Συνέντευξη με τον Ken Jones, Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Goldsmiths του Λονδίνου

  1. Ποια είναι η γνώμη σας για τον κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ από τη στιγμή που αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η εκπαιδευτική τους πολιτική;

Ο κοινωνικο-πολιτικός χαρακτήρας και των δύο οργανώσεων εξελίσσεται. Είναι σίγουρα νεοφιλελεύθερος, όμως, αυτή η γενική περιγραφή δεν βοηθά στην κατανόηση σημαντικών αλλαγών στην πολιτική, ούτε την εμφάνιση νέων μορφών κοινωνικο-πολιτικών σχέσεων, μέσα στην ΕΕ και μεταξύ της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.

Είναι χρήσιμη μια σύντομη ιστορική ανάλυση. Πριν από περίπου 20 χρόνια, στην στρατηγική της Λισαβόνας 2000, οι αρχηγοί των κρατών της ΕΕ έκριναν ότι: «Η Ένωση βιώνει την καλύτερη μακροοικονομική προοπτική της για μια γενιά. Ως αποτέλεσμα της προσανατολισμένης προς τη σταθερότητα νομισματικής πολιτικής, που στηρίχθηκε από υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές σε  ένα πλαίσιο συγκράτησης μισθών, ο πληθωρισμός και τα επιτόκια είναι χαμηλά, τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα έχουν μειωθεί και το ισοζύγιο πληρωμών της ΕΕ είναι υγιές. Το ευρώ έχει εισαχθεί με επιτυχία και αποφέρει τα αναμενόμενα οφέλη για την ευρωπαϊκή οικονομία. Η εσωτερική αγορά είναι κατά μεγάλο μέρος ολοκληρωμένη και αποδίδει χειροπιαστά οφέλη για τους καταναλωτές και τους επιχειρηματίες. Η επερχόμενη επέκταση θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη και απασχόληση».

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρχηγοί των κρατών έθεσαν κάποιους φιλόδοξους στόχους: η ΕΕ αποσκοπούσε να γίνει «η πιο ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης στον κόσμο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή». Η οικονομία θα βασιζόταν, όπως δήλωνε καθαρά η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2007) «στην αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό και …υγιή δημόσια οικονομικά και νομισματικές συνθήκες».

Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 αφαίρεσε αυτό το αισιόδοξο στοιχείο από την προοπτική της ΕΕ. Τα νεοφιλελεύθερα θεμέλιά της παρέμειναν, όμως τώρα με τη μορφή της δέσμευσης στη λιτότητα –απαραίτητης όπως ισχυρίζονταν για την οικονομική ανάκαμψη. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια τεράστια επέκταση του αυταρχικού ελέγχου στα κράτη από την πλευρά της Κομισιόν και από την «τρόικα» του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης. Οι αποφάσεις οικονομικού χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της περιόδου της λιτότητας έχουν θωρακιστεί από την επίδραση των λαϊκών δυνάμεων.

Σε αυτή την κατάσταση, πολιτικές και οικονομικές σχέσεις, οι οποίες ήταν σχετικά λανθάνουσες στα προ κρίσης χρόνια, έχουν προσλάβει μια πολύ καθαρή μορφή: η ΕΕ είναι ένα ανισόμετρο σύστημα, με κράτη που κατέχουν άνισες πηγές οικονομικής και πολιτικής δύναμης, που προσβλέπει να επιβάλλει δημοσιονομική λιτότητα και δομικές μεταρρυθμίσεις σε όλη την ήπειρο. Η Ευρωπαϊκοποίηση σε αυτό το πλαίσιο, σηματοδοτείται ανεξίτηλα από σχέσεις κυριαρχίας/υποταγής. Οι χώρες εκείνες, που είναι τα σοβαρά θύματα της κρίσης, βλέπουν τώρα τη νομισματική τους πολιτική να υπαγορεύεται εξωτερικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ οι κοινωνικές και οικονομικές τους πολιτικές υπαγορεύονται από την Κομισιόν και/ή την Τρόικα. Ειδικά στον ευρωπαϊκό νότο, οι οικονομίες έχουν τεθεί σε μια κατάσταση αέναης ύφεσης.

