«… η γλώσσα είναι κι ένα όργανο δύναμης καθώς κι ένα σύμβολο κοινωνικής διάκρισης.  Παλιότερα η χρήση της καθαρεύουσας σαν υποχρεωτικής γλώσσας στην εκπαίδευση χρησίμευε σαν σύμβολο κοινωνικής διάκρισης αλλά και σαν όργανο επιλογής και απόκρυψης κατά τον ίδιο τρόπο που χρησίμευε και η γλώσσα των Μανδαρίνων στην αρχαία Κίνα. Όμως και σήμερα, εφόσον συγκλίνουν οι κοινωνικοί όροι που δίνουν στον πομπό τη νομιμότητα να κατέχει το λόγο και την αλήθεια, μπορεί και οποιαδήποτε κοινωνική διάλεκτος να έχει μια παρόμοια λειτουργία..».

Ι. Έχει από πολλές μεριές επισημανθεί ότι η γλώσσα αποτελεί το μοναδικό σχεδόν εργαλείο μετάδοσης της σχολικής γνώσης στην επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στον διδάσκοντα και τον διδασκόμενο, στο βιβλίο και τον αναγνώστη. Η διδασκαλική κρίση σ’ όλα τα επίπεδα του σχολικού συστήματος, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, εστιάζεται στην ικανότητα ή όχι των εκπαιδευομένων να κατανοήσουν και να χειριστούν σύνθετες γλωσσικές δομές ενώ παράλληλα εκτιμιέται όσο τίποτε άλλο ο γλωσσικός πλούτος, η φινέτσα και το εκφραστικό ύφος.

Είναι επίσης γνωστό ότι το σχολείο διδάσκει μια από τις παραλλαγές της εθνικής γλώσσας που αντιστοιχεί στην ομιλούμενη γλώσσα από τις κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι εκπαιδευόμενοι σε καμιά περίπτωση δεν είναι ομόγλωσση ομάδα εφόσον δεχόμαστε ότι προέρχονται από διαφορετικά στρώματα, γεωγραφικές περιοχές κ.λ.π. Άμεση συνέπεια της παραπάνω πραγματικότητας είναι να παίρνει συνήθως η γλωσσική εκπαίδευση τη μορφή της γλωσσικής λογοκρισίας και βέβαια να παρατηρείται έντονη σχολική θνησιμότητα εκεί που η κοινωνική τάξη από την οποία προέρχεται ο εκπαιδευόμενος απομακρύνεται γλωσσικά από τη γλώσσα που μιλιέται στο σχολείο.

ΙΙ. Στα πλαίσια αυτά είναι χαρακτηριστική η στάση ορισμένων μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας κατά κύριο λόγο. Αντιμετωπίζοντας τη γλώσσα διδασκαλίας σαν φυσική για τα «καλλιεργημένα» άτομα και προϋποθέτοντας -στην καλύτερη περίπτωση αυτό- ότι υπάρχει κοινότητα γλώσσας και κουλτούρας ανάμεσα στο δάσκαλο και τον εκπαιδευόμενο, απαλλάσσουν σε κάθε περίπτωση τον εαυτό τους από τη φροντίδα να ελέγξουν τόσο τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, όσο και την κατανόηση της γλώσσας αυτής από τους ακροατές τους.

Η λεκτική συμπεριφορά του μέλους της πανεπιστημιακής κοινότητας μπορεί να δυσχεράνει αφάνταστα την αποκρυπτογράφηση του μηνύματος που εκπέμπει και ιδίως όταν ο ίδιος δε μπορεί να βγει από τα γλωσσικά και πολιτιστικά του πρότυπα, για να διαπιστώσει ότι η γλώσσα που αυτός χειρίζεται στη διδασκαλία είναι η γλώσσα μιας κοινωνικής τάξης, ενώ η γλώσσα που χειρίζονται οι εκπαιδευόμενοι οφείλει το βασικό χαρακτηριστικό της στην κοινωνική τους προέλευση.

