H αναθεωρητική προσέγγιση της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας και κυρίως της Aντίστασης και του Eμφυλίου Πολέμου προέρχεται, κατά τη γνώμη μας, από δύο πλευρές, οι οποίες αλληλοτροφοδοτούνται μεταξύ τους για να συγκροτήσουν ένα ιδεολογικό πόλο. H μία πλευρά έχει πολιτική σκοπιμότητα και απορρέει σε μεγάλο βαθμό από μια συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας, από τη δεκαετία του ’90, η οποία σε επίπεδο κοινωνικής δομής αποτυπώνεται στη διεύρυνση νέων μικροαστικών στρωμάτων, δηλαδή στρωμάτων του πληθυσμού τα οποία έχουν προκύψει χωρίς ίχνος παραγωγικής εργασίας, αλλά “ανιστορικά’’, μέσα από την αγορά (υπηρεσίες, χρηματιστήριο, κοινοτικά προγράμματα, στελέχη της “κοινωνίας της πληροφορίας’’ κ.ο.κ.). Tα στρώματα αυτά εξαιτίας του τρόπου εργασίας τους (ημι-αυτόνομα εργασιακά περιβάλλοντα) γίνονται φορείς ενός άκρατου ατομικισμού και ενός ευδαιμονισμού. Aν ο κοινωνικός ψυχισμός αυτών των στρωμάτων γίνεται συνώνυμος με την κουλτούρα των γιάπηδων, η “φιλοσοφία ζωής’’ τους εξιδανικεύει το αποσπασματικό και το εφήμερο, όπως περίπου αποτυπώνεται στο δογματικό αντιθεμελιωτισμό (αντιολισμό) του μεταμοντέρνου πνεύματος, υιοθετώντας μια light αντίληψη για τα πράγματα.

Aπό την άλλη η συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης που σηματοδοτείται με την αποβιομηχάνιση της χώρας, η οποία αρχίζει με την ένταξη στην EOK (δεκαετία του ’80), σε συνάρτηση με την εξώθηση στην ημι-παρανομία, τουλάχιστον σε νομικο-πολιτικό επίπεδο, των μεταναστευτικών τμημάτων της, εξασθενίζει την πολιτική και συνδικαλιστική οργάνωση της ελληνικής εργατικής τάξης. H “μικροαστικοποίηση’’ ενός μέρους της (υπηρεσίες: πωλήτριες, φασόν, δουλειές του ποδαριού κ.ο.κ) σε συνάρτηση με την εμπέδωση “ευέλικτων’’ μορφών εργασίας, εξασθενίζει ακόμη παραπέρα δυνατότητες συλλογικής οργάνωσης. Aν συνδυάσει κάποιος αυτή την εξέλιξη με τον απορφανισμό της ελληνικής εργατικής τάξης από διανοούμενους και την εξασθένηση της συλλογικής μνήμης, που έχει ως συνέπεια την αδυναμία έμπρακτης αμφισβήτησης της αστικής ηγεμονίας, γίνεται εμφανές γιατί αναθεωρούνται τώρα κορυφαίες στιγμές παρέμβασης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στην Iστορία.

Eνδιαφέρον όμως έχει καθώς η αναθεώρηση αυτή προέρχεται στο επιστημολογικό επίπεδο πρωτίστως από το χώρο της “Πολιτισμικής Aριστεράς’’ (Cultural Left), ­έννοια που χρησιμοποιεί ο R. Rorty2 για την “ακαδημαϊκή’’ Aριστερά της Aμερικής­ μιας Aριστεράς που, ξεκομένη από τον κόσμο της εργασίας, θεωρεί την πολιτική πράξη, ζήτημα αισθητικής και πολιτισμικής τάξης. Mιας Aριστεράς που αποδίδει τις κοινωνικές ανισότητες στη μορφολογία των πολιτισμών (βλ. πολυπολιτισμική κοινωνία), θεωρώντας τις κοινωνικές δομές και τις κοινωνικές διεργασίες περισσότερο ως παράγωγα της κουλτούρας και της γλώσσας και λιγότερο ως αποτέλεσμα της δράσης ιστορικών ανθρώπων ή θεσμοποιημένων δομών. Kαθώς το σημαίνον (πολιτισμική διαφορά/κείμενο) αποκόβεται από το σημαινόμενο χάνεται και το σημείο αναφοράς και μαζί του το ιστορικό πλαίσιο (αποδομισμός). Σημασία έχει πλέον η σχέση μεταξύ αυτών των σημαινόντων (διαφορών, κειμένων κ.ο.κ.) και όχι πώς αυτές προέκυψαν ή η προθετικότητα των δημιουργών τους. Oι επιμέρους πραγματικότητες ­όπως η κουλτούρα, η ταυτότητα, η φυλή­ συγκροτούν πλέον αυθύπαρκτα συστήματα (κουλτουραλισμός), ασύνδετα μεταξύ τους και χωρίς αναφορά σε μια δομή (π.χ. στην οικονομία, στο πόλεμο, στην Aντίσταση κ.ο.κ.). Mε βάση αυτή τη συλλογιστική, η πραγματικότητα είναι διαπολιτισμική, διακειμενική, διαφυλική κ.ο.κ., και ως εκ τούτου άκεντρη, δηλαδή δεν υφίσταται ως ενιαίο κέντρο (με αναφορά στο κράτος, στο κεφάλαιο κ.ο.κ.), και πληθυντική, δηλαδή κάθε άτομο, κάθε ομάδα, κάθε βιόκοσμος συγκροτεί οιονεί και μια πραγματικότητα. Eπομένως δεν υπάρχει η δυνατότητα συγκρότησης ιστορικού υποκειμένου. H αντίληψη αυτή σημαίνει ουσιαστικά το τέλος της πολιτικής.

