Αστυνομικοί που έβλεπαν τι συμβαίνει και απλώς δεν έδιναν σημασία. Κανείς δεν έδινε σημασία εκεί που η φρίκη έχει γίνει κανονικότητα και ο θάνατος κάτι το αναμενόμενο.

«Κοίτα, να, από αυτή την κολώνα άρχισε. Ξεκίνησε να πετάει σπίθες εκείνη την ημέρα. Δεν μπορούσαμε να τις σταματήσουμε, ούτε να κάνουμε κάτι. Οι σπίθες έφτασαν στις σκηνές κάτω απ’ την κολώνα, μετά πήγαν εδώ, μπροστά απ’ το κοντέινερ και μετά όλα άρχισαν να καίγονται. Κανείς μας δεν μπορούσε να το σταματήσει αυτό, αρχίσαμε να φωνάζουμε στον κόσμο να φύγει. Η φωτιά μεγάλωνε και όλοι άρχισαν να τρέχουν και να ουρλιάζουν. Νομίζαμε ότι θα καούμε ζωντανοί. Κάποιοι δεν πρόλαβαν να φύγουν», λέει ο Σαχίρ, ένας πρόσφυγας που ήταν παρών στην πρόσφατη τραγωδία της Μόριας.

Η καμένη κολώνα υπάρχει εκεί, περίπου τρία μέτρα μακριά από το κοντέινερ απ’ το οποίο ανασύρθηκε η απανθρακωμένη σορός της 49χρονης προσφύγισσας μια εβδομάδα πριν. Αν υπήρχε το ελάχιστο σύστημα πυρασφάλειας, η απόσταση είναι αρκετά μακρινή ώστε η πυρκαγιά να είχε αποφευχθεί. Αν εκείνοι που βρίσκονται εκεί για να τους προστατεύσουν είχαν δράσει έγκαιρα, οι σπίθες δεν θα κατάφερναν να μετατραπούν σε φωτιά. Η εξέγερσή τους την προηγούμενη εβδομάδα οφείλεται σε αυτό ακριβώς. Στο ότι άφησαν τους ανθρώπους να καούν ζωντανοί και αποφάσισαν να κινητοποιηθούν μόνο όταν φοβήθηκαν πως η φωτιά θα κάψει όλο τον καταυλισμό.

Κάτω από την κολώνα υπάρχουν σήμερα ξανά σκηνές ανθρώπων, ενώ λίγο παραπέρα τα σημάδια της πιο πρόσφατης τραγωδίας παραμένουν κι αυτά εκεί. Καμένα ξύλα, αποκαΐδια, ένα βουνό καρβουνιασμένα υφάσματα θυμίζουν μόνο εμπόλεμη ζώνη αλλά τίποτα δεν παραπέμπει σε «δομή προσφύγων» μιας ευρωπαϊκής χώρας. Τίποτα βέβαια στη Μόρια δεν παραπέμπει σε αυτό που θέλουμε συχνά πυκνά να αποκαλούμε «ευρωπαϊκή χώρα». Όχι φυσικά εξαιτίας της πολυπολιτισμικότητας των ανθρώπων που εγκλωβίστηκαν εκεί, αλλά εξαιτίας των τριτοκοσμικών συνθηκών στις οποίες αναγκάζονται καθημερινά να ζουν.

Η Μόρια, για όποιον δεν είχε μέχρι σήμερα την ατυχία να την επισκεφθεί, είναι χωρισμένη σε πολλά σημεία. Υπάρχει το ΚΥΤ που υποτίθεται πως είναι φυλασσόμενο και επιτηρούμενο από τις αρμόδιες αρχές της δομής, χωρισμένο κι αυτό σε διάφορες «ζώνες». Εκεί βρισκόταν και το κοντέινερ, πολύ κοντά στην υπηρεσία ασύλου και τις αστυνομικές αρχές. Υπάρχει και ένας άτυπος καταυλισμός που έχει δημιουργηθεί στους μικρούς λόφους που βρίσκονται έξω από το ΚΥΤ, σε μια αχανή έκταση από ελαιόδεντρα που έχει γεμίσει σκηνές. Περίπου 4.000 άνθρωποι υπολογίζεται πως ζουν έξω, στους μη επιτηρούμενους χώρους, και άλλοι 9.000 εντός του camp. Είναι δύσκολο να διακρίνεις ή να πεις ότι κάπου ζουν «καλύτερα».

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό κάτι σημαντικό γι’ αυτό το μέρος: Η χωρητικότητά του είναι 3.000 άνθρωποι και αυτή τη στιγμή βρίσκεται εκεί τετραπλάσιος αριθμός ανθρώπων.