ΙΙΙ. Η επιστημονική γλώσσα έχει ανάγκη από σαφήνεια, είναι απαραίτητο να καλλιεργεί μεταδίδοντάς τη την κριτική σκέψη. Κι ενώ στόχος κάθε διδασκαλίας ή κάθε συγγράμματος είναι η μετάδοση ορισμένων γνώσεων, έχουν παρατηρηθεί σοβαρές απώλειες στην ποσότητα πληροφοριών που μεταδίδονται με κύρια ευθύνη του οργάνου μετάδοσης των γνώσεων. Αυτό συμβαίνει όταν η γλώσσα γίνεται σύμβολο, κάτι σαν παράσημο κοινωνικής διάκρισης, όταν ο πομπός μετατρέπει τη γλώσσα από εργαλείο επικοινωνίας σε εξουσιαστική παρέμβαση, σε κοινωνικό διακριτικό ανωτερότητας. Τότε η γλώσσα -και μέσα από αυτή ο χρήστης της- εμφανίζεται σαν ανώτερη που σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί όργανο προσιτό στον καθένα. H χρήση της καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι το κατεξοχήν αυτό τεχνητό ιδίωμα είναι η «φυσική» γλώσσα των κατόχων της «φυσικής» νοητικής ανωτερότητας.

O χρήστης της, επίλεκτος χειριστής των λέξεων και των ιδεών παρουσιάζεται σαν φυσικός κάτοχος μιας νοητικής ανωτερότητας που ούτε αγοράζεται ούτε χαρίζεται, σαν δώρο υπερκοινωνικό της μοίρας και έμμεσα πλην σαφώς μεταδίδει το μήνυμα ότι η κατοχή των όποιων γνώσεων δεν είναι απόκτημα προσιτό με ορισμένες προϋποθέσεις -π.χ. κοινωνικές- αλλά ιδιότητα φυσική, χάρισμα. Έτσι συνειδητά ή ασυνείδητα δικαιώνει την κοινωνική και μορφωτική ανισότητα και νομιμοποιεί τα προνόμια αφού αρνείται τις κοινωνικές προϋποθέσεις που παράγουν τις καλλιεργημένες διαθέσεις.

Από τη γλώσσα της εξουσίας στην τρομοκρατική γλώσσα

«Περισσότερο από φιλοσοφία του υποκειμένου και της συνείδησης, μετά το στρουκτουραλισμό και μετά τη διαλεκτική -ακόμη και στην αρνητική αντορνική εκδοχή της που απορρίπτει τις «συνθέσεις» των κοινωνικών επιστημών- μετά από κάθε θεωρία της κοινωνίας που επαγγέλλεται τη χειραφέτηση είτε ως ριζική κριτική της γνώσης, είτε ως κριτική της   ιδεολογίας και πάντως ως συνολική της κοινωνίας εν ονόματι ενός κανονιστικού και ουτοπικού ιδεώδους, κυρίως εναντίον κάθε «συνολιστικής αρχής» που υποθετικά ενοποιεί ό,τι ουδέποτε πραγματικά θεματοποιείται από τον ακατανόμαστο βιωμένο κόσμο και τέλος με τη βεβαιότητα της εγγενούς αναλήθειας του όλου και τη γνώση του αμφίβολου αποτελέσματος της υπέρβασης, η μη κοινωνιολογία, χωρίς       την προκατάληψη του «αρνητισμού», την αισιοδοξία του «καθολικού πραγματισμού» ή την υποκρισία του κάθε «ανθρωπολογισμού» αλλά με διάθεση αποκαταστατική της αυτοδιαψευσμένης νεοτέρικότητας, ούτε ανακατασκευή του μαρξισμού, ούτε κριτική του κοινωνικού εξορθολογισμού αλλά ούτε και θεωρία της επικοινωνιακής δράσης στο αγγελικό πεδίο ενός δι-υποκειμενικού, κατανοητικού και ηθικού διαλόγου υπέρ του καθολικού consensus, αναδεικνύεται αποσπασματικά εκεί όπου η ενδο-υποκειμενική εννόηση έχει το λόγο ως γραφή σ’ ένα διαρκώς ανολοκλήρωτο έργο» (Βέλτσος, καθηγητής της Παντείου).

