακό, κομβικό, έχει πολλές πτυχές, επιδέχεται πολλές προσεγγίσεις και γι’ αυτό θα συνεχίσει να προσφέρεται ως θέμα μελέτης σε πολλούς ερευνητές στο απροσδιόριστο μέλλον. Ο όγκος των εργασιών, των βιβλίων, των άρθρων, των σχολίων που έχει παραχθεί είναι τεράστιος και ανεξάντλητος, καθώς έχουν δουλέψει τόσοι πολλοί, για γενεές πολλές, σε πλανητική κλίμακα, πάνω σε αυτό το ζήτημα. O λόγος γεννήθηκε, όταν και επειδή αμφισβήτησε το μύθο στο ύψιστο επίπεδο, στο επίπεδο της κοσμοθεωρίας, στην ερμηνεία του όλου, στον ορισμό του “Είναι”, του κόσμου, του σύμπαντος. Αυτό βέβαια δεν έγινε ξαφνικά και αναίτια, δεν παύει όμως να είναι μια τομή στο συνεχές της εξέλιξης. Μοιάζει δε με τη μυθική ανατροπή του Κρόνου από τον Δία, έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο λόγος είχε διαθέσεις ανατροπής προς τους γεννήτορες ή καλύτερα επιδιώξεις απελευθερωτικές ή και τα δυο μαζί. Ξεκινά λοιπόν ο λόγος την ύπαρξή του ως άρνηση, ως αμφισβήτηση, ως αντίθεση, ως αντίπαλος και εχθρός. Η μεγάλη αντιπαλότητά τους (μύθου και λόγου) είναι ανάλογη της κοινής προέλευσής τους, της γειτνίασής τους και των κοινών στοιχείων που αναγκάζονταν να μοιραστούν. Η σχέση μύθου και λόγου είναι διαλεκτική. Ο λόγος είναι μύθος αντεστραμμένος, γιατί και αυτός προϋπήρξε ως σκέψη μυθοποιημένη, ως προβολή του υποκειμενικού κόσμου της νόησης, της φαντασίας στον αντικειμενικό κόσμο του ‘’Είναι”. Αυτοί οι δυο (μύθος και λόγος) στήνουν μια πάλη, ένα χορό, έναν αιώνιο χορό, που το στροβίλισμά του προάγει την ανθρώπινη εξέλιξη.
Εκτός πολλών άλλων αυτό φαίνεται και από τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα των μελετητών στην ιστορία της φιλοσοφίας και όχι μόνο, που έχουν συγκροτηθεί έκτοτε πάνω στο ζήτημα. Το ένα υποστηρίζει, προβάλλει και τονίζει τις διαφορές, τις ρήξεις, τις τομές μεταξύ των δυο, το άλλο τις κοινές καταβολές και τη συνέχεια. Αν θεωρήσουμε πως η ρήξη, η σύγκρουση, η ανατροπή συνδυάζεται με τη συνέχεια και τη διαδοχή, τότε έχουν δίκιο και άδικο και οι δύο.
Διαφορές μύθου και λόγου

1. Στη μυθική σκέψη συγχέονται το υποκειμενικό με το αντικειμενικό, το όνειρο και η φαντασία με την πραγματικότητα, το “είναι” με το “φαίνεσθαι”, τα ανθρώπινα συναισθήματα με τις φυσικές δυνάμεις.
«Στη μυθολογική ταύτιση του υποκειμενικού και του αντικειμενικού έγκειται η πηγή της παρατηρούμενης στη μυθολογική συνείδηση ενότητας της υποκειμενικής εικόνας και του αντικειμενικού φαινομένου, στη μη διάκριση του υποκειμένου και του αντικειμένου(…) Ο δημιουργημένος από τη μυθολογική φαντασία κόσμος δεν είναι τεμαχισμένος σε υποκειμενικό και αντικειμενικό, είναι ενιαίος και ακέραιος» (Θεοχάρης Κεσσίδης, από το μύθο στο λόγο, σελ. 60).(1)
Αντίθετα ο λόγος δημιουργεί και δημιουργείται από τη διάκριση του ανθρώπου με τον γύρω του κόσμο και από τη διάκριση του ατόμου με την κοινότητα, γι’ αυτό απαιτεί τη διάρρηξη της ενότητας της φυλετικής κοινωνίας. Ο λόγος διακρίνει τον κόσμο σε υποκειμενικό και αντικειμενικό, διακρίνει το “ εγώ” από την κοινότητα.

