Αναμενόμενος κι απόλυτα δικαιολογημένος ο πάνδημος αποχαιρετισμός που επιφυλάχθηκε στον αγωνιστή Μανώλη Γλέζο, στις καταθλιπτικές ιδίως (και ιδιότυπα «πολεμικές») συνθήκες των ημερών μας. Αναμενόμενες ακόμη και οι απόπειρες επικοινωνιακού προσεταιρισμού του, όχι μόνο από τους κατά καιρούς συνοδοιπόρους (με εξαίρεση το μικρόψυχο σημερινό ΚΚΕ) αλλά κι από τους πολιτικούς του αντιπάλους: αν πιστέψουμε τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ και μπλογκ, ο εκλιπών πρέπει να υπήρξε περίπου μέλος της διευρυμένης οικογένειας Μητσοτάκη.

Γραφική μειονότητα παρέμειναν έτσι όσοι «φίλοι» του πρωθυπουργικού facebook διέρρηξαν τα ιμάτιά τους γι’ αυτή την καθολική απότιση φόρου τιμής, αναπαράγοντας άτσαλα όλη την κατά καιρούς εθνικόφρονα μυθολογία σε βάρος του παλαίμαχου αντιστασιακού −ή ακόμη και προδίδοντας τις δικές τους εκλεκτικές συμπάθειες: «πάντα έτσι λειτουργούν στο μακαρίτη π. φησσα [sic] μνημείο τα δυο παιδιά της Χ.Α. δεν είχαν ψυχή??», αποφαίνεται π.χ. ένας απ’ αυτούς, σχολιάζοντας τα πρωθυπουργικά συλλυπητήρια.

Μοναδικό αντίβαρο σ’ αυτή την εθνικοενωτική σύμπλευση αποτέλεσαν κάποιες σποραδικές υπενθυμίσεις των διώξεων που υπέστη ο Μανώλης Γλέζος από τη μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, με αποκορύφωμα τη δίωξη, καταδίκη και τετράχρονη φυλάκισή του για «κατασκοπία» επί Κωνσταντίνου Καραμανλή (1958-1962). Ακόμη κι εδώ απουσίασε ωστόσο κάθε μνεία στον κρατικό και παρακρατικό λόγο που επένδυσε πολιτικοϊδεολογικά αυτές τις διώξεις, πόσο μάλλον στους μηχανισμούς που τον επεξεργάστηκαν και τον διέδωσαν στο εθνικόφρον κοινωνικό σώμα.

«Αυτόνομον Μακεδονίαν οραματίζεται ο κ. Γλέζος!» – «Η Καθημερινή», 1/8/1963

Μια τέτοια σκιαγράφηση θα υπονόμευε δραστικά το κυρίαρχο αφήγημα, δεδομένου ότι για τον παρατεταμένο κατατρεγμό του τιμώμενου νεκρού δεν ευθύνονταν κάποιοι απρόσωποι διωκτικοί μηχανισμοί αλλά πρωτοκλασάτες φυσιογνωμίες της εγχώριας Δεξιάς. Η στοχοποίησή του οργανώθηκε δε με μεθόδους κι επιχειρηματολογία που φαντάζουν απελπιστικά σύγχρονες, καθώς επιστρατεύονται μέχρι σήμερα για την πάταξη των νεότερων εκδοχών «εσωτερικού εχθρού». Πιστή στην εικονοκλαστική παράδοσή της, η στήλη επιλέγει έτσι να τιμήσει τον Μανώλη Γλέζο ανασύροντας από τη λήθη αυτήν ακριβώς την πτυχή της πολυτάραχης ζωής του. Για την ανασύστασή της χρησιμοποιήσαμε κυρίως τις εφημερίδες της εποχής κι αδημοσίευτα ντοκουμέντα από τα προσωπικά αρχεία δύο υπουργών της ΕΡΕ, του Τρύφωνα Τριανταφυλλάκου και του Κωνσταντίνου Τσάτσου.

Η δίωξη για «κατασκοπία»

Οπως είναι γνωστό, ο Μανώλης Γλέζος καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο από στρατοδικεία του Εμφυλίου, το 1948-1949· η ποινή του μειώθηκε το 1950, στο πλαίσιο των «μέτρων ειρήνευσης», κι αποφυλακίστηκε το 1954, αφού πρώτα είχε εκλεγεί βουλευτής της ΕΔΑ (1951) αλλά η εκλογή του ακυρώθηκε παράτυπα από το εκλογοδικείο. Μετά την αποφυλάκισή του εντάχθηκε στη Διοικούσα Επιτροπή της ΕΔΑ (1954) και ανέλαβε διευθυντής της «Αυγής» (1956).

Στις εκλογές του 1958, που ανέδειξαν την ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν υποψήφιος στον Ν. Κυκλάδων αλλά δεν εξελέγη. Ακολούθησε, στις 5 Δεκεμβρίου 1958, η σύλληψή του με την κατηγορία της «κατασκοπίας», την ημέρα ακριβώς που επρόκειτο να συζητηθεί στη Βουλή επερώτηση της ΕΔΑ για την κρατική και παρακρατική τρομοκρατία που είχε εξαπολυθεί από την επομένη των εκλογών εναντίον των οπαδών της. Η επιλογή του τάιμινγκ δεν ήταν καθόλου τυχαία: η δίωξη ενός παγκοσμίως διάσημου αντιστασιακού, με τη συγκεκριμένη μάλιστα κατηγορία, έστελνε το μήνυμα μιας απόλυτης παντοδυναμίας του αστυνομικού κράτους.