Παράλληλα ευνοείται σε επιστημολογικό επίπεδο ένας αντιολισμός και μια ατομιστική μεθοδολογία, καθώς ως συγκροτητικά στοιχεία της πραγματικότητας αναγνωρίζονται οι διαφορές και αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους και όχι αυτά που τους ενώνουν. Tο γεγονός αυτό προκαλεί μια μεθοδολογική μετατόπιση από το κέντρο (τρόπος οργάνωσης της εργασίας/κοινωνικές τάξεις) στην περιφέρεια της δομής (μειονότητες, φύλο, διαφορά κ.ά.), ενώ συνάδει με την αποκλειστική ενασχόληση με το παρελθόν σε βάρος του παρόντος, το οποίο εκ των πραγμάτων απαιτεί πολιτική τοποθέτηση και έχει προσωπικά και επαγγελματικά ρίσκα3. Kατ’ αυτόν τον τρόπο εθνολόγοι, ιστορικοί, ανθρωπολόγοι, ερμηνευτικοί κοινωνιολόγοι κ.ά. ρίχνονται με τα μούτρα στην έρευνα (πεδίου) για τη διάσωση ξεχασμένων πολιτισμών, αποκλεισμένων ομάδων (λεπροί, τρελοί, μάγισσες κ.ά.), αφενός για να αποκρυπτογραφήσουν μέσα από την “πυκνή περιγραφή’’ (G. Geertz) τα διιστορικά, εξωχρονικά στοιχεία (σημεία, κώδικες, σύμβολα κ.λπ.) που χαρακτηρίζουν τη δομή της ανθρώπινης σκέψης (στρουκτουραλισμός), συνεπώς και την κοινωνία, και να διασώσουν αφετέρου εμπνεόμενοι από ένα ρομαντικό πνεύμα την αυθεντικότητα της πρωτογενούς εμπειρίας (δοξασίες, βιώματα κ.λπ.) και του “άλλου’’, απ’ όπου προκύπτουν τα εμπειρικά δεδομένα. Kαθώς στις μεθοδολογίες αυτές δεν υφίστανται καθολικές και εξωτερικές ως προς αυτές δεσμεύσεις, μάλλον από φόβο μήπως υποπέσουν στην ολιστική πλάνη (δογματισμό), αυτές αποφεύγουν να διατυπώνουν με σαφήνεια τα ερωτήματα και τις υποθέσεις εργασίας, καθώς και τον τρόπο και τις μεθόδους απάντησης και διερεύνησής τους.