Αυτό σημαίνει πως οι άνθρωποι ψάχνουν απελπισμένα ακόμη και μέσα σ’ αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες, ένα μικρό σημείο για να μπορέσουν να τοποθετήσουν μια σκηνή, για να βάλουν μέσα τα παιδιά τους, για να προστατευθούν από τη βροχή, το κρύο, και για να καταφέρουν κάπου να κοιμηθούν. Ελάχιστοι ζουν σε κοντέινερ, ενω πολυμελείς οικογένειες, άνθρωποι ευάλωτοι όπως γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, ζουν σε μικρές σκηνές ή σε αυτοσχέδια καταλύματα, εκτεθειμένοι όχι μόνο στις καιρικές συνθήκες, αλλά και σε βουνά σκουπιδιών και ακαθαρσιών. Σε συνθήκες που εκ των πραγμάτων δημιουργούνται όταν άνθρωποι στοιβάζονται σαν τα ζώα σε ένα μικρό κομμάτι γης.

Ακόμη και στους μικρούς οικίσκους που έχουν δημιουργηθεί εντός της δομής, εκεί που τα πράγματα θα έπρεπε να είναι λίγο πιο ανθρώπινα, σε ένα μέρος 15 τετραγωνικών, θα βρεις στοιβαγμένους από 12 μέχρι 18 ανθρώπους που προσπαθούν να δημιουργήσουν ελάχιστο προσωπικό χώρο τοποθετώντας αυτοσχέδια παραβάν εντός του κοντέινερ. Υπάρχει λοιπόν εκεί μια παραγκούπολη, η χειρότερη της Ευρώπης, την οποία κατ’ ευφημισμό αποκαλούν κάποιοι «camp», «δομή» ή «ΚΥΤ». Δεν είναι τίποτα απ’ αυτά. Είναι μια φαβέλα γεμάτη συρματοπλέγματα που θυμίζει στρατόπεδο εξόντωσης ανθρώπων.

«Πού μένεις εσύ;» ρωτάω τον Σαχίρ. Μου δείχνει αρχικά ένα σημείο απέναντι από το καμένο κοντέινερ, ένα τεράστιο υπόστεγο, χωρίς σκηνές, ανοιχτό στο πλάι. Το σημείο ήταν γεμάτο κόσμο και δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοεί: «Εκεί τώρα δίνουν τροφή και φρούτα. Το βράδυ δεν έχει κόσμο και επειδή είμαι εδώ μόνος, στην κατηγορία «single men» δεν έχω σκηνή, δεν δίνουν σε εμάς. Κοιμάμαι εκεί κάτω στο έδαφος μαζί με άλλους», εξηγεί. Δεν τον πιστεύω αρχικά. Σκέφτομαι πως αποκλείεται να έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο κτηνωδίας, αλλά λίγο αργότερα κι άλλοι, στην ίδια «κατηγορία» επιβεβαιώνουν αυτά που λέει: «Ζητάμε έστω μια σκηνή και μας στέλνουν δεξιά κι αριστερά. Έχεις παρατηρήσει πώς στέλνουν οι ποδοσφαιριστές τη μπάλα στο γήπεδο δεξιά κι αριστερά; Έτσι γίνεται κι εδώ. Εκείνοι είναι οι ποδοσφαιριστές. Εμείς είμαστε η μπάλα», λένε.

Ο Σαχίρ παρατηρεί ότι έχω σοκαριστεί και μειδιάζει. Με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί ξανά προς το καμένο κοντέινερ που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσα πως είναι σφραγισμένο. Μου λέει να τον ακολουθήσω αλλά δεν θέλω να μπω μέσα. Για μένα, για τον έξω κόσμο, που δεν είναι μέρος αυτού του κύκλου καθημερινής απελπισίας, αλλά μόνο μια επισκέπτες στη φρίκη τους, αυτό το σημείο είναι ένας τόπος θανάτου που θα έπρεπε να έχει απομακρυνθεί απο εκεί, πρωτίστως για λόγους ασφαλείας και δευτερευόντως για λόγους συμβολισμού. Για να μη θυμίζει το θάνατο, ακόμη και σε ένα μέρος που είναι καταδικασμένο να αναβλύζει θάνατο ακόμη και από τους ζωντανούς.

Το κοντέινερ που κάηκε έχει δυο επίπεδα. Τον ακολουθώ και διαπιστώνω πως στο κάτω μέρος αυτού του κατασκευάσματος που είναι έτοιμο να καταρρεύσει, έχουν βρει καταφύγιο 3 μητέρες με τα νεογέννητα μωρά τους, δυο μηνών το μεγαλύτερο. Έχουν τοποθετήσει εκεί τρεις σκηνές στη σειρά, οι οποίες έχουν μέσα ελάχιστα ρούχα και είναι στρωμένες με κάτι που μοιάζει με μοκέτα, ένα κομμάτι σκληρού υφάσματος που δίνουν οι «υπηρεσίες» της δομής στους πρόσφυγες για να μην ακουμπούν το σώμα τους απευθείας στο δάπεδο. Το μέρος έχει κλείσει με σκουριασμένες λαμαρίνες για να μην το φτάνει ο αέρας, ενώ στην προσπάθεια τους να εξηγήσουν γιατί μπήκαν εκεί, λένε πως μετά την προχθεσινή βροχή που μετατράπηκε σε χείμαρρο που παρέσυρε τα πάντα, φοβήθηκαν πως το νερό θα φτάσει μέχρι τις σκηνές τους. «Εδώ είναι λίγο πιο πάνω απ’ το χώμα. Είναι λίγο πιο προστατευμένα από έξω».