2. Η λυρική ποίηση (εκφράζει μια κοινωνία διαιρεμένη ήδη ταξικά, προετοιμάζει τις συναισθηματικές και νοητικές προϋποθέσεις ανάπτυξης του λόγου) διαφέρει από την επική ποίηση, γιατί εξετάζει, τραγουδά το παρόν, το εδώ, το άτομο και τα συναισθήματά του, ενώ η επική υμνεί το παρελθόν, τους ευγενείς προγόνους, τη φυλή, το μύθο. Με τη λυρική ποίηση ουσιαστικά γίνεται η ανακάλυψη του «εγώ» … γίνεται ακόμα η ανάδειξη της εμπειρίας και του βιώματος, του βιώματος της πραγματικότητας.

3. Η γλώσσα του μύθου είναι η γλώσσα της ποίησης, της επικής ποίησης, του έπους, αντίθετα του λόγου είναι ο πεζός λόγος.(2)

4. Εικόνα- έννοια: O άνθρωπος στο μύθο μιλάει, εκφράζεται με εικόνες και σύμβολα. Τα στοιχεία της φύσης, οι δυνάμεις της, οι διάφορες μορφές της ενέργειάς της, της κίνησής της προσωποποιούνται, εικονοποιούνται, καθίστανται αυθύπαρκτες και συχνά θεοποιούνται. Το ίδιο συμβαίνει με τις ανθρώπινες σχέσεις, με τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης, με τις αντιλήψεις και τους κανόνες.
Αντίθετα ο λόγος κατασκευάζει έννοιες, επεξεργάζεται αφαιρέσεις έως τη μέγιστη απόσταση από την πληρότητα της πραγματικότητας, έως τον “καθαρό” λόγο, έως την απαλλαγή της από τα στοιχεία της αισθητηριακής, της εμπειρικής γνώσης, έως την “καθαρή” έννοια, έως τις μαθηματικές έννοιες.

Στην εξελικτική πορεία της ανθρώπινης νόησης υπάρχει μετάβαση από την εικόνα στην έννοια, από την εμπειρική γνώση στη λογική γνώση. Αυτή η ίδια η δυνατότητα μετάβασης επιτρέπει την αντίστροφή της. Μπορεί λοιπόν μια έννοια να αποδοθεί ως σύμβολο, ως εικόνα ακόμα και να προσωποποιηθεί. Αυτή η αντιστροφή μπορεί να εξυπηρετεί και να οφείλεται σε καλλιτεχνικούς, νοηματικούς ή και θρησκευτικούς λόγους.

5. Αλήθεια: «Στις θρησκευτικές- μυθολογικές αφηγήσεις η κληρονομημένη από την παράδοση “αλήθεια” κοινοποιείται (αφηγείται), αλλά δεν αποκαλύπτεται, μεταδίνεται, αλλά δεν γνωρίζεται (ελέγχεται ). Μιας και είναι απόφθεγμα και αποκάλυψη, δεν έχει ανάγκη από συζήτηση και τεκμηρίωση, από επιχειρηματολογία και απόδειξη». (Σελ. 159, Θεοχάρης Κεσσίδης) (3)
Το μύθο δεν τον απασχολεί το ζήτημα της απόδειξης. Δεν έχει ανάγκη να αποδείξει κάτι, ούτε μπορεί. Στο κόσμο του μύθου δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού, μεταξύ αληθινού και ψεύτικου, γιατί το υποκειμενικό και το αντικειμενικό ταυτίζονται. Επομένως το μυθικό είναι πραγματικό και το πραγματικό μυθικό, μυθικό και πραγματικό είναι ένα και το αυτό. Αυτός δεν μπορεί να λέει ψέματα, γιατί δεν μπορεί να λέει αλήθειες.
Ο μύθος χρησιμοποιεί εικόνες, παραστάσεις, αναπαραστάσεις, σύμβολα. Η
ίδια η λέξη «εικόνα» παραπέμπει στο αρχαίο ρήμα «ἔοικα», δηλαδή «ομοιάζω». Έτσι η εικόνα ορίζεται ως ομοίωμα της πραγματικότητας, οπότε η συμφωνία της εικόνας, της παράστασης, της αναπαράστασης με την πραγματικότητας είναι προφανής και θεωρείται αυταπόδεικτη, από την προέλευσή της, από τη φύση της, από τη μορφή της. Η συμφωνία λοιπόν μύθου – πραγματικότητας τίθεται ως δεδομένη, συχνά μάλιστα αποδίδεται σε θεία έμπνευση, αποκάλυψη, ενόραση, φώτιση.
Αντίθετα, ο λόγος προϋποθέτει τη διάκριση του υποκειμενικού κόσμου της νόησης από τον αντικειμενικό κόσμο, την αναγνώριση της διαφορετικότητάς τους. Οπότε η συμφωνία ονόματος και πράγματος δεν θεωρείται πια δεδομένη αλλά ζητούμενο. Η έννοια του αληθινού έχει πια
γεννηθεί και είναι η σχέση της νόησης με το “Είναι”. Έτσι ο λόγος δεν είναι βεβαιότητα, δεν είναι στάση αλλά πορεία, ταξίδι, ανίχνευση της αλήθειας. Αποτολμώντας την πιστή και ακριβή καταγραφή των γεγονότων πρέπει να μετρήσει με ακρίβεια, να προσκομίσει μαρτυρίες και πειστήρια, να αναφέρει τις πηγές του, να παραθέσει αντίθετες απόψεις, να τεκμηριώσει λογικά τη θέση του, να προσφέρει εργαλεία ελέγχου της αλήθειας του. Επιλέγοντας την ερμηνεία της πραγματικότητας μέσω εννοιών οφείλει να τις έχει επεξεργαστεί και ορίσει με ακρίβεια, να ακολουθεί κανόνες ορθού συλλογισμού, να δείχνει τις σχέσεις πραγμάτων, καταστάσεων, γεγονότων, τις αιτιώδεις σχέσεις, να αποζητά τη συμφωνία και την κριτική των συνομιλητών, όπως και να δείχνει κάθε φορά, σε κάθε βήμα, τη συμφωνία των θέσεών του με τα γεγονότα της πραγματικής ζωής. Η αλήθεια του ελέγχεται με δυο βασικά κριτήρια, με τη συμφωνία της μέγιστης πλειοψηφίας των ανθρώπων στο μέγιστο δυνατό τόπο και χρόνο αυτών που ασχολούνται με το εκάστοτε θέμα και λειτουργούν με βάση το λόγο (τη λογική) και τη συμφωνία με τη φύση, με την πραγματικότητα, με την πράξη.