Ο υφυπουργός Ασφαλείας της ΕΡΕ, Ευάγγελος Καλαντζής, πρώην υπουργός (και) της μεταξικής δικτατορίας, φρόντισε μάλιστα να προειδοποιήσει τα απολωλότα πρόβατα που ψήφισαν τον εσωτερικό εχθρό να ανανήψουν εγκαίρως: «Οσοι έχουν παρασυρθή από τα δίκτυα της ΕΔΑ, διότι καλή τη πίστει ενόμισαν ότι αύτη είναι κόμμα ελληνικόν και δημοκρατικόν, καλούνται ήδη να διαχωρίσουν τας ευθύνας των».

Το ίδιο μήνυμα έστειλε και το χοντροκομμένο στήσιμο του κατηγορητηρίου. Ο Γλέζος κατηγορούνταν ότι, τέσσερις μήνες νωρίτερα, είχε συναντηθεί κρυφά στο σπίτι της αδερφής του με τον γραμματέα του ΚΚΕ, Κώστα Κολιγιάννη, που βρισκόταν παράνομα στην Ελλάδα και παρέμενε ασύλληπτος.

Στις απολογίες του ο Γλέζος αρνήθηκε την επίμαχη συνάντηση, υπερασπιζόμενος ταυτόχρονα μια τέτοια πρακτική: «Δεν εγνώριζα ότι ευρίσκετο εδώ ο Κολιγιάννης. Εάν το εγνώριζα, θα επεδίωκα να τον συναντήσω διά λόγους και πολιτικούς και δημοσιογραφικούς. […] Δεν θεωρώ ότι αποτελεί παραβίασιν οιουδήποτε νόμου η συνάντησις μετά της ηγεσίας του ΚΚΕ» (Γιάννης Βούλτεψης, «Υπόθεσις Μανώλη Γλέζου», Αθήνα 1960, σ.113-4). Ο ίδιος ήταν άλλωστε από το 1956 κρυφό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ και το 1957 είχε ήδη συναντηθεί μυστικά με τον Κολιγιάννη στην Τσεχοσλοβακία και με όλο το Π.Γ. στο Βουκουρέστι και στη Μόσχα (Λευτέρης Μαυροειδής, «Αγωνιστές», Αθήνα 2001, σ. 34-7).

Το κρίσιμο δεν ήταν φυσικά αυτές οι πολιτικές επαφές, έστω και ποινικά επιλήψιμες βάσει της ισχύουσας τότε αντικομμουνιστικής νομοθεσίας, αλλά η αναγωγή τους στο απείρως βαρύτερο -και ατιμωτικό- έγκλημα της «κατασκοπίας». Γι’ αυτό το τελευταίο, το επίσημο κατηγορητήριο δεν παρείχε καμιά απολύτως τεκμηρίωση.

Οπως διαπιστώνουμε από το παραπεμπτικό βούλευμα που δημοσιεύτηκε στο επίσημο περιοδικό της Αστυνομίας, η τελευταία δεν προσκόμισε το παραμικρό στοιχείο για απόπειρα (ή και απλή προπαρασκευή) συλλογής κρατικών μυστικών, ούτε από τον Γλέζο ούτε από κάποιον συγκατηγορούμενό του. Η «κατασκοπευτική» ιδιότητα κάθε κομμουνιστή θεωρούνταν όμως a priori δεδομένη, βάσει του αξιώματος πως, «από της ιδρύσεώς του και μέχρι σήμερον έτι, το Κ.Κ.Ε. ενεργεί και εφαρμόζει πρόγραμμα πλήρως ευθυγραμμισμένον προς την πολιτικήν γραμμήν του διεθνούς κομμουνισμού», σε βάρος των εθνικών συμφερόντων («Αστυνομικά Χρονικά», 15/7/1959, σ. 7176)!

Στο εδώλιο βρέθηκαν έτσι 17 άτομα, τα περισσότερα άσχετα μεταξύ τους: τρία παράνομα στελέχη του ΚΚΕ (ένα από τα οποία συνεργάστηκε με τις αρχές, δίχως να καταθέσει το παραμικρό περί κατασκοπίας), εννιά συγγενικά τους ή άλλα πρόσωπα που τους υπέθαλψαν, δύο νεαροί κομμουνιστές που επιχείρησαν να εγκαταλείψουν τη χώρα με πλαστά διαβατήρια, ο Γλέζος, η αδερφή κι ο γαμπρός του. Για τη συγκυρία που υπαγόρευσε την όλη δίωξη, διαφωτιστικό είναι ένα απόρρητο «Δελτίο Πληροφοριών» της CIA που αποχαρακτηρίστηκε το 2010.

Εκτιμώντας πως η σύλληψη του Γλέζου «μπορεί να προμηνύει μιαν εντεινόμενη αντικομμουνιστική εκστρατεία» με «περαιτέρω συλλήψεις κι εκτοπίσεις ανώτατων ηγετών της ΕΔΑ και κλείσιμο της “Αυγής”», επισημαίνει ταυτόχρονα τη χρονική σύμπτωσή της με την κυβερνητική πανωλεθρία στο Κυπριακό: «Η αποτυχία της να συγκεντρώσει την αναγκαία υποστήριξη για την ελληνική υπόθεση ενώπιον του ΟΗΕ έπεισε απ’ ό,τι φαίνεται την κυβέρνηση Καραμανλή πως ήρθε η ώρα να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης με μια κλιμάκωση της αντικομμουνιστικής εκστρατείας. Οι πρώτες αναφορές από την Αθήνα δείχνουν, ωστόσο, ότι τα ελατήρια της ενέργειας έχουν γίνει πλήρως αντιληπτά από το κοινό» («Central Intelligence Bulletin», 8/12/1958, σ.5).