Οι ηγέτες της ΕΕ γνωρίζουν ότι ένα σύστημα οικοδομημένο πάνω σ’ αυτές τις αρχές δεν έχει μακροπρόθεσμη νομιμοποίηση. Γι’ αυτό και βλέπουμε τώρα μια τρίτη παραλλαγή του νεοφιλελευθερισμού που διατηρεί υπάρχουσες δεσμεύσεις στη δημοσιονομική πολιτική με μια πιο «διορατική» προσέγγιση. Η δέσμευση στις αρχές της αγοράς παραμένει, και το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο» διατηρεί την πρακτική τού συνεχούς εξονυχιστικού ελέγχου των οικονομικών των κρατών-μελών. Όμως, όπως επίσης περιλαμβάνεται στο Ευρώπη 2020, η στρατηγική που προωθήθηκε από τον πρόεδρο της Κομισιόν Μανουέλ Μπαρόζο το 2010 είναι ένα κάλεσμα για «έξυπνη, αειφόρο και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη» με τη φτώχεια και την κοινωνική ένταξη, μέρος της επίσημης πολιτικής διαδικασίας.

Έτσι, έχουμε το θέαμα μιας ΕΕ η οποία, ως απάντηση σε μια συνεχιζόμενη κρίση, είναι δεσμευμένη στην επιβολή ενός ενιαίου, οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, που, ωστόσο, προσβλέπει να ενσωματώσει σ’ αυτό το μοντέλο την υπόσχεση της κοινωνικής προόδου. Μέσα σ’ αυτό το αντιφατικό πλαίσιο πρέπει να αντιληφθούμε και τη δουλειά του ΟΟΣΑ. Στον οργανισμό αυτό έχει ανατεθεί ένας ρόλος-κλειδί από την ΕΕ, και από την τρόικα, στην αντιμετώπιση και την έκθεση αυτών, που θεωρούνται ως οι αποτυχημένες πολιτικές κάποιων εθνικών κρατών, και στο να οδηγήσουν βίαια τις κυβερνήσεις προς μια νέα κατεύθυνση. Ωστόσο, την ίδια στιγμή η δουλειά του χρηματοδοτείται, χορηγείται και κινητοποιείται από την ΕΕ ως το πιο αποτελεσματικό μέσο εξασφάλισης με ένα λιγότερο καταναγκαστικό τρόπο, μια υπερεθνική συναίνεση γύρω από τους επιχειρησιακούς στόχους της κοινωνικο-οικονομικής του στρατηγικής.

O OOΣΑ δεν θα μπορούσε να εκτελέσει με επιτυχία αυτές τις λειτουργίες, εάν δεν είχε μια ξεκάθαρη προοπτική και μια καταγραφή αρμοδιοτήτων. Το διανοητικό σημείο εκκίνησης του έργου του είναι η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Το γνωστικό κεφάλαιο -ή οι συλλογικές γνωστικές δεξιότητες- θεωρείται ο πιο σημαντικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Η ιδιαίτερη ισχύς του ΟΟΣΑ είναι η ικανότητά του να προσφέρει σε αυτούς που διαμορφώνουν πολιτικές όχι μόνο εθνικές αναλύσεις που κινούνται με βάση αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά και περιεκτικές συλλογές δεδομένων, που μετρούν την αποτελεσματικότητα των θεσμών μιας κοινωνίας σε σχέση με την ανάπτυξη του γνωστικού κεφαλαίου. Το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι τα δεδομένα αυτά παρουσιάζονται συγκριτικά, έτσι ώστε οι κυβερνήσεις και οι μάνατζερ υποκινούνται να συγκρίνουν την απόδοση των θεσμών τους με εκείνων άλλων χωρών. Μ’ αυτόν τον τρόπο μια μόνιμη δυναμική αλλαγής τίθεται σε κίνηση, καθώς τα κράτη ανταγωνίζονται σε μια προσπάθεια να επιδείξουν την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών τους για την επίτευξη των πολιτικών τους στόχων, που καθιερώνονται στη βάση της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου.

