Πήγα σχολείο πέντε χρονών και πέντε μηνών. Χωρίς κανένα εφόδιο προσχολικής αγωγής. Η μητέρα μου πίστεψε ότι θα ‘ταν καλό για την πορεία της ζωής μου να “κερδίσω χρόνο”, κι ο κύβος ερρίφθη εν μία νυκτί. Είχαμε μόλις μετακομίσει στο Παγκράτι, δεν είχα προλάβει να κάνω ούτε ένα φίλο στη γειτονιά, και τίποτα δεν μ’ είχε προετοιμάσει γι αυτό που είναι η τάξη κι η εκπαιδευτική διαδικασία.    

Η πρώτη μέρα της πρώτης δημοτικού ήταν εφιαλτική. Σαράντα και κάτι παιδιά στην αίθουσα (στην έκτη δημοτικού ήμασταν εξήντα), δεν ήξερα ούτε ένα, και μου φαίνονταν όλα απειλητικά. Η παιδική ματιά διαθλά και μεγεθύνει αχαλίνωτα, προσδίνοντας κάποτε τρομαχτικές διαστάσεις σε πρόσωπα και πράγματα, κι εγώ, ένα μοναχικό παιδί που δεν είχε τότε ακόμα παρά ελάχιστες εμπειρίες συναναστροφών, ένιωσα περικυκλωμένη από μια αγέλη λεόντων.

Η κυρία Κατερίνα, μια νεαρότατη δασκάλα, πάσχιζε όπως-όπως να κατευνάσει τους ατίθασους, δεν της περίσσευε χρόνος για το αμίλητο κοριτσάκι που κρυβόταν στα πίσω θρανία. Στο διάλειμμα, παρ’ όλο που πιεζόμουν, δεν σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα. Οι δισταγμοί κι οι ντροπές με κοκάλωσαν στη θέση μου. Το ατύχημα συνέβη ακριβώς τότε. Τα παιδιά κι η κυρία Κατερίνα επέστρεψαν υπερβολικά γρήγορα στην αίθουσα, κι εγώ παρακαλούσα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Φαίνεται πως η δασκάλα κάτι κατάλαβε, και κάποια στιγμή που σήκωσα λίγο το κεφάλι μου, συνάντησα τη ματιά της. Μου έκλεισε το μάτι και μου χαμογέλασε πλατιά, αλαφραίνοντας τόσο όσο τη ντροπή. Κι όταν χτύπησε το κουδούνι, περίμενε μέχρι να βγουν όλα τα παιδιά, κι ύστερα ήρθε κοντά μου και μου χάιδεψε το κεφάλι.

«Δεν πειράζει», είπε, «δεν έγινε τίποτα», ή κάτι τέτοιο. Με τράβηξε απαλά να σηκωθώ (θυμάμαι ότι το κάθισμα είχε νοτίσει), και βγήκαμε έξω μαζί, όπου με περίμενε η μητέρα μου. Δεν θυμάμαι τι της είπε. Κανείς όμως δεν με μάλωσε, και την επόμενη μέρα επέστρεψα στο σχολείο ασημάδευτη, σχεδόν με προσμονή.

Η συνέχεια ήταν ζάχαρη. Έκανα σιγά-σιγά φίλους, κι ούτε ένα πρωί δεν μπήκα στην τάξη βαρυγκωμώντας. Είχα εντελώς λησμονήσει το επεισόδιο, το ανέσυρα από τα βάθη της μνήμης τούτες τις μέρες. Λογαριάζοντας ξανά και ξανά πως θα μπορούσαν να ‘χουν εξελιχτεί τα πράγματα, αν το ατύχημά μου είχε καταγραφεί από μια κάμερα. Αν η δυσκολία κι η ντροπή μου είχαν γίνει θέαμα. Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να ζωντανέψει ένας νους τα ενδεχόμενα έκτροπα. Που μπορούν να σημαδέψουν ανεπανόρθωτα ένα παιδί, αυτή τη μαγική και μαζί εύθραυστη ύλη, καθώς σπάνια γιατρεύεται ριζικά η ταπείνωση.

Για τις αντιπαιδαγωγικές κι αντιεκπαιδευτικές πλευρές αυτού του εκτρωματικού νομοσχεδίου, έχουν γραφτεί περίπου τα πάντα. Και όχι μόνο. Κάμποσοι ειν’ αυτοί, εκπαιδευτικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, που έχουν επισημάνει πως η εγκατάσταση κάμερας στην τάξη θρυμματίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και κάθε έννοια δημοκρατίας. Το μόνο που θα ‘θελα να υπογραμμίσω, είναι πως θα ‘ναι αμετάκλητο πισωγύρισμα για το λαό και τον τόπο, αν αυτή η φασιστικής έμπνευσης σύλληψη συναντήσει την αντίδραση της εκπαιδευτικής κοινότητας – και μόνο. Πρέπει, επιβάλλεται, να βρει απέναντί της την κοινωνία σύσσωμη. Και αποφασισμένη.  

Θέμις Αμάλλου 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το