Η απουσία τεκμηρίων δεν εμπόδισε πάντως το ξεσάλωμα όσων ΜΜΕ είχαν κουρδιστεί ή απλώς διψούσαν για αριστερό αίμα. Για «κλιμάκιον των κομμουνιστών, το οποίον είχε αναλάβει να αναπτύξη εις πολυαρίθμους τομείς κατασκοπευτικήν δράσιν», έκανε λ.χ. πρωτοσέλιδα λόγο η «Καθημερινή» (7/12), θεωρώντας «αξιοσημείωτον το γεγονός ότι εις το κλιμάκιον αυτό φέρονται αναμεμιγμένα στελέχη της ΕΔΑ, τα οποία έδρων υπό το προσωπείον αυτής εις βάρος της εθνικής ασφαλείας». Στις μέσα σελίδες, η φωτογραφία του Γλέζου έφερε πάλι τον τίτλο «Από την ανακάλυψιν του κατασκοπευτικού δικτύου του ΚΚΕ»…

Με δεδομένη την απουσία στοιχείων για «κατασκοπία», η υπεράσπιση ζήτησε τη μεταφορά της υπόθεσης από τα στρατοδικεία στην τακτική Δικαιοσύνη, καθ’ ύλην αρμόδια για τη δίωξη της κομμουνιστικής δραστηριότητας. Η κυβέρνηση Καραμανλή αρνήθηκε, καθώς απέβλεπε στην κατασυκοφάντηση των πολιτικών της αντιπάλων. Η προβολή των αδυναμιών του κατηγορητηρίου και η διεθνής καμπάνια για την απελευθέρωση του Γλέζου δεν απέβησαν ωστόσο παντελώς άκαρπες: στο παραπεμπτήριο βούλευμα (25/6/1959), οι αρχικές κατηγορίες μετατράπηκαν σε απλή «προσφορά εις κατασκοπείαν» (για τους πέντε παρανόμους) και «βοήθεια» ή «μη κατάδοσή» τους (για τους υπόλοιπους).

Η δίκη ξεκίνησε στις 9/7/1959 κι ολοκληρώθηκε στις 22/7, με επτά καταδίκες και δέκα αθωώσεις, ύστερα από μια ακροαματική διαδικασία που απέδειξε περίτρανα το έωλο των κατηγοριών. Δύο από τα παράνομα στελέχη καταδικάστηκαν σε ισόβια, οι δύο νέοι σε κάθειρξη 11-15 χρόνων, ακόμη δύο σε μικρότερες ποινές κι ο Γλέζος σε φυλάκιση 5 χρόνων, εκτόπιση άλλων 4 κι οκταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Οπως αναμενόταν, τόσο το Αναθεωρητικό Στρατοδικείο όσο και ο Αρειος Πάγος απέρριψαν τάχιστα τις προσφυγές των καταδικασθέντων.

Η ενορχήστρωση

Τη δεύτερη μέρα της δίκης, κι ενώ είχε αρχίσει να ξεσκεπάζεται η γύμνια του κατηγορητηρίου, ο πρωθυπουργός Καραμανλής έσπευσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: πρόκειται, διακήρυξε, για «περίπτωσιν κατασκοπείας εις βάρος της ασφαλείας της χώρας, διαπιστωθείσαν υπό των αρμοδίων καταδιωκτικών αρχών» («Το Βήμα», 11/7/1959). Χρόνια αργότερα, σε αυτοβιογραφικό σημείωμα που συνέταξε κατά την αυτοεξορία του στο Παρίσι (1963-1974), ο εθνάρχης θα παραδεχτεί διακριτικά πως ο Γλέζος «είχε καταδικαστεί, χωρίς σοβαρές αποδείξεις νομίζω, σε πενταετή φυλάκιση για κατασκοπεία» (Αρχείο Καραμανλή, Αθήνα 1997, τ. 4ος, σ. 205-6).

Την ομολογία αυτή συμπληρώνει κι επισφραγίζει, στο ίδιο κείμενο, η συμπλεγματική παραδοχή του πραγματικού διακυβεύματος της υπόθεσης: της υπαρξιακής ανάγκης των εθνικοφρόνων να ξεμπερδέψουν υλικά και συμβολικά με τους αγωνιστές της Αντίστασης. «Ο διεθνής κομμουνισμός», διαβάζουμε, «ενεφάνιζε τον Γλέζο ως ήρωα της αντιστάσεως, διότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε κατεβάσει μία νύκτα τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη […] Και ήτο μεν η πράξη αυτή του Γλέζου αξιέπαινη, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιώσεις στον παγκόσμιο θαυμασμό». Να υποθέσουμε πως ο άκαπνος εθνάρχης είχε προσφέρει επί Κατοχής πολύ περισσότερα;

Διαφωτιστικότερα για την οργάνωση της κρατικής προπαγάνδας των ημερών αποδεικνύονται τα πρακτικά της «ειδικής επιτροπής», του αθέατου δηλαδή παρακρατικού επιτελείου που συγκρότησε ο Καραμανλής την επαύριο των εκλογών του 1958 για την καταπολέμηση της ΕΔΑ.

Δύο απ’ αυτά τα πρακτικά, που εντοπίστηκαν στο αρχείο του τότε υφυπουργού Προεδρίας Τριανταφυλλάκου (στο ΕΛΙΑ), αφορούν τον χειρισμό της υπόθεσης:

● Στις 25/5/1959, η επιτροπή αποφασίζει «(α) Οπως καταβληθή προσπάθεια ώστε να πεισθούν οι θεατρικοί επιχειρηματίαι να αρνηθούν την παραχώρησιν θεάτρου διά την συγκέντρωσιν [αλληλεγγύης στον Γλέζο]. (β) Οπως εκδοθώσι ψηφίσματα των οργανώσεων εθνικής αντιστάσεως καταδικάζοντα την υπό του Γλέζου προδοσίαν του αγώνος εθνικής αντιστάσεως διά της μεταβολής του εις όργανον ξένης δυνάμεως».

