ΝΑ ΄ΣΑΙ ΔΥΝΑΤΟΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Αναδεύτηκε στο χώμα, όπως έκανε όλα τα χρόνια, πέταξε ένα μικρό βλαστό κι άρχισε να τρυπάει τα πατικωμένα στρώματα της γης με λαχτάρα. Σαν πόση δύναμη έχει ένας βλαστός, που ‘ναι μισός νερό και μισός τυφλά ακόμη φωτοκύτταρα; Δεν το σκεφτόταν καν. Ήξερε πως μπορούσε.
Και δεν είναι μόνο πως μπορούσε. Πάνω απ’ όλα είναι πως το ήθελε.
Να βγει στον ήλιο. Να ορθώσει το μικρό της μπόι, να πιει φως και να γίνει το γκριζοκίτρινο γερμένο βλαστάρι, ένα γερός μίσχος. Να πάψει να ‘ναι υπόγειος και υδρόβιος και να αμοληθεί ψηλά, να γίνει επίγειος και εναέριος.
Είχε ακούσει ιστορίες που ψιθύριζαν οι ρίζες των άλλων φυτών, αυτών που το μισό κορμί τους βρισκόταν κιόλας πάνω από το χώμα κι έστελναν μηνύματα με τις φλέβες των νερών. “Ο ήλιος είναι ολόλαμπρος” έλεγαν, “το φως τυφλώνει”, “ο αέρας είναι άπιαστος και παιχνιδιάρης” και η νύχτα έχει μαγευτικά αρώματα”.


Δεν ήξερε τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήταν ένας ελάχιστος σπόρος, έγκλειστος σε σκοτεινά χώματα. Τα σπλάχνα της γης είναι ζεστά για το χειμώνα, μα και πάλι ένας σπόρος δεν μπορεί να μένει για πάντα φυλακισμένος, όσο ζεστά και ασφαλή κι αν είναι τα υπόγεια του κόσμου.
Να βγει, να δει το φως, να τυφλωθεί, να σκάσει φύλλα, να πίνει τη δροσιά της νύχτας, να τσιμπολογούν κι οι παπαδίτσες, δε βαριέσαι, να φουσκώσει μια κοιλιά στα σέπαλα και να γεννήσει το λουλούδι. Τι περηφάνια θα ‘νοιωθε όταν θα άρχιζαν ν’ ανοίγουν τα ροζ πέταλα και θα έκαναν ένα μικρό στεφάνι γύρω από τον ύπερο. Κι αυτός, ο γαλίφης, θα μέλωνε με σιρόπι την κορφή του, να ‘ρχονται οι μέλισσες να πίνουν και να κουβαλούν παντού τα σπέρματα της ροζ πετούνιας.


Ανέβαινε και όλο ανέβαινε με λαχτάρα. Καθώς πλησίαζε στην έξοδο, ένοιωσε ένα απρόσμενο βάρος. Ένα αφύσικο πλάκωμα. Ο μικρός βλαστός με δυσκολία προχωρούσε. Άρχισε να αγκομαχά και λίγο έλειψε να σπάσει. Δεν πανικοβλήθηκε. Σκέφτηκε τις ιστορίες που έλεγαν οι ρίζες. “Αν το βάρος της γης είναι ασήκωτο, πάει να πει πως οι άνθρωποι έστρωσαν πίσσες και τσιμέντα, δρόμους και κτίρια. Μην πας ευθεία. Λόξεψε την πορεία σου να βρεις τη χαρακιά της γης. Τρύπωσε εκεί και βγες. Να είσαι δυνατή, σαν την Άνοιξη, ακόμα κι ανάμεσα στην πέτρα και τη δυσκολία”
Κουλουριάστηκε, σύρθηκε, έσπρωξε και βγήκε. Τυφλώθηκε απ’ το φως!
‘ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΥΤΕΡΙΑ! φώναξε και δεν τη ένοιαζε που την αδύναμη φωνίτσα της πετούνιας την έπαιρνε ο αέρας.

( Σήμερα είδα την ανάρτηση στ’ αραβικά της Άλια, απ’ το Ιράκ, που έχασε στα δικά μας νερά τους δυο γονείς της και τις τρεις αδερφές της.
Σκεφτόμουν αξημέρωτα ακόμα τη Σεχραζάτ στις χίλιες και μια νύχτες. Δεν ξέρω πόσες νύχτες θα κρατήσει το κακό, μα με ιστορίες της ζωής και γλυκά παραμυθιάσματα, θα στομώσει το μαχαίρι )

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το