  1. Ποια είναι η σχέση της ΕΕ και του ΟΟΣΑ με τις κυβερνήσεις των μελών-κρατών τους; Πώς επιδρά αυτή στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής των κρατών αυτών;

Και πάλι, αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε ιστορικά. Καταρχήν, η εκπαιδευτική πολιτική στην ΕΕ διέπεται από τις αρχές της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και τις υποτιθέμενες περιορισμένες εξουσίες της Κομισιόν. Οι αρχές αυτές υποτίθεται ότι περιορίζουν την ικανότητα της ΕΕ να παρεμβαίνει στο περιεχόμενο και την οργάνωση των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων. Στην πράξη, όπως οι Έλληνες αναγνώστες γνωρίζουν πολύ καλά, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.

Η Στρατηγική της Λισαβόνας 2000 ανακάλυψε έναν τρόπο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επικουρικότητας. Έδωσε ώθηση στην κατασκευή δεικτών και στις πρακτικές της συνεχούς διακρατικής σύγκρισης, ενσωματωμένης στην Ανοιχτή Μέθοδο Συντονισμού (ΑΜΣ). Η ΑΜΣ, όπως έχει εξηγήσει η Ναυσικά Αλεξιάδου, είναι ένα πολιτικό εργαλείο που έχει σκοπό να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και τον συντονισμό μιας σειράς πολιτικών στην ΕΕ χρησιμοποιώντας τον «μαλακό νόμο» σε αντίθεση με τον παραδοσιακό νόμο. Η ΑΜΣ λειτουργεί παράλληλα με τα παραδοσιακά νομικά πλαίσια και δημιουργεί ένα περίπλοκο σύστημα «πολύ-επίπεδης διακυβέρνησης», όπου ανεπίσημες κανονιστικές πιέσεις και η τοποθέτηση της ατζέντας από την πλευρά της Κομισιόν επιχειρούν να κατευθύνουν τις μεταρρύθμισης στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, όπου η ΕΕ δεν έχει τη δυνατότητα να νομοθετήσει.

Τα στοιχεία που συλλέγονται και παρουσιάζονται από τον ΟΟΣΑ, ειδικά από το πρόγραμμα PISA, είναι ανεκτίμητα για την Ανοιχτή Μέθοδο Συντονισμού. Παρέχουν ένα επίσημο μέτρο της αποτελεσματικότητας των σχολείων, των πανεπιστημίων και της εκπαίδευσης ενηλίκων σε σχέση με την ανάπτυξη του γνωστικού κεφαλαίου. Ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό των στοιχείων είναι ότι είναι συγκριτικά: υποκινούν και καθιστούν ικανές τις κυβερνήσεις και τους μάνατζερ να συγκρίνουν την απόδοση των θεσμών τους με εκείνους άλλων κρατών. Τα στοιχεία χρησιμοποιούνται επίσης από τον ΟΟΣΑ για άλλους λόγους. Πρώτον, ως βάση για ερμηνευτικές εκθέσεις μελέτης περιπτώσεων που προσβλέπουν στο να εξηγήσουν τις διαφορές στην εθνική απόδοση· κατά δεύτερον, με τη μορφή κριτικής επισκόπησης των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών, στην πορεία των οποίων προτείνονται προγράμματα για αλλαγές. Τα πιο λεπτομερή παραδείγματα τέτοιων επισκοπήσεων είναι εκείνες του 2011 και του 2017 για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Ερευνητές της εκπαίδευσης δίνουν αναλυτικούς και σε γενικές γραμμές θετικούς απολογισμούς των επιπτώσεων της ΑΜΣ. Έχουν γράψει για τη δημιουργία από το 2000 ενός «Ευρωπαϊκού χώρου εκπαίδευσης», στον οποίο οι πολιτικές και οι πρακτικές των εκπαιδευτικών συστημάτων φέρονται να ευθυγραμμίζονται. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ, τα ακαδημαϊκά δίκτυα και η δραστηριότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων στην εκπαίδευση έχουν δημιουργήσει μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, ένα νέο πλαίσιο για την εκπαιδευτική πολιτική.