● Στις 3/7/1959 καταρτίζεται πρόγραμμα ενεργειών, «εν όψει της επικειμένης εκδικάσεως της υποθέσεως κατασκοπείας εις ην περιλαμβάνεται και ο Μ. Γλέζος και της συνεχιζομένης, με εντεινόμενον ρυθμόν υπό των κομμουνιστών, εκστρατείας κινητοποιήσεως της Ελληνικής και Διεθνούς Κοινής Γνώμης υπέρ αυτού»:

«(α) Προ της ενάρξεως της δίκης και επ’ ευκαιρία της αναμενομένης εκδικάσεως της υποθέσεως [να] αναληφθή υπό μιας εφημερίδος Αθηνών και μιας Θεσσαλονίκης διαφωτιστική εκστρατεία επί του πρακτοριακού-κατασκοπευτικού ρόλου του ΚΚΕ, εκτιθεμένων των κυριωτέρων περιπτώσεων κατασκοπείας.

(β) Κατά την δίκην:

(i) Παρακολουθούνται ανελλιπώς αι συνεδριάσεις υπό καταλλήλων δημοσιογράφων των εθνικοφρόνων εφημερίδων οι οποίοι διά των εφημερίδων των να προβάλλουν άπαντα τα ενοχοποιητικά και εντυπωσιακά στοιχεία.

(ii) Μεταδίδονται τόσον από το ΕΙΡ όσον και από τον Σταθμόν Ενόπλων Δυνάμεων καθημερινώς υπό μορφήν ειδήσεων περιλήψεις της πορείας της δίκης, καλώς επιλεγμέναι ώστε να προβάλλωνται άπαντα τα ενοχοποιητικά στοιχεία.

(iii) Μαγνητοφώνησις ουσιωδών επιβαρυντικών καταθέσεων […]. Αναμετάδοσις τούτων υπό του Ραδιοφώνου.

(iv) Ενδεχομένη κινητοποίησις οργανώσεων διά την έκδοσιν διαμαρτυριών και ψηφισμάτων οσάκις κατά την διάρκειαν της δίκης αποκαλύπτεται η επιβουλή του Διεθνούς Κομμουνισμού κατά της χώρας.

(v) Καθ’ όλην της διάρκειαν της δίκης και μετά ταύτην έξαρσις διά παντός μέσου της δημοκρατικής λειτουργίας της δικαιοσύνης και της αντικειμενικότητος και της αμεροληψίας του δικαστηρίου.

(γ) Μετά το πέρας της δίκης υποστήριξις της αποφάσεως του δικαστηρίου και εκμετάλλευσις εις βάρος του ΚΚΕ της περιπτώσεως καταδικαστικής αποφάσεως».

Την ευόδωση του σχεδιασμού επιβεβαιώνουν τα γραφόμενα των τότε δεξιών εφημερίδων. Η πρωτοσέλιδη π.χ. υποδοχή της απόφασης από την «Καθημερινή» (23/7): «Κατά κοινήν ομολογίαν η ενώπιον του στρατοδικείου διαδικασία υπήρξεν άψογος, η υπεράσπισις εκινήθη με απόλυτον ελευθερίαν και η δημοσιότης εξησφαλίσθη κατά τον καλύτερον δυνατόν τρόπον. Ο σεβασμός των δικονομικών κανόνων υπήρξεν απόλυτος. […] Ο προκληθείς περί την δίκην θόρυβος υπό των κομμουνιστών ήτο τελείως αδικαιολόγητος και, απλώς, απετέλεσεν εν επί πλέον δείγμα της τελειότητος με την οποίαν κινείται η κομμουνιστική προπαγάνδα».

Για λαϊκότερα γούστα, αξιομνημόνευτο είναι το ρεπορτάζ του «Εθνικού Κήρυκα» (23/7) από την εκφώνηση της απόφασης: «Ο Γλέζος, σιωπηλός και σκεπτικός, είχε ένα ύφος θλιμένον. Η ποινή που του επεβλήθη του αφήρεσε το φωτοστέφανον με το οποίον τον περιέβαλε η διεθνής συνοδοιπορία και τον ενεφάνισε με την πραγματικήν του μορφήν, ένα απλούν κομμουνιστήν ταπεινόν θεράποντα των επιθυμιών της ηγεσίας του ΚΚΕ».

Σε άλλο σχόλιό της, η «Καθημερινή» στιγματίζει την «αδιαφορία» των αλληλέγγυων για τους δύο ισοβίτες: «Ο,τι τους ενδιαφέρει και δι’ ό,τι θορυβούν είναι ο Γλέζος. Η αιτία: ο Γλέζος προσφέρεται ως υλικόν εσωτερικής και εξωτερικής προπαγάνδας. Οι άλλοι δυο είναι τα θύματα του κομμουνισμού» («Οι ανάλγητοι», 24/7/1959). Η πονόψυχη αυτή διαπίστωση προσπερνά, βέβαια, το γεγονός ότι για την κυβερνητική προπαγάνδα (και για την ίδια τη δίωξη), το ζουμί της υπόθεσης εντοπιζόταν επίσης στο πιο επώνυμο θύμα τους −και σε όσα αυτό συμβόλιζε.