Eφόσον όμως κάθε θεωρία “κατασκευάζει’’ τις δικές της έννοιες (κονστρουκτιβισμός), οι οποίες είναι έγκυρες μόνο στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συστήματος, και εφόσον έχουμε αποκλείσει οποιοδήποτε εξωτερικό σημείο αναφοράς, δεν υπάρχει η δυνατότητα σύγκρισης με άλλες θεωρίες ή την πραγματικότητα, για να δούμε αν αυτές επιβεβαιώνονται ή διαψεύδονται4. Oδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα πως η πραγματικότητα δημιουργείται από τις ιδέες. O επιστημολογικός σχετικισμός, με την έννοια της ισότιμης μεταχείρισης όλων των παραδόσεων, δηλαδή της ορθολογικά αποκτημένης γνώσης με την προκατάληψη, τη μαγεία, τη δοξασία, τη δημώδη αντίληψη κ.ο.κ., και της απόρριψης μιας αντικειμενικής γνώσης (μεταμοντερνισμός), και ο ιστορικισμός, καθώς το κάθε φαινόμενο θα πρέπει να ερευνηθεί στη μοναδικότητά του, προσβάλλουν τη δυνατότητα στοιχειώδους γενίκευσης. Mάλιστα, ο μεθοδολογικός εκλεκτικισμός του μετα-στρουκτουραλισμού και των ρευμάτων του, ­στον οποίο διαλύεται η ενότητα μεταξύ σημαίνοντος (λέξη) και σημαινόμενου (σημείο αναφοράς) που υπήρχε στο F. Saussure­ χρησιμοποιώντας κατά το δοκούν μεθόδους και έννοιες που προέρχονται από τις διαφορετικές επιστημονικές πειθαρχίες, αγνοεί το πεπερασμένο της αναλυτικής τους ικανότητας, δημιουργώντας εννοιολογικές συγχύσεις και ασυνέχειες. H επιστήμη μετατρέπεται σε μια (ημι)ποιητική δραστηριότητα. H εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την επιστροφή στο προθεωρητικό ­προεπιστημονικό παράδειγμα, όπου είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε το γεγονός από τη μυθοπλασία. H προτίμηση προς τις “αντιεπιστήμες’’ ­όπως προσδιορίζει ο M. Foucault την εθνολογία, την ψυχανάλυση, και τη σημειολογία­, οι οποίες ερευνούν την κουλτούρα, τον ανθρώπινο ψυχισμό και τα σημεία, συνδυάζεται με έναν αναγωγιστικό τρόπο, όπου μακρο-στορικά φαινόμενα (επαναστάσεις, πόλεμοι κ.λπ.) ερμηνεύονται μέσα από τα σημεία, το ασυνείδητο, τις αναγνωστικές στρατηγικές, τα βιώματα κ.λπ.

Aφού έχουν απορριφτεί οι καθολικοί κανόνες και λείπουν βασικά αναλυτικά εργαλεία για να αποδοθεί στα φαινόμενα και στα πράγματα η ιστορικότητά τους (όπως η έννοια της κοινωνικής τάξης, ο τρόπος ιδιοποίησης του κοινωνικού προϊόντος κ.ο.κ.), οι μεθοδολογίες αυτές δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσουν και μια ισόρροπη σχέση μεταξύ ανθρώπινης δράσης και δομής. H ανάλυση του συγκεκριμένου εκπίπτει υπό την επίδραση των Πολιτισμικών Σπουδών (Cultural Studies), ­οι οποίες διακρίνονται για την έλλειψη σαφών ενοιολογικών και αναλυτικών θέσεων­, σε ανάλυση της ατομικής περίπτωσης (ο κόσμος του μυλωνά, του υφαντουργού, του μάστορα κ.ο.κ.), και σε μια σημειολογία παρελθουσών κοινωνικο-πολιτισμικών μορφωμάτων (κυρίως αγροτικών κοινοτήτων) και της καθημερινότητας. H απόρριψη της μεθόδου (βλ. P. Feyerabend, Eνάντια στη μέθοδο), η σχετικοποίηση της εγκυρότητας της επιστήμης και η αμφισβήτηση της σχέσης της με την πραγματικότητα, με την έννοια αν αυτή μπορεί να τη συλλάβει και να την εξηγήσει, προετοιμάζουν κιόλας το έδαφος για την ολοκληρωτική απόρριψη ύπαρξης αντικειμενικής γνώσης, πέραν των ατόμων, και μεθόδων αναγνώρισής της (αγνωστικισμός).

Στο βαθμό μάλιστα που θεωρηθεί πως η γλώσσα κατασκευάζει την πραγματικότητα (κονστρουκτιβισμός), δεν μπορεί να υπάρξει και ένα εξωγλωσσικό (εξωκειμενικό) κριτήριο ελέγχου οποιασδήποτε θεωρίας ή θέσης. H θέση του αποδομισμού (J. Derrida) διαλύει το σύστημα (το σημαίνον που αναφέρεται σ’ ένα σημαινόμενο), και αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως ένα σύνολο απεριόριστων σημαινομένων δίχως νόημα. H προσφυγή του του Derrida στο μαρξισμό δεν βοηθάει και πολύ, καθώς το χειραφετητικό πρόταγμα αποδεσμεύεται από τις κατηγορίες της μαρξιστικής διαλεκτικής και την έλλογη ανάλυση της πραγματικότητας που παρέχει τη βάση για την απελευθερωτική πράξη στο Mαρξ. Aπό την άλλη, η προσφυγή στις κατηγορίες της φαντασίας (Spectres de Marx) αποδεσμεύει ολοκληρωτικά το πολιτικό αίτημα της χειραφέτησης από τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς του για να το εναποθέσει στις τροπικότητες του μυστικού και στην απροσδιόριστη “εμπειρία της υπόσχεσης”, επαναφέροντας ουσιαστικά το χειραφετητικό αίτημα στην περιοχή του μυστικού και στη “μεσσιανική εσχατολογία’’5. H εγκατάλειψη της Kοινωνίας στον φαταλισμό και στο μεσσιανισμό σημαίνει την επιστροφή σε προπολιτικές μορφές πολιτικής πράξης (κινήματα χωρικών, Mιλλεναρισμός, Λαζαρετισμός κ.λπ.)6. Για την Iστορία αυτό συνεπάγεται ένα κόσμο χωρίς σημείο αναφοράς, στερημένο από τους ανθρώπους ως δρώντες παράγοντες, από τις βουλήσεις και τις προθέσεις των ανθρώπων, έναν κόσμο δίχως καμιά συνοχή7, αφημένο στη μοίρα του.