Οι ισχυρισμοί αυτοί γίνονταν κάποιες φορές με προσέγγιση ικανοποίησης  και άλλες φορές επικριτικά. Ο Άγγλος ερευνητής Martin Lawn, ενθουσιασμένος με την ανάδυση ενός νέου κοινωνικού φαινομένου, έγραψε ότι: «… το έργο της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού χώρου συχνά γίνεται κρυφά και αποκλείει πολιτικές. Αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια νέα ελίτ τεχνοκρατών, επαγγελματιών και ακαδημαϊκών, με ειδική γνώση ή δεξιότητες … Συναντιούνται σε ενώσεις ή μέσω project και δικτύων. Επιλύουν προβλήματα, προβλήματα στη διακυβέρνησης της Ευρώπης, μέσω της συλλογής, ταξινόμησης και ανάλυσης των δεδομένων, την παράλληλη δημιουργία στάνταρντ ή τη συσσώρευση γνώσης για προβλήματα και την ανάπτυξη».

Πιο επικριτικά, ο Πορτογάλος ακαδημαϊκός Antonio Nόvoa, πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας, καυτηρίασε έναν «μόνιμο προσανατολισμό» στη δημιουργία της εκπαιδευτικής πολιτικής που στηρίζεται στην προσαρμογή στον «οικονομικό ορθολογισμό».

Όσο διαφορετικά κι αν τα εκτιμούν, οι συγγραφείς αυτοί έχουν δεχθεί ότι έχει προκύψει  κάποια σημαντική αλλαγή, που έχει δημιουργήσει έναν χώρο εκτός των συνόρων της διαμόρφωσης εθνικής πολιτικής, για την οποία ο όρος Ευρωπαϊκοποίηση είναι ο κατάλληλος.

Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Δεν πιστεύω ότι η μεταφορά ενός ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού χώρου –τουλάχιστον με μια ομαλή και χωρίς συγκρούσεις μορφή που συνήθως της αποδίδουν– έχει βοηθήσει τους ερευνητές να κατανοήσουν, είτε τον εξελισσόμενο κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ, είτε τη φύση της εκπαιδευτικής της πολιτικής. Για μένα, παρόλο που η ιδέα ενός ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού χώρου δεν μπορεί να απορριφθεί, χρειάζεται να αναθεωρηθεί με τους όρους μιας διαδικασίας ανισόμετρης ανάπτυξης η οποία είναι ανταγωνιστική.

Αναμφίβολα, η ΑΜΣ βοηθά στην παραγωγής μιας συναίνεσης ανάμεσα στους φορείς χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη γύρω από συγκεκριμένους στόχους, που έχουν να κάνουν με τα επίπεδα εκπαιδευτικής συμμετοχής ή τον γραμματισμό και τον αριθμητισμό. Ωστόσο, η δημιουργία μιας συναίνεσης μπορεί να είναι μια αρνητική καθώς, επίσης, και μια θετική διαδικασία. Οι εκπαιδευτικές παραδόσεις, ειδικά εκείνες που σχετίζονται με κριτικές και δημοκρατικές απόψεις, αυτή τη στιγμή απειλούνται. Οι φορείς χάραξης πολιτικής σε εθνικό επίπεδο μπορούν να δικαιολογούν αυτό το γεγονός αναφερόμενοι στις απαιτήσεις της πολιτικής της ΕΕ.

Κάτι που είναι ακόμα πιο σοβαρό είναι το γεγονός ότι η ΕΕ, χρησιμοποιώντας τον ΟΟΣΑ, προσβλέπει στην καταστροφή της επίδρασης των λαϊκών δυνάμεων στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Το κάνει αυτό, ενσωματώνοντας απαιτήσεις για δομικές αλλαγές στην εκπαίδευση στο πρόγραμμα που θέλει να επιβάλλει στα οικονομικά εξασθενημένα κράτη, ως προϋπόθεση ελάφρυνσης του χρέους. Πουθενά δεν φαίνεται αυτό πιο καθαρά από την περίπτωση της Ελλάδας.