Αψευδής μάρτυρας ένα non paper του υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου (14/7/1959), από τα οκτώ που εντοπίστηκαν στο προσωπικό του αρχείο (Φ.58.2) με κατευθυντήριες γραμμές της κρατικής προπαγάνδας στη διάρκεια της δίκης:

«1. Είναι γνωστόν ότι η ηγεσία του ΚΚΕ εδρεύει εκτός Ελλάδος και ότι τελεί υπό τον απόλυτον έλεγχον ξένων Κυβερνήσεων αι οποίαι την μεταχειρίζονται διά την διείσδυσιν πρακτόρων εντός της Ελλάδος και διά την συγκέντρωσιν πάσης φύσεως πληροφοριών. […]

2. Η υπόθεσις επί κατασκοπεία εις ην εμφανίζεται αναμεμιγμένος ο Γλέζος δεν είναι παρά μία από τας πολλάς ομοίας υποθέσεις επί κατασκοπεία, αι οποίαι εδημιουργήθησαν κατόπιν συλλήψεως των εισελθόντων εκ του εξωτερικού πρακτόρων.

3. Ο Γλέζος, φανατικός κομμουνιστής, όταν ήλθεν εις επαφήν με τους εκ του εξωτερικού εισελθόντας πράκτορας εγνώριζε άριστα ότι δεν ήρχοντο παρά διά να εκτελέσουν εντολάς ανθρώπων οι οποίοι ήσαν και είναι όργανα ξένων κυβερνήσεων. Τα στοιχεία τα οποία συνεκέντρωσαν αι καταδιωκτικαί αρχαί επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο Γλέζος εγνώριζε τι έπραττε παρέχων την συνδρομήν του προς τους εισελθόντας εκ του εξωτερικού πράκτορας.

4. Ο Γλέζος εχρησιμοποιήθη ως ασπίς της κομμουνιστικής δράσεως διότι ο Θρύλος [sic] ότι ούτος κατεβίβασε την Γερμανικήν Σβάστικα από την Ακρόπολιν, του παρείχε εν είδος ασυλίας. Ευλόγως η ηγεσία του ΚΚΕ ήλπιζε ότι δυσκόλως θα απεφασίζετο η σύλληψίς του. Πράγματι δε, εάν τα στοιχεία δεν ήσαν συντριπτικά, μία τοιαύτη σύλληψις θα απεφεύγετο.

5. Αλλά το περίεργον είναι ότι σήμερον ανακαλύπτεται ότι την ηρωικήν αυτήν πράξιν δεν την εξετέλεσεν ο Γλέζος, ο οποίος απλώς εβοήθησεν διά την επιτυχίαν της, αλλά έτερος Ελλην ζων εις το εξωτερικόν. Εντός ολίγων ημερών θα γνωσθή και το όνομα του Ελληνος αυτού και η αληθινή ιστορία της καταβιβάσεως της σημαίας από την Ακρόπολιν και τότε φυσικά ο Θρύλος θα καταπέση περί το πρόσωπο του Γλέζου και θα μείνη μόνον εις το ενεργητικόν του η αντεθνική κομμουνιστική του δράσις».

Η σύμπραξη Σάντα-Γλέζου στο κατέβασμα της σβάστικας δεν ήταν βέβαια «αποκάλυψη» του 1959, αλλά κοινός τόπος από το 1945. Ομως, όπως σε όλα τα fake news, σημασία έχουν πρωτίστως οι εντυπώσεις στους αδαείς αποδέκτες.

Ο μηχανισμός της αποδόμησης είχε τεθεί σε λειτουργία αμέσως μετά τη σύλληψη του Γλέζου. Κατεξοχήν ακραίο δείγμα, το πρωτοσέλιδο σχόλιο της «Καθημερινής» (9/12/1958) με τίτλο «Οι “ήρωες”»:

«Είπεν ο κοινοβουλευτικός ηγέτης του ΚΚΕ προχθές, ενώπιον της Βουλής, ότι ο Γλέζος είναι ο “ήρως” που κατεβίβασε την γερμανικήν σημαίαν από την Ακρόπολιν. Αλλ’ ας είδωμεν τι έκαμεν ο Γλέζος: Μίαν νύκτα, από ένα ασφαλή δρόμον, που τον εγνώριζε μεν αυτός αλλά ήτο απολύτως, απολυτότατα βέβαιος ότι δεν τον εγνώριζαν οι Γερμανοί, έφθασεν εις την αφρούρητον εχθρικήν σημαίαν, ευρισκομένην εις απόστασιν εκατοντάδων μέτρων από το γερμανικόν φυλάκιον. Και την κατεβίβασε, βεβαιότατος ότι δεν ήτο δυνατόν να τον πάρη μυρουδιά κανείς. Την επομένην, όταν οι Γερμανοί εζήτουν ομήρους, ο Γλέζος είχε κρυβή εις τα Τάρταρα του Αδου. Ούτε η γάτα, ούτε η ζημιά της. Είναι αυτό ηρωισμός; Εχομεν χάσει την έννοιαν της λέξεως».

«Αήθης εξύμνηση»

Η καταδίκη του εμβληματικού αντιστασιακού κάθε άλλο παρά σταμάτησε, βέβαια, τη διεθνή καμπάνια για την απελευθέρωσή του. Στο πλαίσιό της, η ΕΣΣΔ κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1959 γραμματόσημο με τη μορφή του και το σύνθημα «Λευτεριά στον ήρωα του ελληνικού λαού Μανώλη Γλέζο».