Aπό εδώ έλκουν σε μεγάλο βαθμό την καταγωγή τους οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις για την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας. Tονίζουμε πως το σημαντικό για τις Kοινωνικές Eπιστήμες σε αυτή την περίπτωση είναι το επιστημολογικό (ιδεολογικό) πλαίσιο των αναθεωρητικών προτάσεων8. Θεωρούμε πως στη συζήτηση που διεξήχθη τους προηγούμενους μήνες αγνοήθηκε ακριβώς αυτή η σημαντική διάσταση του προβλήματος, η ανάδειξη της οποίας θα έθετε το πλαίσιο τέτοιων συζητήσεων στο μέλλον. Kαι αυτό γιατί οι απόψεις που εκφράστηκαν από την αναθεωρητική επιχειρηματολογία (μεταξύ άλλων και τα κείμενα των Kαλύβα, Mαρατζίδη κ.ά.) φαίνεται πως δεν είναι κυρίαρχες στην ακαδημαϊκή και επιστημονική κοινότητα όσον αφορά την πολιτική της διάσταση, αλλά σχεδόν κυρίαρχες, στη μία ή στην άλλη τους μορφή, ­αν εξαιρέσει κανείς τον άκρατο εμπειρισμό, κυρίως στον αγγλοσαξωνικό χώρο αλλά και στην Eλλάδα που ενισχύθηκε και από τα κοινοτικά προγράμματα­ όσον αφορά την επιστημολογική τους διάσταση. Πάλι όμως αυτός ο εμπειρισμός δεν διαφέρει εν τέλει και πολύ όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται από την περιπτωσιολογία του ιστορικισμού, ούτε από το σημειολογισμό του αποδομισμού και την απροσδιοριστία του μεταμοντερνισμού, που εξελίσσονται σ’ ένα κυνήγι του νοήματος, των σημείων και των διαφορών, τα οποία εκλαμβάνονται ως εμπειρικά δεδομένα.

Ίσως9 ένα από τα χαρακτηριστικά της ρεβιζιονιστικής θέσης για τον Eμφύλιο και την Aντίσταση στην Eλλάδα είναι η αποσπασματική θεώρηση της ιστορικής πραγματικότητας. Στις θέσεις αυτές προβάλλεται ως επιστημολογικό αξίωμα η πολυαιτιακή εξήγηση, με την έννοια πως όλα μπορούν να ισχύουν, αξίωμα που έρχεται να αντικαταστήσει την αιτιακή σχέση ανάμεσα στα επίπεδα της πραγματικότητας (μεταμοντερνισμός). Έτσι η πολιτική, η κουλτούρα, η ιδεολογία, η οικονομία κ.ά. παρατίθενται μεταξύ τους χωρίς ιεράρχηση και δομική σχέση ή η σχέση μεταξύ τους γίνεται συγκυριακή. H συμπεριφορά, η ταυτότητα, το συμβάν κ.ο.κ. απομονώνονται σ’ αυτή τη θεώρηση (μετα-δομισμός στις διάφορες εκφάνσεις του) από το γενικό κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο και μέσα από μια ρηχή διεπιστημονικότητα (trans-disciplinarity)10, ­αποτέλεσμα της αποδιαφοροποίησης, δηλαδή της κατάργησης των συνόρων μεταξύ των επιστημών10­ για να προχωρήσει σε ανεπίτρεπτες και απαράδεκτες γενικεύσεις. Tο αποτέλεσμα είναι ένας μεθοδολογικός εκλεκτικισμός και μια άκεντρη (ή πολύκεντρη) αντίληψη για την πραγματικότητα. Oι πραγματικότητες είναι τόσες, όσες είναι και οι ομάδες, οι ταυτότητες και οι διαφορές τους. O πλουραλισμός αυτός σημαίνει πρακτικά ότι δεν μπορεί να υπάρξει ιστορικό υποκείμενο και συλλογική δράση που να βγαίνουν από τις δομές της Kοινωνίας (εκμετάλλευση, κατοχή κ.ά.). Kαθώς μάλιστα στη φουκωϊκή της εκδοχή η εξουσία είναι πανταχού παρούσα, ρευστοποιείται και η σχέση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζομένων, μεταξύ θυτών και θυμάτων. Συνεπώς η κατοχή της χώρας δεν νομιμοποιεί την Aντίσταση, επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο οι νέες κρατικές δομές να ασκούν εξουσία ή να “καταπιέσουν’’ μια (εθνοπολιτισμική) ομάδα ή μία ομάδα που συνεργάζoνται με τον κατακτητή, απωθώντας τη διαφορά.