Το κριτήριο της αλήθειας συνδέεται με το θεμελιώδες για τη φιλοσοφία ζήτημα της πραγματικότητας, του “Είναι”, και κατά λογική ακολουθία με τα ζητήματα της γνωσιοθεωρίας.

6. Γνώση: Ο Πλάτωνας παρατηρεί: «η γνώση είναι πίστη αληθής μετά λόγου». Συνδέει λοιπόν τη γνώση με την αλήθεια και τη λογική. «Η φιλοσοφία συγκροτείται ως δραστηριότητα μέσω μιας σειράς θεμελιωδών ερωτημάτων που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς μας να αποκτήσουμε μια ευρεία και συνεκτική κοσμοεικόνα και να κατανοήσουμε τη σχέση μας με την πραγματικότητα αλλά και τη θέση μας εντός αυτής»[4] (Στάθης Ψύλλος 24/2/2011). (Εκτός των ερωτημάτων που θέτει παίρνει
και θέσεις, αντιτιθέμενες συχνά, πάνω σε φιλοσοφικά θέματα, κοσμοθεωρίας, του όλου, για τη σχέση ύλης και πνεύματος, για το Είναι, το λόγο, κλπ. Όταν αποτολμά να ορίσει το “Είναι” ασκεί τη δύναμή της, την εξουσία της.) Η φιλοσοφία είναι ο καταλύτης που πολλαπλασιάζει την ανθρώπινη γνώση, γιατί τα ερωτήματα που θέτει προκαλούν ζήτηση γνώσης, αναζήτησης, έρευνας. Όλο και περισσότερης και πιο έγκυρης γνώσης. Αμφισβητώντας τις γνώσεις, που είχαν κατακτήσει οι άνθρωποι πριν τη φιλοσοφία, το λόγο, την επιστήμη, απαιτεί την λογική και εμπειρική τεκμηρίωσή τους και προκαλεί τη γέννηση και τη βελτιωτική διαλεκτική εξέλιξη της ίδιας της φιλοσοφίας, της επιστήμης, των πολλαπλασιαζόμενων επιστημονικών τομέων και κλάδων, της λογικής.