Η επίσημη αντίδραση της κυβέρνησης Καραμανλή αποκάλυψε τη δύσκολη θέση της: «Η έκδοσις και κυκλοφορία γραμματοσήμου διά του οποίου προβάλλεται και εξυμνείται Ελλην υπήκοος, καταδικασθείς εις 5ετήν φυλάκισιν κατόπιν δημοσία διεξαχθείσης δίκης αποτελεί πράξιν όλως αήθη εις τας διεθνείς σχέσεις και απολύτως απαράδεκτον διότι δι’ αυτής συκοφαντείται η Ελληνική Δικαιοσύνη και υβρίζεται η Ελληνική Πολιτεία. Η ενέργεια αύτη υπερβαίνει τα όρια, τα οποία και εις ανωμάλους διεθνείς περιστάσεις συνήθισαν να σέβωνται αι Κυβερνήσεις. Τον κανόνα αυτόν απεφάσισεν η Σοβιετική Κυβέρνησις να τον καταργήση. Η Ελληνική Κυβέρνησις είναι υποχρεωμένη να αμυνθή δι’ όλων των εις την διάθεσίν της πολιτικών μέσων κατά της απαραδέκτου αυτής τακτικής» («Εθνικός Κήρυξ», 15/11/1959).

«Εις απάντησιν της προκλήσεως αυτής», σημειώνει ο εθνάρχης στις προαναφερθείσες αναμνήσεις του, «έδωσα εντολή και εξεδόθη ελληνικό γραμματόσημο με την εικόνα του δολοφονηθέντος [Ούγγρου κομμουνιστή ηγέτη Ιμρε] Νάγκυ που συμβόλιζε τον στραγγαλισμό του ουγγρικού λαού από τους Ρώσους. Οι Ρώσοι, ενοχληθέντες από την αντίδρασή μου αυτή, επρότειναν να αποσυρθούν από την κυκλοφορία αμφότερα τα γραμματόσημα, όπερ και εγένετο».

«Περιύβρισις αρχής»

Ακόμη χαρακτηριστικότερη υπήρξε η δίωξη της «Αυγής» για ένα πρωτοσέλιδο άρθρο του Γλέζου (28/2/1960), όπου περιέγραφε την περιπέτειά του ως μία μόνο πτυχή της ευρύτερης κρατικής τρομοκρατίας (πολιτικοί κρατούμενοι για αντιστασιακή δράση, διοικητικές εκτοπίσεις δίχως δίκη, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, επιθέσεις παρακρατικών, «αντισημιτικές εκδηλώσεις και εμφάνισις φασιστικών οργανώσεων νεολαίας»).

Ως «περιύβριση αρχής» διώχθηκε το εξής απόσπασμα: «Αισθάνομαι ότι είναι περιττό να διακηρύξω για μια ακόμα φορά πόσο η δίωξίς μας υπήρξε προϊόν τυφλής πολιτικής σκοπιμότητος και πόσο η καταδίκη μας άδικη. Η όλη διαδικασία, που μέσω του ελληνικού και ξένου Τύπου παρηκολούθησαν εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο, έχυσε άπλετο φως στις προθέσεις και τις μεθόδους των οργανωτών της διώξεώς μας και απέδειξε προς ποια μεριά βρίσκεται η αλήθεια».

Το δικαστήριο καταδίκασε τον Γλέζο σε επτάμηνη φυλάκιση, τον νέο διευθυντή της «Αυγής» Λεωνίδα Κύρκο σε πεντάμηνη και την εφημερίδα σε στέρηση της ατέλειας χάρτου (6/3/1960). Για τη μεθόδευση της δίωξης, αποκαλυπτικό είναι ένα «κατατοπιστικόν σημείωμα» του Τριανταφυλλάκου προς τον Καραμανλή, για την πρώτη μέρα της ακροαματικής διαδικασίας: ένας μάρτυρας κατηγορίας, στρατοδίκης στην προηγούμενη δίκη, επιτιμάται επειδή στην κατάθεσή του «εθεώρησεν [μεν] το δημοσίευμα ως ένοχον, εις γενικήν όμως γραμμήν υπήρξεν ολίγον χλιαρός»· ένας αστυνόμος περιγράφεται, αντίθετα, σαν «ο καλύτερος των μαρτύρων». Το ίδιο σημείωμα μας πληροφορεί επίσης ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε κληθεί ως μάρτυρας υπεράσπισης, αλλά δεν προσήλθε.

Απαντώντας εν ονόματος του Καραμανλή στη διαμαρτυρία της Διεθνούς Ενωσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τη νέα δίκη (6/4/1960), ο Τριανταφυλλάκος διακήρυξε πως «η Ελληνική Κυβέρνησις ουδεμίαν ανάμιξιν έχει εις το έργον της δικαιοσύνης, της οποίας τα όργανα απολαύουν πλήρους και απολύτου ανεξαρτησίας, εφαρμόζοντα τους κειμένους νόμους μακράν πάσης πολιτικής σκοπιμότητος. […]. Υπό τας ανωτέρω συνθήκας, η παρέμβασις υμών αποτελεί, κατά τας γενικώς παραδεδεγμένας αρχάς του διεθνούς δικαίου, σαφή ανάμιξιν εις τα εσωτερικά μιας χώρας η οποία διατηρεί υπό την πλέον ολοκληρωμένην μορφήν των τους δημοκρατικούς θεσμούς». Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, συμπλήρωσε πάντως τα επιχειρήματά του με την υπενθύμιση πως «η Ελλάς υπέστη τρεις φοράς εντός δεκαετίας την ένοπλον επίθεσιν οπαδών του ΚΚΕ», διευκρινίζοντας πως «η πρώτη από τας επιθέσεις αυτάς εξεδηλώθη κατά το 1941-1944» −στη διάρκεια δηλαδή της γερμανοϊταλικής Κατοχής!

