Για την αναχαίτισή του δυσμενούς κοινωνικού κλίματος και μπροστά στις εκλογές η κυβέρνηση Τσίπρα αναγκάζεται να επιστρατεύσει όπλα μετάθεσης του επίκεντρου της πολιτικής ατζέντας και αντιπαράθεσης. Επανενεργοποιεί το “όπλο” των σκανδάλων του “παλιού συστήματος” ανεβάζοντας σε πρώτη δόση στην πολιτική σκηνή το σκάνδαλο Παπαντωνίου.

Επαναφέρει το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης που το είχε ανοίξει και το 2016, όταν πάλι η εφαρμογή του τρίτου μνημονίου της δημιουργούσε πιέσεις, και προσπαθεί να μεταθέσει την πολιτική συζήτηση σε άλλο πεδίο. Να εγκλωβίσει σ’ αυτό την αντιπολίτευση θέτοντας προτάσεις “ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα” και διασφάλισης της πολιτικής σταθερότητάς του (προτάσεις για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, συνέχεια κυβερνήσεων κλπ.). Να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου από τα επίμαχα ζητήματα που μεγαλώνουν τη λαϊκή δυσφορία και να φτιασιδώσει την κυβερνητική πολιτική με δημοκρατικά ψευτομερεμέτια (“δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία”, “εξορθολογισμό των σχέσεων κράτους – εκκλησίας” (όχι χωρισμό κράτους εκκλησίας), “προστασία δημοσίων αγαθών” την ώρα που διευρύνει τις ιδιωτικοποιήσεις με νόμους κλπ.).

Παράπλευρα ανοίγει με προεκλογική σκοπιμότητα και άλλα θέματα αντιδεξιάς “δημοκρατικής ευαισθησίας”, όπως ο φάκελος της Κύπρου.

Παράλληλα με αυτές τις προσπάθειες που κάνει για την αναστήλωση του φθαρμένου πολιτικού προφίλ της, η κυβέρνηση γνωρίζει πως η τύχη της σε καθοριστικό βαθμό θα ρυθμιστεί από το πώς οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί και προσφέρει υπηρεσίες, θα διαμορφώσουν τη στάση τους απέναντί της. Πώς δηλαδή, θα σταθεί η ΕΕ απέναντι στα σενάρια του κρατικού Προϋπολογισμού της, πώς θα οδηγήσουν οι αμερικανοΝΑΤΟϊκοί τα πράγματα στις υποθέσεις της εξωτερικής πολιτικής και των εθνικών θεμάτων κλπ.

Ωστόσο, ο ελληνικός λαός εξακολουθεί να ζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων, τεράστιας ανεργίας και οικονομικής εξουθένωσης, που όχι μόνο δεν την άμβλυνε αλλά αντίθετα την ενέτεινε και τη συνεχίζει η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Βλέπει μπροστά τους μισθούς και τα μεροκάματα ισοπεδωμένους, τα φορολογικά χαράτσια να αβγαταίνουν, οι τιμές στο ρεύμα και στο πετρέλαιο να ανεβαίνουν, οι πλειστηριασμοί και οι κατασχέσεις να πληθαίνουν και να γίνονται πιο απειλητικές για τον πολύ κόσμο, καθώς μάλιστα προωθείται για μέχρι τέλους του χρόνου ένα πρόγραμμα μείωσης των “κόκκινων δανείων” κατά 15-20 δις !

ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Αυτή η πραγματικότητα ασκεί πιέσεις και έθεσε μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ζήτημα προκήρυξης απεργίας για το Νοέμβρη ενάντια στο νέο κρατικό Προϋπολογισμό και την πολιτική που προωθεί η κυβέρνηση για τα εργασιακά ζητήματα. Ζήτημα που το προχώρημά της έχει προσκρούσει στις υπονομευτικές και διαλυτικές συνδικαλιστικές πολιτικές των βασικών συνδικαλιστικών παρατάξεων. Πέρασε πρώτα από τους σκοπέλους των ξεχωριστών απεργιών που είχαν αναγγείλει οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τις 8 Νοέμβρη και την 1η Νοέμβρη, ανεξάρτητα αν στο τέλος υποχρεώθηκαν σε μια “προσαρμογή” στην ημερομηνία απεργίας που αποφάσισαν η ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ, μετατρέποντας σε γελοιογραφία τα αρχικά σκεπτικά τους για ξεχωριστές δήθεν “διακλαδικές” απεργίες.

Η ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ αποφάσισαν 24ωρη απεργία για τις 14 Νοέμβρη. Και ενώ ήταν ανακοινωμένη αυτή η ημερομηνία αυτής της απεργίας για αρκετές μέρες, η ηγεσία της ΓΣΕΕ που κράτησε επίμονα, όλο τον Οκτώβρη, μια προκλητική αρνητική στάση απέναντι στο αίτημα κήρυξης πανεργατικής απεργίας πήρε απόφαση με ψήφους των παρατάξεων της ΠΑΣΚΕ, της ΔΑΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ για πανεργατική απεργία σε άλλη ημερομηνία, για τις 28 Νοέμβρη. Μια απόφαση που επέτεινε μέσα στους εργαζόμενους τη σύγχυση, καθώς αντί να δουν μια απόφαση που να προωθεί τον ευρύτατο δυνατό συντονισμό των εργαζομένων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα σε κοινή ή κοινές ημερομηνίες, βλέπουν, τούτη τη στιγμή, δυο καλέσματα: το ένα να καλεί όλους τους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα και τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα στην Αθήνα σε απεργία 14 Νοέμβρη και το άλλο σε πανεργατική απεργία στον ιδιωτικό τομέα στις 28 Νοέμβρη.

Το γεγονός μάλιστα ότι αυτά διαμορφώθηκαν αντιπαραθετικά, μέσα από συνδικαλιστικούς ανταγωνισμούς και επιδιώξεις εξασθένησης της κίνησης για πανεργατικό απεργιακό αγώνα, προσθέτει δυσκολίες στην υπόθεση της συμμετοχής των εργαζομένων στον απεργιακό αγώνα.

Εκείνο που έχει σημασία τώρα είναι, ασκώντας ισχυρή κριτική στις συνδικαλιστικές δυνάμεις που ευθύνονται και έχουν δημιουργήσει αυτή την κατάσταση, να ακολουθηθεί μια πρακτική που θα κάνει δυνατό να διεξαχθούν απεργιακές κινητοποιήσεις όσο το δυνατόν πιο μαζικές, οι οποίες να επιδράσουν θετικά στους εργαζόμενους, στο ξεδίπλωμα και στην ανάπτυξη νέων μαζικών αγώνων.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το