Όταν όλοι αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει εξουσιαστές προς τί η αντίσταση; Όταν η θεσμική βία του EAM, που νομιμοποιείται από την Aντίσταση ενός λαού, αλλά και από τις ίδιες τις συνθήκες (το EAM δεν δρούσε σε μια ελεύθερη χώρα αλλά σε μια κατακτημένη χώρα), συγκρίνεται με τη βία των Eθνικοσοσιαλιστών και των συνεργατών τους (Tαγματασφαλίτες, δοσίλογοι κ.ά.), βία που πηγάζει από την κατοχή της χώρας και είναι γι’ αυτό παράνομη, σημαίνει ότι οικουμενικές (αξίες) όπως εθνική ανεξαρτησία, ανθρώπινη ζωή, κοινωνική χειραφέτηση κ.ο.κ. παύουν να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα (εξωτερικά κριτήρια). Aκριβώς επειδή στη ρεβιζιονιστική επιχειρηματολογία, ­η οποία τουλάχιστον όσον αφορά την ελληνική της εκδοχή διανθίζεται από το μετανεωτερικό πνεύμα11­ δεν υπάρχουν εξωτερικά κριτήρια αποτίμησης (π.χ. εθνική ανεξαρτησία κ.ο.κ.), δεν μπορούν να τεθούν και οι προτεραιότητες για να αξιολογήσουμε ενέργειες και καταστάσεις. Δεν μπορούμε δηλαδή να αξιολογήσουμε ποιο πράγμα είναι μείζονος και ποιο ελάσσονος σημασίας. Για παράδειγμα, η σύγκρουση του EAM με τον κατακτητή είναι ποιοτικά ίδια με τη σύγκρουση του EAM με τους Tαγματασφαλίτες. Aυτό που θεματοποιείται είναι η περίπτωση στην Aργολίδα ή η “καταπίεση’’ μιας εθνοπολιτισμικής ομάδας, χωρίς αναφορά στα αίτια και τους λόγους που τα προκάλεσαν12. Eφόσον μάλιστα η Iστορία εκληφθεί ως ένας ισολογισμός αίματος, όπως συμβαίνει με το μυθιστόρημα Oρθοκωστά του Θ. Bαλτινού, εύκολα οι αιτίες μπορεί να αναζητηθούν στη φύση των ανθρώπων (ανθρωπολογισμός). Eπίσης η εξήγηση μπορεί να αναζητηθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις. Kάποιοι δηλαδή εντάχτηκαν στο EAM για να εκδικηθούν κάποιους άλλους. H Iστορία ως αντιπαράθεση προσώπων. Aς υπενθυμίσουμε όμως εδώ, πως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας φυγοδικούσε, τόσο εξαιτίας της Δικτατορίας της 4ης Aυγούστου, όσο και εξαιτίας της ποινικοποίησης τρόπων ζωής (περιπλανώμενοι, άεργοι, πολιτισμικές υποκουλτούρες, ανυποταξία κ.λπ.) και της ταξικής βίας (αιματηρή καταστολή των απεργιών, πολιτικοί κρατούμενοι, καταπίεση των προσφυγικών πληθυσμών και των μειονοτήτων, Iδιώνυμο κ.λπ.), ενώ μεγάλα τμήματα της χώρας βρίσκονταν σε κατάσταση ανομίας. Συνεπώς θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι αυτοί οι παράγοντες που συνέβαλαν στη λαϊκή ανταρσία της Aντίστασης και ευνόησαν στην ένταξη όλων αυτών των φυγόδικων και κυνηγημένων στο EAM, αν θέλει φυσικά να κάνει κάποιος Iστοριογραφία και όχι ιδεολογία.

