Ειναι καμποσες μερες τωρα, που ολες σχεδον οι καμπιες της αγραμπελης μου, εγιναν πεταλουδες. 
Βγηκαν απ το σφιχτο κορσε της καμπιας, εκατσαν λιγο ακινητες στην αμηχανια της χρυσαλιδας και μετα πεταξαν, κουβαλωντας στα φτερα τους τους πιο αναπαντεχους συνδυασμους χρωματων κι εκεινες τις πονηρες βουλες που μοιαζουν με ματια για να μπερδευουν τις κυνηγιαρες γατες και τα θρασιμια ερπετα.
Τα πρωινα χαζευω το πληθος και την ομορφια τους και την απροσδοκητη αντισταση που μπορει να δειχνει αυτο το αλαφροπατητο πλασμα, που δεν πιανει ουτε το βαρος του πουπουλου, στα φυσηγματα του αγερα. 
Αυτο νομιζω πως το λενε, θεληση για ζωη. Οταν η αυρα γινεται ανεμος και δυνατο μελτεμι, κουρνιαζουν στις γωνιες των παραθυρων ή χωνονται παλι μεσα στις φυλωσιες της αγραμπελης. Εχουν πού να πανε για να περισωσουν τη μικρη τους ζωη. 
Αυτοι που μελετουν τις πεταλουδες λενε πως στον ανεμο χανουν λιγη απ τη σκονη των φτερων τους που μοιαζει με τη χρυση αυγομπογια που χρησιμοποιουν οι αγιογραφοι στα φωτοστεφανα.
“Φαε τη σκονη μου” λεει, ας πουμε, η πεταλουδα στον αερα.
Παρατηρωντας τα καμωματα τους, μου ηρθε στο νου η Φάρασαντ. 
Το ονομα της στα φαρσι σημαινει πεταλουδα. 
Ο πατερας, η μανα της κι αλλα πεντε παιδια περπατησαν τις μεγαλες οροσειρες και τις στεππες της Ανατολιας, αναμεσα στο Ιρακ και την Τουρκια κι εφτασαν αγκομαχωντας μεχρι τα Σφαγεια της Καλυμνου οταν πια ειχαμε ξεκρεμασει τα τσιγκελια, ειχαμε πλυνει τα παλια αιματα και τα ειχαμε βαφτισει Καταφυγιο. 
Η μανα της Φάρασαντ, περπατησε πολλα μιλια στα χιονια, στους χωματοδρομους και στην καυτη ασφαλτο της κοντινης Ανατολης, διχως το ενα παπουτσι, που ειχε κυλησει σ ενα φαραγγι και χαθηκε. Τυλιξε το ποδι με πανια και πλαστικες σακουλες, αλλαζε θεση στο ενα παπουτσι που της εμεινε για να μοιραζει τα κακοπαθηματα, την κουβαλουσαν, καθως ηταν μικροκαμωμενη και άβαρη, ο αντρας και ο μεγαλος γιος στους ωμους τους, οπως τη Χαλιλ στο Δρομο του Γκιουνέι, μα οταν εφτασε εδω το αριστερο της ποδι ηταν μια μπαλα. Ειχε πρηστει τοσο πολυ, που το μονο που χωρουσε στο φουσκωμενο βασανο ηταν μια παντοφλα 47 νουμερο.
Μιλουσαμε με νοηματα. Οταν καταλαγιασαν λιγο οι πονοι του κακοπαθημενου ποδιου, τη ρωτησα, παλι με νοηματα, πώς τα καταφερε η Πεταλουδα – Φαρασαντ, με το λιανο κορμακι του τετραχρονου κι εκεινα τ ανυποστατα ποδια, να περπατησει ολους αυτους του Μαραθωνιους. 
Και μου απαντησε, παλι με νοηματα, πως η πεταλουδα φορουσε και τα δύο παπουτσια.

Νίνα Γεωργιάδου

Διαβάστε και αυτό:

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το