  1. Ποια είναι τα βασικά στοιχεία της σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής των προαναφερθέντων υπερεθνικών οργανισμών, και ποια είναι τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής;

Σε σύγκριση με τα αγγλο-αμερικανικά μοντέλα εκπαιδευτικού νεοφιλελευθερισμού, οι πολιτικές που επικυρώνονται από τον ΟΑΣΑ και υιοθετούνται από την ΕΕ φαίνονται μετριοπαθείς, ακόμα και προοδευτικές. Δεν εμπεριέχουν κεντρικά καθορισμένα προγράμματα σπουδών, ούτε αναφορές στη συντηρητική παράδοση και στις παιδαγωγικές που κυριαρχούνται από την προετοιμασία για εξωτερικά τεστ. Αντίθετα, οι τελευταίες (2017) εκθέσεις για τις εκπαιδευτικές πολιτικές, που προτιμώνται από την ΕΕ, δίνουν έμφαση στην δημιουργικότητα, προειδοποιούν για τους κινδύνους ενός προγράμματος σπουδών που επικεντρώνεται στις εξετάσεις και υποστηρίζουν μιαν εκπαίδευση με ευρεία βάση. Φτάνουν ακόμα στο να κριτικάρουν την τάση του σχολικού συστήματος να αναπαράγει τα υπάρχοντα μοντέλα οικονομικο-κοινωνικών προνομίων. Παρομοίως, σε πολλές περιπτώσεις, οι εκθέσεις του ΟΑΣΑ σε επίπεδο κράτους έχουν ασκήσει κριτική στα σχολικά συστήματα για παραμέληση παιδιών φτωχών ή μειονοτήτων και ο ΟΑΣΑ έχει αναλύσει τα δεδομένα της PISA, για να καταδείξει ότι η υψηλή απόδοση από την πλευρά των μαθητών σχετίζεται με το επίπεδο της κοινωνικο-οικονομικής τους ένταξης μέσα στο σχολείο. Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο ΟΑΣΑ προσφέρει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσα στο οποίο οι επιδιώξεις των λαϊκών κινημάτων συνοψίζονται σ’ ένα νέο σχέδιο μιας σαρωτικής μεταρρύθμισης η οποία –σε αντίθεση με τη μαζική εκπαίδευση του παρελθόντος– υπόσχεται να φέρει και «αριστεία» και «δικαιοσύνη». Αυτή είναι μια παραπλανητική ερμηνεία, η οποία είναι ελκυστική σε κάποια κομμάτια του εκπαιδευτικού χώρου που έχουν καταλήξει ότι το παλιό σχέδιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης –κρατική κι επαγγελματικά προσανατολισμένη– έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Ωστόσο, εγώ δεν συμφωνώ με αυτό. Για εμένα το πιο σημαντικό κριτήριο πάνω στο οποίο τεκμηριώνουμε τον χαρακτήρα ενός προγράμματος δεν είναι η ρητορική του, ούτε καν η ανάλυση των ζητημάτων, όπως προσφέρονται απ’ αυτό. Είναι μάλλον η δυναμική η οποία ενεργοποιείται από τις πολιτικές τους, και οι κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούνται ή εμπεδώνονται από αυτές τις πολιτικές. Σε αυτό το σημείο νομίζω μπορούμε να είμαστε σαφείς: ένας αγώνας για έλεγχο βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι πολιτικές της ΕΕ και του ΟΟΣΑ δουλεύουν προς την κατεύθυνση της περιθωριοποίησης των ιστορικών προοπτικών για την εκπαιδευτική αλλαγή και των κοινωνικών δυνάμεων –ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών– που τις στήριξαν. Όταν ο ΟOΣΑ σχολιάζει (2011) ότι η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη χωρίς εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων, και όταν η ΕΕ δηλώνει ότι θα υπάρξει ένα νέο σύστημα αξιολόγησης σχολείων κι εκπαιδευτικών, σηματοδοτούν την πρόθεσή τους να ελέγξουν και να ρυθμίσουν την εργασία των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις προτεραιότητες του εκσυγχρονιστικού προγράμματος. Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί θεωρούνται ανίκανοι να φέρουν αξιόλογη αλλαγή: ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού τομέα στην Ελλάδα, με βάση την ΕΕ (2017) βασίζεται την εισαγωγή «καλών πρακτικών» από άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟOΣΑ. Η καλή πρακτική περιλαμβάνει «προχωρημένη απορρύθμιση και επαγγελματική αυτονομία», καθώς, επίσης, και την ανάπτυξη της σχολικής ηγεσίας. Πρόκειται για μέτρα που θα απειλήσουν ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα επιρροής των εκπαιδευτικών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, τοποθετώντας τους κάτω απ’ τον έλεγχο των «σχολικών ηγετών» που ελεύθερα ανταποκρίνονται στις πιέσεις της αγοράς και καθοδηγούν το προσωπικό τους αντίστοιχα. Αν αυτό συμβεί, θα σηματοδοτήσει ένα σημαντικό πισωγύρισμα.