Ανεβαίνοντας την εξωτερική σκάλα, φτάνοντας στο σημείο που έχασε τη ζωή της η 49χρονη Αφγανή την προηγούμενη εβδομάδα, διαπιστώνω το ίδιο. Δυο οικογένειες έχουν βρει στέγη κι εκεί, αλλά εκείνοι δεν έχουν σκηνές. Οι άντρες των οικογενειών τοποθέτησαν και εκεί λαμαρίνες περιμετρικά, για να κλείσουν το χώρο, να δημιουργήσουν μια ελάχιστη προστασία από τον αέρα. Το καμένο κοντέινερ έτρεμε κάθε φορά που κάποιος ανέβαινε την εξωτερική σκάλα. Έτρεμε με ένα τρόπο που σε έκανε να νομίζεις πως θα πέσει εκείνη τη στιγμή, αλλά για εκείνους η παραμονή τους εκεί έμοιαζε μονόδρομος. Στη Λέσβο βρέχει εδώ και δυο μέρες. Για εκείνους λοιπόν το δίλημμα είναι ανάμεσα στον βραδινό ύπνο σε αυτό το καμένο ερείπιο που κινδυνεύει να πέσει ή ο ύπνος στη βροχή. Στην προσπάθεια μου να εξηγήσω πως είναι επικίνδυνο αυτό το σημείο, ερχόταν από όλους η ίδια απάντηση: «Και πού να πάμε; Πες μας πού να πάμε; Δεν έχουμε ούτε σκηνές, ούτε τέντες, ούτε κοντέινερ. Μας είπαν πως θα μας δώσουν κάποια στιγμή. Κανείς μας δεν θέλει να βρίσκεται εδώ μέσα, κανείς δεν θέλει να κοιμάται πάνω σε χαρτόνια. Όμως που να πάμε; Σήμερα θα βρέξει πάλι».

Όσοι δραστηριοποιούνται σε αυτό το KYT, γνωρίζουν ότι οι άνθρωποι στην απελπισία τους θα προσπαθήσουν να βρουν ένα οποιοδήποτε σημείο να κοιμηθούν το βράδυ, ένα προσωρινό κατάλυμα. Γνωρίζουν εκείνοι που τους εγκλώβισαν εκεί, πως αύριο το κοντέινερ μπορεί να καταρρεύσει και πως στις ειδήσεις θα υπάρξουν ξανά τίτλοι για κάποια τραγωδία. Γνωρίζουν πως θα καταφύγουν στην εύκολη λύση. Θα πουν ξανά πως οι αιτούντες άσυλο μπήκαν εκεί με δική τους ευθύνη, πως δεν φταίει κανείς άλλος πέρα από τους πρόσφυγες. Θα πουν πως δεν το γνώριζαν. Το κοντέινερ όμως βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την υπηρεσία ασύλου και από το σημείο διανομής τροφίμων. Όση ώρα βρισκόμουν εκεί, διέσχισαν το σημείο τουλάχιστον 10 Αστυνομικοί που έβλεπαν τι συμβαίνει και απλώς δεν έδιναν σημασία. Κανείς δεν έδινε σημασία εκεί που η φρίκη έχει γίνει κανονικότητα και ο θάνατος κάτι το αναμενόμενο.

Η Μόρια χωρίζεται σε κλειστό και ανοιχτό camp, σε ΚΥΤ και άτυπους καταυλισμούς, σε ανθρώπους που γνωρίζουν τι συμβαίνει και τι πρόκειται να συμβεί και σε άλλους που δεν γνωρίζουν τίποτα ή ελπίζουν πως δεν θα συμβεί τίποτα. Σε ανθρώπους που ζουν ζωές λίγο πιο μόνιμες, σε άλλους που ζουν προσωρινά και σε άλλους που βρέθηκαν σ’ αυτή την παραγκούπολη της απελπισίας προσπαθώντας με κάθε τρόπο να ζήσουν και σήμερα. Tα 20 περίπου άτομα που βρήκαν καταφύγιο στο κοντέινερ του τρόμου ανήκουν στην τελευταία κατηγορία.

Προσπαθούν να ζήσουν, κάπως, όπως μπορούν, και σήμερα, χωρίς καν να έχουν την επιλογή ανάμεσα στο κακό και το χειρότερο.

Άννα Νίνη

πηγή: omniatv

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το