7. α) Διάλογος: Προέρχεται από την απλή καθημερινή συνομιλία αλλά εξελίσσεται σε μορφή οργανωμένης επικοινωνίας. Προϋποθέτει βούληση για αναζήτηση της αλήθειας (δια μέσω της ετυμηγορίας) επομένως ρητή ή άρρητη ομολογία άγνοιάς της, διαφωνία, αντίλογο και αντιπαράθεση απόψεων, διαφορετικές προσεγγίσεις αλλά συμφωνία αντικειμένου συζήτησης, θέματος. Προϋποθέτει ακόμα ελευθερία έκφρασης των
διαλεγομένων, κοινή γλώσσα, κοινό κώδικα επικοινωνίας, σεβασμό της προσωπικότητάς τους, τήρηση των κανόνων της ισονομίας, της ισηγορίας, της λογικής. Για να τηρούν όμως ενσυνείδητα αυτούς τους κανόνες οφείλουν να έχουν κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ προσώπου και άποψης. Άτομο και γνώμη είναι αδιαχώρητα μεν (δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο)
διακριτά δε και ακόμα περισσότερο καθώς το άτομο δύναται να αλλάζει γνώμη. Στο διάλογο δεν στρεφόμαστε εναντίον του προσώπου αλλά εναντίον της παράλογης, της αναληθούς άποψης, καταδεικνύοντας με επιχειρήματα τις λογικές της αντιφάσεις. Όπλο των διαλεγομένων είναι η πειθώ, σκοπός η διόρθωση των εσφαλμένων απόψεων, στη λογική «…να
θεραπεύσουμε την αρρώστια για να σώσουμε τον άρρωστο
», όπως υποστήριζε ο Μάο αναπτύσσοντας τις θέσεις του «για τη λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού».
Ο διάλογος είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με τουλάχιστον δυο παίκτες και ο ένας είναι πολύτιμος για τον άλλο.
Προφανώς το πλαίσιο λειτουργίας του διαλόγου είναι η δημοκρατία έτσι που διάλογος και δημοκρατία να αποζητούν το ένα το άλλο.

7. β) Ιδεολογική πάλη: Το “Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί” κατά τον Ηρά-
κλειτο ισχύει και για τη φιλοσοφία. Γι’ αυτό λέγεται πως ο φιλοσοφικός λόγος, αναπτύσσεται σε περιβάλλον ανταγωνιστικού διαλόγου.
Στην πραγματική ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών σπάνια συνυπάρχουν οι
απαραίτητες και αναγκαίες συνθήκες που επιτρέπουν το δημοκρατικό διάλογο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο λόγος μετατρέπεται σε όπλο, σε μέσο, σε εργαλείο επικράτησης επί των αντιπάλων στις κοινωνικές συγκρούσεις ή σε δύναμη απελευθέρωσης των καταπιεσμένων. Έτσι οι ιδεολογικές, μυθικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις εντάσσονται και υπηρετούν τις κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες
όμως αναγκαστικά επενδύονται με ιδεολογικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές θέσεις, επειδή “γυμνές”, χωρίς αυτές, δεν μπορούν να διεξαχθούν. Καθόλου παράδοξο δεν είναι λοιπόν που στην ιστορική διαδρομή των κοινωνιών οι συγκρούσεις παίρνουν τη μορφή και εμφανίζονται ως συγκρούσεις θρησκευτικές, ιδεολογικές και κάποτε φιλοσοφικές. Ή που οι φιλόσοφοι, οι σχολές τους, η ίδια η φιλοσοφία, πρωταγωνιστούν ή είναι θύματα τέτοιων συγκρούσεων. Άλλωστε δεν παράγεται ούτε υπηρετεί η ζωή τη φιλοσοφία αλλά το αντίστροφο. Η φιλοσοφία παράγεται από την κοινωνική ζωή και την υπηρετεί. Οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν αποσκοπούν στην επίλυση ιδεολογικών διαφορών αλλά αντίθετα η πάλη των ιδεών χρησιμοποιείται ως όπλο και μέσο για την επιβίωση ή για την επικράτηση των ανταγωνιστών στις κοινωνικές συγκρούσεις όπως και για τη επίλυσή των κοινωνικών αντιθέσεων.

8. Πίστη-αμφισβήτηση: Ο μύθος βασίζεται και έχει ανάγκη την πίστη ενώ ο
λόγος την απόδειξη, την κριτική, την αμφισβήτηση. Λέγεται πως η αμφιβολία είναι εχθρός της θρησκείας αλλά “μητέρα της φιλοσοφίας”.

9. Μορφές επικοινωνίας: ο μύθος μεταδίδεται με την αφήγηση ενώ ο λόγος
επιλέγει το διάλογο, τον αντίλογο, την αντιπαράθεση. Ακόμα και όταν μονολογεί, διαλέγεται, συνομιλεί, απαντά, ασκεί κριτική, ελέγχει, καταδεικνύει τις λογικές αντιφάσεις και ανακρίβειες της αντίπαλης άποψης.

10. Η επιστήμη δεν προέκυψε -ούτε μπορούσε να προκύψει- από το μύθο αλλά αντίθετα προέκυψε από το λόγο και μάλιστα από τη φιλοσοφία, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.(5)
Λόγος
Αυτός που έχει εισαγάγει την έννοια του “ Λόγου” στη φιλοσοφία είναι ο Ηράκλειτος:

ᾧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλοῦσι λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, τούτῳ
διαφέρονται, καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται.
(…) τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει. τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.
(…) διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν.