  1. Τι πρέπει να κάνουν οι εκπαιδευτικοί της ριζοσπαστικής αριστεράς για να αντιμετωπίσουν την εκπαιδευτική πολιτική των υπερεθνικών οργανισμών;

Θα περιοριστώ σε λίγες παρατηρήσεις εδώ, επειδή το ερώτημα προσεγγίζεται καλύτερα αναφορικά με μια ιδιαίτερη, συγκεκριμένη κατάσταση παρά με γενικούς όρους.

Πρώτον, είναι σημαντικό για την ριζοσπαστική αριστερά να οργανωθεί με έναν πανευρωπαϊκό τρόπο, μαθαίνοντας από διαφορετικές εθνικές εμπειρίες, εκστρατεύοντας πέρα από τα σύνορα και προωθώντας μια κριτική ανάλυση της πολιτικής της ΕΕ και του ΟOΣΑ. Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ κατέστησε δυνατή μια δουλειά τέτοιου είδους στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας (2002-2008) και θα ήταν σημαντικό να ξαναρχίσουμε τις επαφές που δημιουργήθηκαν τότε. Οργανώσεις όπως οι Cobas-Scuola στην Ιταλία, η Ecole Emancipee στη Γαλλία, το σεμινάριο Icaria στην Καταλονία και η APED στο Βέλγιο διαθέτουν πληθώρα εμπειριών που πρέπει να συγκεντρωθούν. Δεύτερον, οι παιδαγωγοί της ριζοσπαστικής αριστεράς θα πρέπει να αμφισβητήσουν τον προσανατολισμό της πολιτικής των οργανισμών που εκπροσωπούν τους εκπαιδευτικούς. Η ETUCE, ο Ευρωπαϊκός τομέας της Διεθνούς Εκπαίδευσης, συνδυάζει την καταγραφή  σημαντικής αλληλεγγύης προς τους εκπαιδευτικούς και τα κοινωνικά κινήματα στον αγώνα ενάντια στη λιτότητα με μια κατά πολύ αναξιόπιστη δέσμευση στην «κοινωνική συνεργασία» και στον «κοινωνικό διάλογο» με τους θεσμούς της ΕΕ. Απ’ αυτήν τη συμβιβαστική θέση είναι δύσκολο να ασκήσει μια αποτελεσματική κριτική στις πολιτικές εξελίξεις –πόσο μάλλον να κινητοποιήσει εναντίον τους. Τρίτον, η αριστερά πρέπει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που τίθενται από τα πολιτικά και πνευματικά προβλήματα. Πρέπει να αναπτύξει μια αποτελεσματική κριτική στις πολιτικές της ΕΕ και του ΟOΣΑ και να κάνει αυτήν την κριτική κοινό τόπο για ένα ευρύ λαϊκό κίνημα σε ευρωπαϊκή καθώς και σε εθνική κλίμακα. Την ίδια στιγμή πρέπει να προτείνει εναλλακτικές  λύσεις, στη βάση όχι μόνο της παιδαγωγικής σκέψης αλλά και ενός εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου. Μπορεί αυτά τα σχέδια να φαίνονται μεγαλεπήβολα αλλά η φύση της τωρινής μας κατάστασης απαιτεί δουλειά σε αυτή τη μεγάλη κλίμακα.    