Για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης επί ΕΡΕ, διαφωτιστικότατος είναι πάντως ο Τσάτσος στα απομνημονεύματά του: «Ο Καραμανλής ποθούσε ο επί του Τύπου Υπουργός να κατευθύνει τις εφημερίδες και ο επί της Δικαιοσύνης τους δικαστές στα θέματα του Τύπου» («Λογοδοσία μιας ζωής», Αθήνα 2001, σ. 337).

Και… «αυτονομιστής»

Ο Γλέζος αποφυλακίστηκε τελικά στις 15/12/1962, μετά από τέσσερα χρόνια στη φυλακή, με βασιλική χάρη για την υπόλοιπη ποινή. Το επόμενο καλοκαίρι επισκέφθηκε την ΕΣΣΔ για να παραλάβει το βραβείο Λένιν που του είχε απονεμηθεί στο μεσοδιάστημα. Η συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στη Μόσχα (30/7/1963), επικεντρωμένη στο δράμα των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων, θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την ύστατη κατασυκοφάντησή του.

Τηλεγράφημα του Γαλλικού Πρακτορείου (AFP) υποστήριξε πως ο Γλέζος «εξεφράσθη υπέρ της λύσεως του προβλήματος των μακεδονικών μειονοτήτων διά διαπραγματεύσεων, διετύπωσε δε την ελπίδα ότι τριμερείς βαλκανικαί διαπραγματεύσεις θα επέτρεπον εις δεδομένην στιγμήν την ίδρυσιν μιας αυτονόμου Μακεδονίας».

Ο παλαίμαχος αγωνιστής δεν ήταν βέβαια ηλίθιος για να διακηρύξει κάτι που δεν απηχούσε τη γραμμή ούτε της ΕΔΑ ούτε του ΚΚΕ και που γνώριζε από πρώτο χέρι πόσο δυσβάστακτες συνέπειες μπορούσε να έχει για τους Ελληνες αριστερούς· κανείς άλλος από τους παριστάμενους ανταποκριτές δεν πήρε, άλλωστε, είδηση κάτι σχετικό. Η ΕΔΑ κατήγγειλε αμέσως την πληροφορία ως «απολύτως ψευδή και κακοήθη» και το AFP ως «χαλκείον ψευδών ειδήσεων των κύκλων της ανωμαλίας και της υποτέλειας». Ανάλογες διαψεύσεις έκανε, επανειλημμένα, και ο ίδιος ο Γλέζος («Αυγή», 1/8 & 7/8). Το AFP προσπάθησε να θολώσει τα νερά, ισχυριζόμενο πως «η ουσία της δηλώσεως ανταποκρίνεται εις την διατύπωσιν που εδόθη» αλλά «πιθανώς έγιναν λάθη εις την μετάφρασιν και ίσως διέφυγον αποχρώσεις τινές» («Βήμα», 2/8).

Η αμήχανη αυτή αναδίπλωση ουδόλως έκαμψε, φυσικά, τους ημέτερους εθνικόφρονες. Ο Μανιαδάκης, υπουργός Ασφαλείας του Μεταξά και βουλευτής Κορινθίας του Καραμανλή, εισηγήθηκε στη Βουλή «την αφαίρεσιν της ιθαγενείας και στέρησιν του διαβατηρίου» του Γλέζου. Ο πρωθυπουργός Πιπινέλης, μελλοντικός υπουργός Εξωτερικών της χούντας, παρήγγειλε στον εισαγγελέα να εξετάσει «εάν είναι δυνατόν να θεμελιωθή επί τη βάσει των υπαρχόντων στοιχείων κατηγορία επί εσχάτη προδοσία».

Στην γραμμή Μανιαδάκη κινήθηκαν και «άπαντες οι εν Φλωρίνη Οργανισμοί και Σωματεία», με τον τοπικό δήμαρχο επικεφαλής: «Φρονούμεν επιβεβλημένην απαγόρευσιν επανόδου στην Ελλάδα και στέρησιν ιθαγενείας καταπτύστου απεργαζομένου ακρωτηριασμόν ιερωτέρας περιοχής φιλτάτης Πατρίδος» («Εθνος» Φλώρινας, 5/8/1963).

Ενόψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών (3/11/1963), οι κραυγές αυτές βρήκαν απρόσμενο αντίλαλο στον χώρο του Κέντρου: «Το γεγονός ότι υπήρξε πράγματι ήρως εις την νεανικήν του ηλικίαν, και ας σημειωθή ότι τότε δεν ήτο κομμουνιστής, του προσδίδει δικαίως αίγλην», δηλώνει στη Βουλή για τον Γλέζο ο Γεώργιος Παπανδρέου (2/8)· «αλλά δεν σημαίνει ότι διατηρεί το δικαίωμα της ασυδοσίας εις όλην του την ζωήν. Η καλή πίστις μας υποχρεώνει να αναμείνωμεν το ακριβές κείμενον. Και, εν πάση περιπτώσει, να αναμείνωμεν την απόφασιν της δικαιοσύνης, εφ’ όσον επελήφθη του θέματος».