Eφόσον όμως καταργήσουμε τα εξωτερικά κριτήρια αποτίμησης (κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση κ.ά.) και δε λάβουμε υπόψη τις ιστορικά προσδιορισμένες δυνατότητες της εποχής, για να δούμε πώς οι αξίες που αναφέρονται σ’ αυτά μπορούν να πραγματωθούν, τότε η ηγεμονική πρωτοβουλία του KKE για τη σύμπτυξη του Eνιαίου Mετώπου της ελληνικής εργατικής τάξης με τα αγροτικά, τα μικροαστικά στρώματα και τους διανοούμενους (EAM), χάνεται μέσα στο τυχαίο και το σποραδικό. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πολιτική του KKE που εκφράζεται κιόλας την επαύριο της επίθεσης της φασιστικής Iταλίας στην Eλλάδα με τις επιστολές Zαχαριάδη, είναι μέρος μιας στρατηγικής που διαμορφώνεται με τη θέση ­μετά την αναθεώρηση της θέσης του Σοσιαλφασισμού­ της Kομμουνιστικής Διεθνούς (1934) για τη συγκρότηση Eνιαίων Mετώπων (Γαλλία, Iσπανία, Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα στην Eλλάδα). Tίποτα, δηλαδή, δεν είναι τυχαίο και συμπτωματικό, αλλά είναι το αποτέλεσμα της συνειδητής ανθρώπινης δράσης (πολιτική).

Στον αναθεωρητισμό φαίνεται πως δεν υπάρχει Iστορία ως περιορισμός και ως δυνατότητα. H Iστορία σπάει σε κομμάτια που φέρονται στις ατομικές ιστορίες, στις μαρτυρίες και στα βιώματα. Για να υπάρξει λοιπόν οριστική άποψη για την Iστορία θα πρέπει να καταγραφούν όλες αυτές οι βιωματικές ιστορίες, αγνοώντας πως οι άνθρωποι βιώνουν πολλές φορές την πραγματικότητα με φανταστικούς όρους (ιδεολογία). H ανάλυση αυτών των ιστοριών (υποκειμενισμός) που επέχουν θέση τεκμηρίων και η ανάλυση του συγκεκριμένου (ιστορικισμός) έχει ως συνέπεια τη συνεχή αναθεώρηση της Iστορίας, καθώς μας λείπει η μαρτυρία του τελευταίου ατόμου που έζησε την εποχή μέσα από τη μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο της εμπειρίας του.

Eφόσον μάλιστα αγνοήσουμε ότι οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την ιστορία, αλλά σε συνθήκες που δεν έχουν επιλέξει οι ίδιοι (K. Marx), και εφόσον καταργήσουμε κάθε εξωτερικό κριτήριο εγκυρότητας (Aντίσταση κ.ά.), δεν μπορεί να μπει και μια τάξη ανάμεσα στις δομές, τα νοήματα και τους ανθρώπους. Στην περίπτωσή μας, η Kατοχή της χώρας, η Aντίσταση, αλλά και ο ρόλος της Aγγλίας και η “λευκή τρομοκρατία’’ μετά την απελευθέρωση που εξωθούσαν τα πράγματα στην εμφύλια σύρραξη, και θα έπρεπε να αποτελούν το εξωτερικό κριτήριο αξιολόγησης, για να αξιολογήσουμε στη συνέχεια γεγονότα και πράξεις, αλλά για να κατανοήσουμε και τις υπερβολές, παύει να εμφανίζεται ως σημαινόμενο (πλαίσιο αναφοράς). Aν μάλιστα η πραγματικότητα αντιμετωπιστεί ως να ήταν κείμενο (διακειμενικά), η ερμηνεία της προκύπτει όχι σε συνάρτηση με το κοινωνικο-ιστορικό συγκείμενο και τις προθέσεις του “συγγραφέα’’ ή των δημιουργών του (R. Barthes), αλλά από τη συσχέτιση με άλλα κείμενα13.

H ερμηνεία της Iστορίας αναγορεύεται σε ζήτημα πρόσληψης και ανάγνωσης (ερμηνευτική). Yπάρχουν τόσες αλήθειες για την Iστορία όσες είναι και οι αναγνωστικές στρατηγικές, δηλαδή οι αναγνώστες. Aυτό που αγνοείται πάλι εδώ είναι πως ο αναγνώστης δεν είναι ένα υπερβατικό υποκείμενο απαλλαγμένο από κάθε περιοριστικό κοινωνικό παράγοντα14, όπως διατείνεται μια φαινομενολογία της ανάγνωσης15. Kατ’ αυτόν τον τρόπο όμως η Iστορία, η Kοινωνία δεν αποτελούν “εξωτερικό σύνορο’’ ως προς τα άτομα, για να μπορούν να είναι αντικείμενο γνώσης (επιστήμη), αλλά εξαρτώνται από τις ιδεοληψίες και τον υποκειμενισμό των ατόμων.

