ΓΕΡΜΑΝΙΑ – ΓΑΛΛΙΑ (2017)

Ο γάμος της Γερμανίδας Κάτια με τον κουρδικής καταγωγής Νούρι, ο οποίος αφήνει οριστικά πίσω του τη ζωή του διακινητή ναρκωτικών – έχοντας στο μεταξύ εκτίσει ποινή φυλάκισης, σηματοδοτεί και για τους δυο ένα νέο ξεκίνημα, που σφραγίζει ο ερχομός του γιου τους Ρόκκο.

Η αρμονία της εφεξής αδιατάραχτης καθημερινότητάς της, θρυμματίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα, όταν μια βόμβα εκρήγνυται μπροστά στο γραφείο του άντρα της με θύματα τον ίδιο και το γιο τους.

Σε ανύποπτο χρόνο στοιχειοθετείται με πρωτοβουλία της εμπλοκή Γερμανών νεοναζί• τόσο όμως η Κάτια, που συμμετέχει στην ακροαματική διαδικασία της δίκης ως ενάγουσα, όσο και ο δικηγόρος της, αιφνιδιάζονται από την απαλλαχτική κατάθεση μέλους της Χρυσής Αυγής, που ισχυρίζεται ότι τη στιγμή του συμβάντος, το ζευγάρι των κατηγορουμένων βρισκόταν στο ξενοδοχείο του στην Ελλάδα.

Από το “Μαζί ποτέ” (2004) είχε να παρουσιάσει ο Τουρκικής καταγωγής- μόνιμος κάτοικος Γερμανίας Φατίχ Ακίν, ένα τόσο καθαρό και μαζί σύνθετο, αλλά και στοχευμένο κινηματογραφικό ψηφιδωτό, που να υποστηρίζεται από μιαν αντίστοιχα στέρεα, προσεγμένη στη λεπτομέρειά της κινηματογραφική αφήγηση.

Διεισδυτικός παρατηρητής χα­ρακτήρων και κοινωνικών συμπε­ριφορών, ο Ακίν αναπαριστά με ντοκυμενταρίστικη ακρίβεια έ­να κομμάτι πραγματικής ζωής ενός παραβατικού ζευγαριού στη Γερμανία του 21ου αιώνα, που πιάνει την καλή.

Η Κάτια και ο Νούρι “κλείνονται” σ’ έναν ασφαλή φαινομενικά μικρόκοσμο για τους ίδιους και το γιο τους• κανένας όμως μικρόκοσμος δεν παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας στη δυτική κοινωνική πραγματικότητα του σήμερα• εν προκειμένω τη γερμανική. Οι δε εξ αίματος “δικοί μας”, δεν είναι ποτέ απολύτως δικοί μας, εφόσον υπακούουν σε κοινωνικά (βλ. ταξικά) στερεότυπα και διαχωρισμούς. Η μικροαστή γερμανίδα μητέρα της Κάτια δεν διστάζει να την ενοχοποιήσει για την επιλογή ενός “επικίνδυνου” συζύγου, όπως αντίστοιχα η Κούρδισσα, ομοίως μικροαστή πεθερά της, θα την κατηγορήσει ότι “δεν πρόσεξε όσο έπρεπε” το εγγόνι της.

Τόσο η επιλογή των ψηφίδων όσο κι η συναρμολόγηση, γίνονται με την απαιτούμενη προσοχή• τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Ο Τούρκος κινηματογραφιστής φωτογραφίζει χωρίς στρογγυλέματα ή εκπτώσεις μια κατακερματισμένη κοινωνία στο πλαίσιο ενός άνομου, αυταρχικού κράτους, και μια εξόφθαλμα μεροληπτική δικαιοσύνη στην υπηρεσία μιας ηθικά χρεοκοπημένης τάξης, παραδίνοντας ταυτόχρονα ένα υποδειγματικό πολιτικό/δικαστικό θρίλερ.