Ακόμη επιθετικότερο, το «Βήμα» αποφάνθηκε (3/8) πως η διάψευση Γλέζου «προδίδει μάλλον ένοχον συνείδησιν», για να καταλήξει απειλητικά: «Το θέμα παραμένει ανοικτόν και θα έχη ασφαλώς μεγάλας συνεπείας. Διότι ο Ελληνικός Λαός αρχίζει να υποπτεύεται ότι ο Γλέζος εν τη αφελεία του είπε την αλήθειαν σε ό,τι αφορά τας ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑΣ ΘΕΣΕΙΣ του Ελληνικού Κομμουνισμού έναντι του Μακεδονικού προβλήματος. Ενώ η ΕΔΑ λόγω σκοπιμότητος απέκρυπτε την αλήθειαν. Αλλά ο Ελληνικός Λαός όλα είναι διατεθειμένος να τα δεχθή και όλα να τα συγχωρήση. Ενα μόνον δεν θα δεχθή: Την απόσπασιν της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονικής ενδοχώρας και την ένταξίν των εις την αυτόνομον Μακεδονίας περί της οποίας ωμίλησεν ο κ. Γλέζος. Και θα αξιώση την αμείλικτον εφαρμογήν των νόμων εναντίον εκείνων οι οποίοι απεργάζονται κρυφά ή φανερά την απόσπασιν εθνικών εδαφών».

Η μάχη της Φλώρινας

Πιεζόμενη από την ντόπια εθνικοφροσύνη, η ΕΔΑ Φλώρινας θα αντεπιτεθεί καλώντας τον ίδιο τον Γλέζο να μιλήσει στην επόμενη προεκλογική συγκέντρωση (5/2/1964): «Μπροστά στον λαό του νομού Φλωρίνης για πρώτη φορά θα τίθονταν τόσο παραστατικά και ξεκάθαρα αντιμέτωπη η εθνική αντίσταση από τη μια μεριά και από την άλλη ο δοσιλογισμός με τους άνδρες της εντίμου πενίας συνεργάτες του Μέρτεν και γερμανοντυμένους Φλωρινιώτες», διαβάζουμε σε σχετική έκθεση της Νομαρχιακής που φυλάσσεται στα ΑΣΚΙ.

Ηταν η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Αριστεράς στην πόλη από το 1946 −και θα έμενε από κάθε άποψη αξέχαστη. Για τον κόσμο της ΕΔΑ, που προσήλθε κυρίως από τα χωριά, ισοδυναμούσε με πρωτόγνωρη «απελευθέρωση από την Καραμανλική κατοχή»: «Ο χορός στήθηκε στην πλατεία. Η πόλη πήρε πράγματι όψη πανηγυριού. […] Ποτέ η πόλη της Φλώρινας δεν είχε ζήσει τέτοιες στιγμές. Κλαίγαν γέροι και γριές. Ας πεθάνουμε τώρα, λέγαν» (όπ.π.). Από τους ντόπιους εθνικόφρονες ερμηνεύθηκε, απεναντίας, σαν ανεπίτρεπτη πρόκληση: «Η προχθεσινή Τετάρτη ήταν μια μικρή πικρή δοκιμή του τι περιμένει τον άμοιρον αυτόν τόπο, αν, ο μη γένοιτο, έλθουν μεθαύριο στην αρχή οι κεντροαριστεροί. Αφού σήμερα έχουν το απροσμέτρητο θράσος -ή μάλλον την μωρία- να στέλνουν στην Φλώρινα να ομιλήση ποίος; ο Γλέζος!, ο μοιραίος άνθρωπος που στην Μόσχα δήλωσε πως στην περιφέρειά μας υπάρχουν μειονότητες, πως δηλαδή δεν είμαστε όλοι μας Ελληνες» («Φωνή της Φλωρίνης», 8/2/1964).

Οσα ακολούθησαν εξυμνήθηκαν από τον δεξιό Τύπο σαν «εκδίωξη» του Γλέζου από τους Φλωρινιώτες: «Με το “Τι ζητούν οι Βούλγαροι εις την Μακεδονίαν” υπεδέχθησαν οι κάτοικοι της Φλωρίνης τον Ε. Γλέζον», τιτλοφόρησε π.χ. η «Καθημερινή» σχετική ανταπόκρισή της από τη… Θεσσαλονίκη (7/2): «Το σύνολον των κατοίκων της Φλωρίνης απεδοκίμασε χθες αγρίως τον βουλευτήν της ΕΔΑ κ. Εμμ. Γλέζον, ο οποίος μετέβη εκεί διά να ομιλήση […]. Συγκεκριμένως οι κάτοικοι της Φλωρίνης ήρχισαν να άδουν “Τι ζητούν οι Βούλγαροι εις την Μακεδονίαν” ευθύς ως ο κ. Γλέζος αφίχθη εις την πόλιν. Κατόπιν τούτου ο κ. Γλέζος ηναγκάσθη να εγκαταλείψη την Φλώριναν χωρίς να ομιλήση».

Τόσο η «Αυγή» όσο και η τοπική «Αλλαγή» τόνισαν, αντίθετα, πως η ομιλία ολοκληρώθηκε παρά τις «κανιβαλικές» εφόδους 200 τραμπούκων. Χρόνια μετά, ο ίδιος ο ομιλητής θα περιγράψει ως εξής τα συμβάντα στον Στέλιο Κούλογλου: «Ο λόγος μου έγινε με συνεχές πετροβολητό. Μετακινούμουν συνέχεια, για να αποφύγω τις πέτρες που έριχναν εναντίον μου. […] Εγινε ολόκληρη μάχη εκεί, αλλά επιμέναμε. Την ώρα που κατέβαινα από τη σκάλα της εξέδρας, τραβάει ένας ένα στιλέτο να με καρφώσει από πίσω. Αλλά τον είδε κάποιος δικός μας και μ’ ένα γαλλικό κλειδί του δίνει μια πάνω στο κεφάλι».

Η υπόθεση έκλεισε -πώς αλλιώς;- με δικαστική καταδίκη πέντε ντόπιων ΕΔΑϊτών σε δίμηνη φυλάκιση για… «παράνομη διαδήλωση» (20/5/1964). Η χούντα απείχε πια λιγότερο από τρία χρόνια.

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το