Θα σε κουβαλησω στους ωμους, ετσι οπως με κουβαλησες εσυ.
Κι ουτε να το σκεφτω πως μπορει να μεινεις πισω, να με κοιτας που φευγω, με απορημενα τα πελωρια σου ματια, σ ενα πεδιο που διασταυρωνονται πυρα και η γη ξερναει θανατο με ναρκες.
Θα σε κουβαλησω στους ωμους ως την ακρη του πολεμου. Κι αν ζησουμε, θα ζησουμε κι οι δυο
Θα κολυμπησουμε μαζι, περα απ τα καμενα. Θα φτασουμε σε μια οχθη που γυρω θα χει παλι ορθια δεντρα και πολυχρωμους παπαγαλους. Να δεις, θα ειναι εκει ο Αμαζονιος που ηξερες. Κι οταν θα γιανουν οι πληγες απ τα εγκαυματα, θα κρεμιεσαι παλι σε κλαδια που θα χουν φυλλα και θα σκαρφαλωσεις πιο ψηλα απ το κεφαλι μου. Ψηλα, ως την κορφη εκεινης της πελωριας φοινικιας.
Και δε με νοιαζει που δε βρηκα σημερα τιποτα φαγωσιμο στον καδο σκουπιδιων.
Βρηκα εσενα. Και πηρε τοση δυναμη το γερασμενο μου κορμι, που κουβαλω τα παλιοπραγματα και το μωρο μου, σαν να σηκωνω πουπουλα. Κι ουτε με νοιαζει που γυρω λενε, “κοιτα, την κουρελιαρα την τρελογρια” . Εχω την αγαπη σου κι αυτο μου φτανει.
Μου φτανει να μαστε μαζι. Μαζι. Και δεν θα κολυμπησεις στα αγρια νερα. Θα κολυμπω εγω κι εσυ θα γλειφεις το αλμυρο νερο. Να δεις, η θαλασσα εχει τη γευση των δακρυων. Μη φοβηθεις, θα ειναι σκετη θαλασσα. Τα ξερω τα φιλια σου. Την ξερω την αγαπη σου. Ξερεις και τη δικη μου.
Τζοννυ, εσενα κανεις ποτε δεν θα σε πει προσφυγα και ξενο. Για σενα ειμαι εγω ασυλο και πατριδα.
Κι οταν γερασω πια πολυ και το προσωπο μου σκαφτει, σαν τις χαραδρες και το δερμα μου στεγνωσει σαν χωμα αποτιστο και κανενας πια δεν θα θελει να φιλησει χωματα και χαραδρες, θα εχω το φιλι σου.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το