Υπάρχει μας λέει ο Ηράκλειτος ένας, ενιαίος, μοναδικός κόσμος, ίδιος για όλους και για όλα, αυθύπαρκτος, χωρίς ανάγκη εξωτερικού δημιουργού, ένας κόσμος σε διαρκή εξέλιξη, εν γίγνεσθαι, με δικό του, με “ενσωματωμένο” νόμο, τον “λόγο” (τον κοσμικό λόγο), τον αντικειμενικό λόγο, τον υλικό λόγο. Ο άνθρωπος διαθέτει τον υποκειμενικό λόγο, (τη λογική του) ο οποίος είναι αντίγραφο του κοσμικού λόγου. Αλλά μόνο τότε έχει αξία ο ανθρώπινος λόγος , όταν αποτελεί αντανάκλαση του κοσμικού λόγου, του αντικειμενικού λόγου. Αλλιώς: ο ανθρώπινος υποκειμενικός λόγος έχει αξία, όταν αναγνωρίζει τον καθολικό κοσμικό λόγο ως πηγή προέλευσής του, όταν έχει συνείδηση και επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχει κοσμικός λόγος και επιδιώκει την προσέγγισή του σε αυτόν. Όμως οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν όσα πράττουν σε εγρήγορση, όπως ακριβώς λησμονούν όταν κοιμούνται. Σκέφτονται σαν ο υποκειμενικός τους λόγος να είναι μοναδικός, ατομικός, προσωπικός και πρωταρχικός, οπότε βρίσκονται σε διάσταση με τον αντικειμενικό κοσμικό λόγο, βρίσκονται ουσιαστικά σε διάσταση με το λόγο που μόνο κοινός και καθολικός μπορεί να είναι. (Ο λόγος είναι ο κοσμικός νόμος, η δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Γι’ αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους..)

Έτσι η φιλοσοφία αποδεικνύεται διφυής, μια ακόμα ενότητα αντιθέτων, γιατί είναι ταυτόχρονα κοινωνική και προσωπική, γιατί πρώτιστα είναι σχέση του ατόμου με την φύση και την κοινότητα (και μαζί “παιδί”, παράγωγο, αυτής της σχέσης), έξω από την οποία δεν μπορεί να παραχθεί ούτε έχει νόημα. Γιατί ο λόγος, η λογική, μόνο κοινή και κοινωνική μπορεί να είναι. Οπότε η φιλοσοφία είναι αναγκαστικά προσωπική και ταυτόχρονα κοινωνική, στις δε ταξικές κοινωνίες είναι οπωσδήποτε ταξική, κάποτε και ενάντια στις προθέσεις του εμπνευστή της. Έτσι η φιλοσοφία χωρίς το διάλογο και την αντιπαράθεση, παύει να μετέχει του κοινού λόγου, της συλλογικής πορείας των φιλοσοφικών ιδεών. Κριτήριο της οποίας είναι η πράξη και ο κοσμικός λόγος. Άλλωστε λέγεται πως: χωρίς τη λογική της φύσης (χωρίς τον αντικειμενικό λόγο) επιστήμη δεν υπάρχει. Και η επιστημονική αλήθεια δεν είναι ποτέ υποκειμενική ή προσωπική. Κριτήριο, μέτρο, κανών, πηγή του υποκειμενικού λόγου των ανθρώπων είναι ο αντικειμενικός λόγος, ο νόμος της φύσης.

«κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε, τεθηπότες, ἄκριτα φῦλα, οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.» (Κουφοί, τυφλοί και έκπληκτοι, άκριτα στίφη που νομίζουν ότι το είναι και το µη είναι ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται και όλοι τους ακολουθούν τροχιά παλίνδρομη.) Απαντά πολεμόχαρα ο Παρμενίδης στον Ηράκλειτο χωρίς να τον κατονομάζει αλλά και χωρίς να αφήνει αμφιβολία σε κανένα σοβαρό μελετητή του ότι σε αυτόν απευθύνεται. Ο Παρμενίδης είναι αυτός που εισάγει στη φιλοσοφία την έννοια του Είναι, του όντος, της πραγματικότητας. Αντιπαραθέτει την νόηση στην αίσθηση, αντιπαραθέτει το νοητό “Είναι”, στην πλάνη των αισθήσεων και των φαινομένων «ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής» επίσης: «Κριτήριον δε τόν λόγον ειπείν τάς δε αισθήσεις μή ακριβείς ύπάρχειν». Υποστηρίζει πως «τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι» το “Είναι” και η νόηση ταυτίζονται ή μάλλον πως νόηση μπορεί να υπάρχει μόνο για το “Είναι”, γιατί δεν μπορεί να νοηθεί αυτό που δεν υπάρχει.[6]