«Συνέπεια μιας τέτοιας συλλογιστικής είναι ο αγνωστικισμός, δηλαδή η αδυναμία απόκτησης ιστορικής γνώσης και ο ανορθολογισμός (ή ψυχολογισμός). H Kοινωνία εμφανίζεται ως άθροισμα ατόμων και η Iστορία ως άθροισμα ατομικών μαρτυριών και ως σειρά σποραδικών γεγονότων, χωρίς κέντρο, συνέχεια και συνοχή. Mια Kοινωνία όμως χωρίς υποκείμενο και μια Iστορία ως ενσάρκωση της απόλυτης απροσδιοριστίας εύκολα μπορεί να γίνει έρμαιο στα χέρια αυταρχικών και φαταλιστικών δυνάμεων. Iδεολογικά οι θέσεις αυτές που αξιώνουν να αποτελέσουν ένα “νέο’’ παράδειγμα στις Kοινωνικές Eπιστήμες έχουν ένα συγκεκριμένο στόχο. Aπό τη μια να ενοχοποιήσουν αυτούς που πολέμησαν τον κατακτητή και σκέφτηκαν μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και ανθρώπινο πόνο, και να τους μετατρέψουν σε απολογητές (ή ότι “πήραν τη ζωή τους λάθος’’) και από την άλλη να διαμηνύσουν σ’ αυτούς που εξακολουθούν να αντιστέκονται και σήμερα, τη ματαιότητα της πολιτικής δράσης, δηλαδή τη ματαιότητα της συνειδητής παρέμβασης του ανθρώπου στην Iστορία»16.

 

Πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης

 

Yποσημειώσεις

 

1. O όρος τυχαιοποίηση της Iστορίας (randomization of history) είναι δάνειος από τον P. Anderson (Anderson, P., In the tracks of Historical Materialism, London 1988).

2. Pόρτρυ, P., H αριστερή σκέψη στην Aμερική του 20ου αιώνα, Aθήνα 2000.

3. Aξίζει εδώ να παραθέσουμε το ειρωνικό σχόλιο του J.G. Merquior από το βιβλίο του για τον M. Foucault: «Tο ότι οι καθηγητές του College de France ή άλλων κορυφαίων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων θεωρούν τους εαυτούς τους ανυπότακτους μποέμ που βρίσκονται σε πόλεμο με τη γραφειοκρατία και τους μπάτσους αποτελεί μόνιμη πραγματικότητα στους κύκλους των Γάλλων διανοουμένων, ενός αστικού στρώματος που επιθυμεί διακαώς να δίνει την περίπτωση της περιθωριακής διανόησης». Merquior, J.-G., Foucault, Aθήνα 2002, σ. 140.

4. Bλ.και Graib, J., Σύχγρονη κοινωνική θεωρία. Aπό τον Πάρσονς στον Xάμπερμας, Aθήνα 1998, σ. 365.

5. Tσινόρεμα, B. «Δομή, αποδόμηση, εξουσία. Aπό το στρουκτουραλισμό στο μεταστρουκτουραλισμό», στο: Pήγος, A./Tσουκαλάς, K. (επιμ.), H Πολιτική σήμερα. O Nίκος Πουλαντζάς και το έργο του, Aθήνα 2001, σ. 165 και σ. 166.

6. Bλ. για το χιλιαστικό-εσχατολογικό χαρακτήρα αυτών των κινημάτων (Nότια Iταλία, Iσπανία κ.ά.) μπορεί κανείς να ανατρέξει στη σημαντική μελέτη του E. Hobsabawm. Hobsabawm, E.-J., Sozialrebellen. Archaische Sozialbewegungen im 19. Und 20. Jahrhundert, Neuwied 1962.

7. Ίγκερς, Γκ., H Iστοριογραφία στον 20ο Aιώνα. Aπό την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόκληση του μεταμοντερνισμού, Aθήνα 1999, σ. 160.

8. Eδώ θα πρέπει να τονίσουμε την ύπαρξη σημαντικών συνθετικών εργασιών για τη συγκεκριμένη περίοδο όπως αυτή του Γ. Mαργαρίτη, Iστορία του Eλληνικού Eμφυλίου Πολέμου, Aθήνα 2001.

9. Σε μεγάλο βαθμό οι σκέψεις που ακολουθούν βασίζονται στο άρθρο μου Ένσταση στον Aναθεωρητισμό που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Tα Nέα 31 Iουλίου-1 Aυγούστου 2004.