«Εις την φιλοσοφίαν του Καντίου η καθολική υποκειμενικότης ταυτίζεται με την αντικειμενικότητα. H ιδεαλιστική σκέψις, διαπιστώνουσα την σταθεράν δομήν των εις τα διάφορα υποκείμενα ισχυουσών γενικώς βουλητικών αρχών (Maximen), ανάγει αυτά εις την γενικωτάτην, περιληπτικωτάτην και ειδολογικήν (κατ’ ουσίαν υποκειμενικήν!) αρχήν του νόμου, τον οποίον θεωρεί ως «αντικειμενικόν». H «εξαντικειμενίκευσις» αύτη είναι ουσιώδες γνώρισμα της ηθικής θεωρίας και της πράξεως εις την κριτικήν – ιδεαλιστικήν σκέψιν του Kaντίου (o οποίος κατά αφηρημένον, κριτικόν μεταφυσικόν -όχι μυθολογικόν- τρόπον επιδίδεται ούτω εις «objektivierendes Denken»). H «εξαντικειμανίκευσις» αύτη -η θεώρησις της       ατομικής υποκειμενικής ηθικής αρχής της βουλήσεως (Maxime) ως αντικειμενικού νόμου (Gesetz)- αποτελεί την θεμελίωσιν της ηθικής (θεωρίας και) πράξεως, η οποία φαίνεται πλέον να επιτελήται ως «εξυποκειμενίκευσις» (ο «αντικειμενικός» ηθικός νόμος γίνεται υποκειμενική ηθική πράξις). Εκ της καθολικής υποκειμενικότητος, (της αντικειμενικότητος» του «νόμου») απορρέει επομένως κατά τον Κάντιον η υποχρεωτικότης της «κατηγορικής προσταγής» («Ketegorischer Imperaliv») δια το καθ’ έκαστον υποκείμενον, το οποίον υφίσταται ως άτομον». (Παπαπέτρου Κων/νος, «Ιδιοτροπία», διδάσκεται σήμερα στη Θεολογική Σχολή Αθήνας).

IV. H επιλογή της καθαρεύουσας παλιότερα, συνδέεται με το γεγονός ότι αποτελούσε έναν αποτελεσματικό φραγμό προς την εξουσία κι ένα σύμβολο ταξικής διάκρισης και ανωτερότητας. Το δέος των μαθητευομένων από τα κατώτερα στρώματα απέναντι στη γλωσσική βία που εξασκούσε επάνω τους η Καθαρεύουσα τόσο στον προφορικό, όσο και ιδιαίτερα στο γραπτό λόγο είναι γνωστό και σήμερα βέβαια έχει πάρει ιδιαίτερη ιδιαίτερη έκταση στις περιπτώσεις εκείνες που οι εκπαιδευόμενοι -κυρίως στα πανεπιστήμια- έρχονται σε επαφή μ’ αυτήν.

Όμως είναι πια φανερό ότι βία και τρομοκρατία δεν εξασκούν μόνες τους οι δοτικές ούτε οι αρχαιοπρεπείς καταλήξεις. Αρκεί να συγκλίνουν οι κοινωνικοί όροι που δίνουν στον πομπό τη νομιμότητα να κατέχει το λόγο και την αλήθεια, κύρος που απορρέει και από το καθέδρας μάθημα, για να δράσει τρομοκρατικά πάνω στους δέκτες και οποιαδήποτε κοινωνική διάλεκτος.

V. Ο λόγος είναι επιστημονικός όταν δίνει τη δυνατότητα να επαληθευτούν τα λεγόμενα και αυτή βέβαια η δυνατότητα έχει σαν πρώτη συνάρτηση και τη γλώσσα στην οποία είναι διατυπωμένη η όποια άποψη. Πολλές φορές όμως η χρήση της γλώσσας εμποδίζει το δέκτη να καταλάβει και τότε το μήνυμα μετατρέπεται σε στατική αλήθεια που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Στο από καθέδρας μάθημα η παρόμοια χρήση της γλώσσας εμποδίζοντας την κατανόηση των νοητικών προϊόντων, προστατεύει τον πομπό από την κριτική και επιβάλλει μ’ ένα τρομοκρατικό τρόπο σιωπή στο δέκτη. H νοηματική ακαθοριστία λειτουργεί τρομοκρατικά στους εκπαιδευόμενους που αναγκάζονται να αναλάβουν όλη την ευθύνη για την καταστροφή της επικοινωνίας. H τρομοκρατική γλώσσα πείθει τον εκπαιδευόμενο για την ανωτερότητα του πομπού και για την δική του κατωτερότητα, τον πλημμυρίζει δέος, ερωτηματικά και αμφιβολίες για τις νοητικές του ικανότητες. Τον αναγκάζει να οχυρωθεί στην ένοχη σιωπή γιατί φοβάται πως ακόμη και η παραμικρή δήλωση ότι δεν καταλαβαίνει θα αποκαλύψει δημόσια την αναξιότητά του.

Χρήστος Κάτσικας

Σημείωση: Βιβλίο αναφοράς το: «Γλώσσα και ιδεολογία» της Α. Φραγκουδάκη.

Αντιτετράδια, τ. 15, καλοκαίρι 1991

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το