Επομένως μόνο με τη νόηση μπορεί να γνωριστεί το “Είναι”, μόνο με το λόγο, με τον “απόλυτο λόγο”, τον “καθαρό λόγο” χωρίς συμμετοχή των αισθήσεων, χωρίς την εμπειρική γνώση. Ο Παρμενίδης πετυχαίνει έτσι δυο πράγματα αφενός ο “Λόγος” διακρίνεται και τίθεται σε αντιδιαστολή με την αίσθηση και την εμπειρία, απελευθερώνεται, αυτοπροσδιορίζεται, καθίσταται αυτάρκης, ανεξάρτητος, αυτοτελής και αυτόνομος γίνεται ‘‘απόλυτος”, ‘‘καθαρός” και αφετέρου καθώς ο ανθρώπινος υποκειμενικός λόγος παρουσιάζεται ως να μην πηγάζει από τον αντικειμενικό λόγο του υλικού κόσμου αλλά από τον “Απόλυτο Λόγο”, (τον οποίο οι ιδρυτές του χριστιανισμού θα ονομάσουν Θεό Λόγο) ο “Λόγος” του γίνεται το αντεστραμμένο είδωλο του λόγου του Ηράκλειτου και από την υλιστική πλευρά περνάμε στην ιδεαλιστική πλευρά της φιλοσοφίας, οπότε ο άνθρωπος προβάλει ξανά τις ιδέες του, το πνεύμα του, τη νόησή του, το λόγο του πάνω στη φύση και στον κόσμο, θεωρώντας πως εκφράζει το Απόλυτο Πνεύμα, το θεό.

Στην ιδεαλιστική θεώρηση της φιλοσοφίας το Απόλυτο Πνεύμα προκύπτει ως αναγκαία λογική συνέπεια της προβολής της ανθρώπινης νόησης πάνω στο “Είναι”, στο συμπαντικό “Είναι”, στην “Ουσία” στο όντως “Ον”. Έτσι ο Θεός της φιλοσοφίας, της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, δεν είναι πια ο θεός ή καλύτερα οι θεοί του μύθου ή τα πνεύματα του μαγικού κόσμου, όταν αποδίδονταν στις υλικές δυνάμεις της αμέσου εμπειρίας πνευματικές ιδιότητες. Ο κόσμος έχει πια διχασθεί, όπως θα διατυπώσει με σαφήνεια λίγο αργότερα ο Πλάτωνας, στον κόσμο του πνεύματος, των τέλειων ιδεών, της νόησης, της λογικής, των αφηρημένων εννοιών, της ουσίας και στον κόσμο της ύλης, των ατελών σκιωδών αντιγράφων των ιδεών, των αισθήσεων, της εμπειρίας, των φαινομένων.

Έτσι η ιδεαλιστική φιλοσοφία τροφοδοτεί ενώ ταυτόχρονα κατευθύνει τη θεολογία και τη θρησκεία με ιδέες ώστε η τελευταία να αφηγείται: Και «Ο Λόγος σαρξ εγένετο», επίσης «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Προφανώς ο Θεός-λόγος μόνο από την ιδεαλιστική φιλοσοφία μπορούσε να προκύψει. Άλλωστε τα χαρακτηριστικά του «Είναι» κατά τον Παρμενίδη: (αγέννητο και ανώλεθρο, ακέραιο και ατάρακτο, αιώνιο και ατελεύτητο. Ούτε ήταν, ούτε θα γίνει, επειδή υπάρχει τώρα, όλο μαζί ένα, συνεχές) είναι οι ίδιες ιδιότητες, ανάμεσα σε άλλες, που αποδίδει ο χριστιανισμός στο Θεό. Για τους θεολόγους μάλιστα και τους ιδεαλιστές φιλοσόφους ο λόγος περί του «όντος» είναι ουσιαστικά λόγος περί θεού.

Ο Παρμενίδης λοιπόν (και μαζί του οι μεταγενέστεροι ιδεαλιστές φιλόσοφοι και θεολόγοι) αρνείται το διαλεκτικό λόγο του Ηράκλειτου, (ακινητεί τον κόσμο), ενώ τον αντιστρέφει και τον οικειοποιείται. Ακόμα ανοίγει το δρόμο για την ταύτιση «λόγου» και «όντος» όπως θα το διατυπώσει με σαφήνεια 2.300 χρόνια αργότερα ο ιδεαλιστής και διαλεκτικός, φιλόσοφος και θεολόγος Χέγκελ: «ό,τι είναι έλλογο είναι πραγματικό, και ό,τι είναι πραγματικό είναι έλλογο».6 * Έτσι ο «λόγος» του Ηράκλειτου καθώς ως λέξη δύναται να σημαίνει είτε τον αντικειμενικό νόμο είτε τον υποκειμενικό ανθρώπινο λόγο είτε τη μεταξύ τους σχέση, αντιστρέφεται με τον Παρμενίδη ενώ ταυτόχρονα εξυψώνεται, αναδεικνύεται η σπουδαιότητά του, η αξία του. Αυτή η απολυτοποίηση του λόγου, ως «καθαρός λόγος» πλέον (κάτι που θα διατυπώσει πολλούς αιώνες αργότερα ο Καντ) θα επιτρέψει στον ιδεαλιστή Πλάτωνα να χωρίσει τον κόσμο στα δυο: στον κόσμο των ιδεών (της νόησης, της λογικής) και στον κόσμο των φαινομένων (των αισθήσεων). Χωρίζοντας έτσι τη νόηση, το λόγο, τη λογική από τις αισθήσεις και την εμπειρική γνώση.