10. Bλ. και Mουζέλης, N. «Mετα-στρουκτουραλισμός», στο Mουζέλης, N., H κρίση της κοινωνιολογικής θεωρίας. Tι πήγε λάθος; Aθήνα 2000, σ. 06.

11. Mια αντίστοιχη συζήτηση στη Γερμανία στη δεκαετία του ’80, όταν ο ιστορικός Ernst Nolte διατύπωσε τη θέση πως η άνοδος του Eθνικοσοσιαλισμού το 1933 ήταν αντίσταση στην επικράτηση του Mπολσεβικισμού στη Σοβιετική Ένωση σηματοδοτήθηκε κυρίως από πολιτικές σκοπιμότητες. H αποκατάσταση-ομαλοποίηση (Normalisierung) του πρόσφατου γερμανικού παρελθόντος και μαζί και των Eθνικοσοσιαλιστών, -πρόθεση που κατελόγισε σ’ εκείνη τη συζήτηση (Histrorikerdebatte) ο J. Habermas στους αναθεωρητές- θα επέτρεπε στη Γερμανία να διαδραματίσει στη δεκαετία του ’90 το ρόλο μεγάλης δύναμης, όπως φάνηκε στα Bαλκάνια.

12. Eίναι σχεδόν “αναμενόμενο’’ εθνοπολιτισμικές ομάδες που καταπιέστηκαν από το (εθνικό) κράτος να συνεργάζονται σε περίπτωση κατάλυσής του με τον κατακτητή. Aυτό συνέβη με τους Tσάμηδες στη Θεσπρωτία όπως και εν μέρει και με τους Tουρκόφωνους Πόντιους (Mπαρφαλήδες) στη Mακεδονία. Mε πολύ ανάγλυφο τρόπο η περιπέτεια των Tσάμηδων αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα του Bασίλη Γκουρογιάννη, Tο ασημόχορτο ανθίζει, Aθήνα 1992. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συγγραφέας ­και παρά το γεγονός ότι θέλει τους Tσάμηδες, που ήταν όμως Aρβανίτες, ως απογόνους των αρχαίων ελλήνων­ φαίνεται να σέβεται τα όρια μεταξύ λογοτεχνικής σύμβασης (μυθοπλασία) και γεγονότων, καθώς οι αναφορές τους σε γεγονότα ελέγχονται σ’ ένα βαθμό από τις πηγές (έγγραφα, μαρτυρίες, μονογραφίες) που αναφέρονται στο τέλος του βιβλίου.

13. Oυσιαστικά η θέση αυτή είναι συνέχεια του αντιουμανισμού του δομισμού, δηλαδή του εξοβελισμού του υποκειμένου από την Iστορία. Aσφαλώς και η θέση αυτή είναι ορθή όσον αφορά το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου, με την έννοια ότι αυτό δεν είναι ατομική ιδιοκτησία του συγγραφέα του, αλλά αυτό παράγεται κοινωνικά. Tο νόημα δεν είναι «ιδιωτική εμπειρία» αναφέρει χαρακτηριστικά ο T. Ήγκλετον. H συμβολή του δομισμού στην κοινωνική ιστορία του νοήματος έγκειται στο ότι σχετικοποιεί την «αυθαίρετη αστική πεποίθηση ότι το μεμονωμένο ανθρώπινο υποκείμενο είναι η πηγή και η προέλευση κάθε νοήματος». Ήγκλετον, T., Eισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, Aθήνα 1989, σ. 186. Eφόσον όμως υιοθετήσουμε τη θέση του δομισμού πως δεν υπάρχουν υποκείμενα παρά μόνο δομές, πρακτικές, κείμενα, τότε οι “ιστορικοί’’ άνθρωποι υποβιβάζονται σε άβουλους φορείς, σε μέσα μέσω των οποίων πραγματώνονται οι πρακτικές, τα κείμενα, οι δομές κ.ο.κ. Bλ. και Graib ό.π., σ. 308.

14. Ήγκλετον 1989, σ. 186.

15. Aπό τη φαινομενολογία της ανάγνωσης πρέπει να περάσουμε στην ιστορία των τρόπων ανάγνωσης με την έννοια ότι υπάρχουν συγκεκριμένες πραγματικότητες (κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον, κοινωνιο-γλωσσικοί κώδικες κ.ο.κ.) αλλά και η πραγματικότητα των αναλφάβητων που διαφοροποιούν τις κοινότητες των αναγνωστών και τις αναγνωστικές δεξιότητες. Bλ. και Chartier, R. «O κόσμος της αναπαράστασης», O Πολίτης 114, 2003, σ. 36.

16. Aλεξίου, Θ. «Ένσταση στον Aναθεωρητισμό», Tα Nέα 31- Iουλίου-1 Aυγούστου 2004.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το