Το εκπαιδευτικό μοντέλο της Αγγλίας εγκαθιδρύθηκε από την κυβέρνηση Θάτσερ το 1988. Προβλέπει ένα μεγάλο βαθμό σχολικής αυτονομίας, σε σχέση με τη χρηματοδότησης και την πρόσληψη προσωπικού, μαζί με τον κεντρικό κυβερνητικό έλεγχο του αναλυτικού προγράμματος και της αξιολόγησης. Τα σχολεία είναι υπόλογα για την απόδοση των μαθητών τους μέσω εθνικών εξετάσεων –αυτό εφαρμόζεται και στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

  1. Τέλος, θα μπορούσατε να περιγράψετε σύντομα τα βασικά θέματα της τρέχουσας εκπαιδευτικής πολιτικής στην Αγγλία και τους τρόπους με τους οποίους τα αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό κίνημα;

Διαδοχικές κυβερνήσεις, και των Εργατικών και των Συντηρητικών, έχουν εξελίξει το μοντέλο του 1988, χωρίς ουσιαστικά να το αλλάξουν. Οι πιο ριζικές αλλαγές πραγματοποιήθηκαν από την κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία των Συντηρητικών από το 2010 έως το 2015. Αυτές αφορούσαν: την επιτάχυνση της μεταφοράς των σχολείων από τον έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης σε ιδιωτικό -με κρατική όμως χρηματοδότηση – έλεγχο· ένα νέο και πιο δύσκολο εξεταστικό σύστημα, που επικεντρώνει σε ένα στενό κύκλο μαθημάτων· την επανεισαγωγή της επιλεκτικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, το κυβερνητικό πρόγραμμα λιτότητας έχει οδηγήσει στην υποχρηματοδότηση των σχολείων. Οι πολιτικές αυτές έχουν έντονα αμφισβητηθεί από μια λαϊκή -υπό την αιγίδα του συνδικάτου- καμπάνια, ειδικά για το θέμα των περικοπών των δαπανών. Η Εθνική Ένωση των Εκπαιδευτικών (NUT) δημιούργησε την «ιστοσελίδα για τις περικοπές στα σχολεία» (http://www.schoolcuts.org.uk/#/!/ ) που επιτρέπει στους γονείς να βλέπουν τις συγκεκριμένες συνέπειες των προτεινόμενων περικοπών σε κάθε σχολείο της Αγγλίας. Η ιστοσελίδα είχε πάνω από 3 εκατομμύρια επισκέψεις, και ήταν η βάση μιας καμπάνιας που χαρακτηρίστηκε από το BBC ως η πιο αποτελεσματική καμπάνια που έχει διεξαχθεί από συνδικάτο για αρκετές δεκαετίες. Η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι, η οποία έχει αποδυναμωθεί σημαντικά από το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιούνη του 2017, έχει αποσύρει τις χρηματοδοτικές της προτάσεις καθώς και το σχέδιο για την επανεισαγωγή της επιλεκτικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτές είναι σημαντικές νίκες για το κίνημά μας που για πολύ καιρό ήταν σε άμυνα.

Για τις εξετάσεις και τα τεστ, ο αγώνας συνεχίζεται. Μαζί με ομάδες γονέων και εκπαιδευτικούς ερευνητές, το NUT έχει σχηματίσει έναν συνασπισμό με τον τίτλο «Περισσότερο από ένα αποτέλεσμα» (“More than a Score”) (https://morethanascore.co.uk/),που αντιτίθεται στο παρόν σύστημα της αξιολόγησης των μαθητών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, υπάρχει μια αυξανόμενη αντίσταση, που οργανώνεται από τo Bacc for the Future, απέναντι σε ένα αναλυτικό πρόγραμμα που αποτρέπει τα σχολεία από το να διδάσκουν τέχνες και κοινωνικές επιστήμες.

Το NUT έχει συνενωθεί τώρα με την Ένωση Εκπαιδευτικών και Καθηγητών, για να σχηματίσουν το Εθνικό Εκπαιδευτικό Συνδικάτο. Το Συνδικάτο έχει πάνω από 450.000 μέλη και βρίσκεται σε ακόμα πιο καλή θέση να αντιπαρατεθεί με την κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία έχει επισκιάσει την εκπαίδευση της Αγγλίας για πάρα πολύ καιρό.

Η παραπάνω συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του Σελιδοδείκτη, Φθινόπωρο 2017.

Πηγή: selidodeiktis.edu.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το