Ακολουθεί ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα και αρνητής του διχασμένου κόσμου του. Γράφεται συχνά για τον Αριστοτέλης πως ταλαντεύεται μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού. Κινείται μεν στη φιλοσοφική πλευρά του ιδεαλισμού, του αντικειμενικού ιδεαλισμού, αλλά ταυτόχρονα δέχεται την αντικειμενική ύπαρξη της φύσης και της ύλης. Αυτός αναδεικνύεται σε μεγάλο συνθέτη των πριν από αυτόν φιλοσοφικών ρευμάτων και σχολών, υλιστικών και ιδεαλιστικών. Υποστηρίζει πως δεν μπορεί να υπάρξει μορφή χωρίς ύλη και ψυχή άνευ σώματος. Οι ιδεαλιστικές του απόψεις διαπιστώνονται, όταν θεωρεί την “αρχή” διαφορετική και πρωταρχικότερη από την “ύλη” υποστηρίζοντας «ἀεὶ γὰρ τιμιώτερον τὸ ποιοῦν τοῦ πάσχοντος καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ὕλης», όταν ονομάζει τη φιλοσοφία “πρώτη φιλοσοφία” ή “θεολογία”, όταν φαντάζεται το θεό ως το «κινούν ακίνητο», όταν θεωρεί πως ο ανθρώπινος νους συγκροτείται από τον “ποιητικό νου”, που κατά τη γνώμη του έχει θεϊκή προέλευση, «ὥστ’ ἐκείνου μᾶλλον τοῦτο ὃ δοκεῖ ὁ νοῦς θεῖον ἔχειν», και από τον φθαρτό νου, τον “παθητικό” που υπάρχει μόνο με την ύπαρξη του σώματος.

Από την άλλη πλευρά ο Αριστοτέλης, δεν θεωρείται άδικα ο “πρώτος επιστήμονας” και ήταν λογικά αναγκαίο να θεμελιώσει τα επιστημονικά έργα του (Φυσικά -Βιολογικά) πάνω στην αντικειμενική ύπαρξη της φύσης γι’ αυτό υποστηρίζει: «Θα ήταν γελοίο να επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι η φύση υπάρχει, γιατί είναι φανερό πως υπάρχουν πολλά φυσικά όντα. Και το να αποδεικνύει κανείς το φανερό με εκείνο που δεν είναι προφανές, σημαίνει πως δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτό που είναι αφ’ εαυτού του γνώριμο, από εκείνο που δεν είναι». (Φυσικά, 193 a). Επομένως μόνο ως υλιστής, μπορούσε να είναι επιστήμονας, μόνο δεχόμενος την αντικειμενικότητα της φύσης, τους νόμους της, τη λογική της.

Ακόμα στα ζητήματα της γνωσιοθεωρίας αρνείται την ανεξάρτητη προέλευση των ιδεών και αποκαθιστά το ρόλο των αισθήσεων: «… διὸ οὐδέποτε νοεῖ ἄνευ φαντάσματος ἡ ψυχή…. τὰ μὲν οὖν εἴδη τὸ νοητικὸν ἐν τοῖς φαντάσμασι νοεῖ … ». Επομένως διδάσκει πως οι αισθήσεις προσφέρουν το υλικό και ο «ποιητικός» (ενεργητικός, δημιουργικός) νους το επεξεργάζεται. Μόνο με τη συνεργασία αίσθησης και νόησης ο άνθρωπος πορεύεται προς την αληθινή γνώση.