Το αξιωματικό της ισότητας των ανθρώπων (τίποτα ουσιαστικό δεν χωρίζει την λευκή Γερμανίδα Κάτια, από τον μελαμψό μετανάστη Νούρι), και η σχετική απομόνωσή τους από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, δεν κατοχυρώνει κανενός είδους σιγουριά ή διάρκεια όσον αφορά τη σχέση ή τη ζωή τους• ίσως μάλιστα αυτή η απομόνωση να δουλεύει στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση. Κανένας ‘μόνος’, άλλωστε, δεν είναι άτρωτος απέναντι σ’ ένα σύστημα που εκτρέφει και συντηρεί επί σκοπώ τη μισαλλοδοξία του ρατσισμού/φασισμού, προκειμένου να έχει στην υπηρεσία του ένα αρκούντως θηριώδες, αποτελεσματικό μακρύ χέρι. Εξ ου και το αστικό δίκαιο (δίκαιο των άνισων, άρα δίκαιο της ανισότητας σύμφωνα με τον Μαρξ), αρνείται να καταδικάσει (μεταχειριζόμενο τα δέοντα θεσμικά προσχήματα) τους δολοφόνους νεοναζί. Όσο γα τη συνέργεια των αδελφών φασιστικών μορφωμάτων, παίζει το ρόλο που της αναλογεί – διόλου ασήμαντο, όπως προκύπτει. Ο Νούρι δεν είναι ένοχος μόνο για το ποινικό του μητρώο, πολύ δε περισσότερο, για την καταγωγή, το χρώμα του δέρματός του και το θράσος του να συνάψει γάμο με μια ξανθή και γαλανή Γερμανίδα, αλλά και γιατί στο τέλος της ημέρας τα καταφέρνει στη Γερμανία των “λευκών αρίων”, πρέπει λοιπόν να τιμωρηθεί με την έσχατη των ποινών.

Σε μια τέτοια συνθήκη, η βία δεν μπορεί παρά ν’ αναπαράγει τη βία. Ο Ακίν δεν προκρίνει την αυτοδικία• η Κάτια διχάζεται συνεχώς, παλεύοντας να κρατηθεί από κάπου. Στο βαθμό όμως που αδυνατεί να δράσει στο πλαίσιο μιας συλλογικής οντότητας, η λύση δεν μπορεί παρά να είναι ατομική, άρα αδιέξοδη.

Στην αρτιότητα του αποτελέσματος συμβάλλει το δίχως άλλο και ο νευρώδης ρυθμός, οι ζουμεροί, στακάτοι διάλογοι, η συνταρακτική ερμηνεία της Nταϊάν Κρούγκερ κι ο ανατριχιαστικά πειστικός Κύπριος σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης στο ρόλο του Έλληνα χρυσαυγίτη.

Ο ίδιος ο Φατίχ Ακίν λέει για την ταινία του: «Ζω στη Γερμανία, και είχαμε θέμα με τους νεο-ναζί τον τελευταίο χρόνο. Κι ακριβώς επειδή είμαι γιος ενός Τούρκου εμιγκρέ, είμαι πιθανός στόχος γι αυτές τις ομάδες, μόνο και μόνο επειδή δείχνω όπως δείχνω. Αυτό μ’ ενοχλεί. Κι αυτός ο φόβος, αυτός ο θυμός, χρειάζονταν κάθαρση. Αυτό μ’ έκανε να κάτσω και να γράψω αυτό που έγραψα.[…] Η γυναίκα μου είναι μισή Γερμανίδα και μισή Μεξικανή, δείχνει όμως πολύ “λευκή”. Κι είναι παντρεμένη μ’ έναν Τούρκο. Το θέμα μού ήταν λοιπόν αρκετά κοντινό, και γύρευε ν’ ασχοληθώ μ’ έναν κόσμο που γνωρίζω. Ήταν σημαντικό για μένα να δώσω στο χαρακτήρα ένα κάποιο “εγκληματικό” παρελθόν, ώστε να διερευνήσω τη σχέση αλλά και το χαρακτήρα της Νταϊάν (Κάτια) καλύτερα. Αυτοί είναι οι ήρωές μας, έχουν ωστόσο πολλές αιχμές. Δεν είναι αθώοι. […] Βλέπω την ταινία από την πλευρά του χαρακτήρα της Νταϊάν (Κάτια). Αυτό το φιλμ ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό την παράδοση των ταινιών του Ρομπέρ Μπρεσόν, που εστιάζει πάντα σ’ ένα χαρακτήρα, μία γωνία, μία οπτική. Η κάμερα βλέπει αυτό που εκείνη βλέπει. Δεν υπήρχε λόγος να δημιουργήσω υλικό που θα κοβόταν, άπαξ θα είχα γυρίσει την ταινία. Η βία διαδραματίζεται πολύ περισσότερο στο κεφάλι του θεατή απ’ ότι στην οθόνη. Ζούμε σε τόσο βίαιους καιρούς, και το σινεμά έχει γίνει κι αυτό τόσο βίαιο. Είμαι λοιπόν ευγνώμων που μπορώ να μιλήσω για τη βία, χωρίς να την απεικονίζω. Μου δόθηκε η δυνατότητα να το κάνω αυτό, και το έκανα».

Βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών, Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Θέμις

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το