Επιπλέον αναδεικνύεται στον μεγάλο ταξινομητή. Η μέθοδός του είναι αυτής της ταξινόμησης βασισμένης στις τάξεις των γενών και των ειδών. Διακρίνει επίσης τα “φυσικά” από τα “μετά τα φυσικά”, τη φιλοσοφία από την επιστήμη. Επεξεργάζεται μεθοδικά τους νόμους της Λογικής, τους κανόνες ορθού συλλογισμού, τη μέθοδο της σκέψης, τον τρόπο αναζήτησης της αλήθειας. “Όργανο” ονόμασαν οι μεταγενέστεροι τον κορμό του έργου του Αριστοτέλη σχετικά με τη λογική. Με το έργο του αυτό αρχίζει η ιστορία της λογικής, η οποία εξελισσόμενη στους αιώνες έχει φτάσει στην εποχή μας στη συμβολική μορφή ή καλύτερα στη μαθηματική λογική.

Με την κατάλυση της δημοκρατίας των Ελληνικών πόλεων-κρατών, στην ελληνιστική περίοδο και στην διάρκεια της ρωμαιοκρατίας, η φιλοσοφία ατονεί, αν και οι σχολές των Επικούρειων, των Στωικών, το Λύκειο, και η Ακαδημία συνεχίζουν να λειτουργούν ώσπου ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιουστινιανός τις κλείνει οριστικά.

Η διαδικασία περάσματος από το μύθο στο λόγο είναι μακραίωνη, ο μύθος συχνά ενυπάρχει, εμφιλοχωρεί μέσα στο λόγο όπως και το αντίστροφο: ο λόγος τρυπώνει μέσα στο μύθο, τον απωθεί και τον αναγκάζει βρει καταφύγιο μακρύτερα, ψηλότερα και βαθύτερα, τον αναγκάζει να αρνείται τον εαυτό του, να μεταμφιέζεται στον αντίπαλό του. Καθώς όμως δεν τον καταργεί, αυτός επιστρέφει σε κάθε γύρο αναμέτρησης μεταλλαγμένος, πιο ισχυρός, πιο λογικός, πιο μύθος μέχρι την επόμενη νίκη του λόγου.

Ισχύει το Χεγκελιανό εξελικτικό σχήμα, θέση, αντίθεση, σύνθεση. Η επανάληψη όμως του σχήματος είναι σαν το ποτάμι του Ηράκλειτου, ποτέ δεν υπάρχει επαναφορά στο ίδιο σημείο. Ισχύει ο μύθος του Σίσυφου αλλά η κορυφή σε κάθε επανάληψη ψηλώνει έτσι η πορεία είναι σπειροειδώς εξελικτική. Και οπωσδήποτε η φράση: « δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει το είναι των ανθρώπων αλλά το είναι καθορίζει τη συνείδησή τους» που διατυπώνει ο Μαρξ δηλώνει την αρχική πηγή προέλευσης του λόγου. Η φιλοσοφία προκύπτει ως κοινωνική αναγκαιότητα και η ελευθερία της είναι η αυτοσυνείδηση του κοινωνικού της ρόλου. Η κοσμοθεωρία είναι κοινωνικά απαραίτητη, γι αυτό ο Μαρξ ζητά από αυτήν να μην δικαιολογεί την ασχήμια, τις αντινομίες του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος, αλλά να τις αποκαλύπτει και να περιγράφει τις βασικές γραμμές του μέλλοντος.

———————————

Σημειώσεις

1. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΣΤΟ ΛΟΓΟ, Θεοχάρης Κεσσίδης, Εκδόσεις Γόρδιος, Αθήνα 2004, σελ 60.

2. Ο πεζός λόγος στην αρχαϊκή εποχή και οι διαλεκτικές του σχέσεις, αντιτετράδια, τεύχος 116, Άνοιξη 2017.

3. ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΣΤΟ ΛΟΓΟ, ο.π σελ.159.

4. Στάθης Ψύλλος, 24/2/2011, διαδίκτυο.

5. Ο ρόλος της φιλοσοφίας στη γέννηση της επιστήμης, αντιτετράδια.

6. «Σαν κύρια προσφορά του πρέπει να θεωρήσουμε την αποδεικτική μέθοδο της λογικής, τον ορισμό του αντικειμενικού και τούτο γιατί για πρώτη φορά μέσα στην ταυτότητα διακρίνεται και η διαφορά της. Mέσα στο:«ταυτόν» του Eίναι και της Nόησης, διακρίνεται: «η νόηση και το αντεικείμενό της»), ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ, Επ. Ξενοπουλος, Αθήνα, 1998.

7. Για τον Χέγκελ η λειτουργία της νόησης που με το όνομα ιδέα τη μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο – είναι ο δημιουργός του πραγματικού το οποίο αποτελεί μονάχα το εξωτερικό της φανέρωμα. Για μένα αντίθετα, το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, το μεταφερμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι. (Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς «Διαλεχτά Εργα», τ.1ος, σελ. 538-543, εκδόσεις «Γνώσεις».)

Χρήστος Τσουκαλάς

Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 121

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το