Ο Ιούνιος εκτός των άλλων έχει χαρακτηριστεί ως ο μήνας του μεγάλου –εξεταστικού- ανταγωνισμού. Δεκάδες χιλιάδες 18χρονοι και οι οικογένειές τους «ζουν» την αγωνία των πανελλαδικών εξετάσεων και βεβαίως και των αποτελεσμάτων τους.
Από την περίοδο που θεσπίστηκαν μέχρι σήμερα οι εξετάσεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με όποια μορφή κι΄ αν έγιναν, όποιο όνομα κι΄ αν πήραν, Ακαδημαϊκό Απολυτήριο, Εισιτήριες Εξετάσεις, Πανελλήνιες, Πανελλαδικές, Γενικές Εξετάσεις, είχαν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό: το νομιμοποιητικό τους λόγο. Πραγματικά δεν υπάρχει Εξεταστικό σύστημα, τα τελευταία σαράντα χρόνια, που να μην περιελάμβανε στην Εισηγητική του Έκθεση σαν στόχους και σαν δικαιολογητικό λόγο της θέσπισής του τον περιορισμό της παραπαιδείας, την αντικειμενική και αξιοκρατική επιλογή των μαθητών, την ισότητα ευκαιριών, το άνοιγμα του Πανεπιστημίου, το τέλος του «ασφυκτικού εναγκαλισμού» του Λυκείου από τις απαιτήσεις των εξετάσεων και την φραστική καταδίκη της έμφασης στην απομνημόνευση.
Ωστόσο στην πιο «ταραγμένη ζώνη» του σχολείου κονιορτοποιούνταν στα γρήγορα όλες οι διακηρύξεις και οι «υποσχετικές» του Υπουργείου Παιδείας μαζί με τις «προίκες» των εξεταστικών συστημάτων : Οι πανελλαδικές εξετάσεις άφηναν έξω από την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση μεγάλο μέρος των υποψηφίων, δημιουργούσαν «εργολάβους των εξετάσεων» (φροντιστήρια- ιδιαίτερα μαθήματα), «ροκάνιζαν» τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, και βέβαια, προκαλούσαν μεταλλάξεις στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία !
Παράλληλα η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης έχει κάνει φανερό ότι η “μάχη” των υποψηφίων στις Γενικές Εξετάσεις είναι “μάχη” που γίνεται με κοινωνικούς όρους, και ότι η όποια ελαστικότητα του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος σε καμιά περίπτωση δε μπόρεσε να αναιρέσει το γεγονός ότι οι γόνοι ευνοημένων -οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά- οικογενειών είχαν και έχουν απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσβασης στα Α.Ε.Ι. και ιδιαίτερα στις προνομιούχες σχολές τους. Το επάγγελμα και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων δεν αναδεικνύεται μόνο ως ένας σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης των σχετικών πιθανοτήτων πρόσβασης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά επηρεάζει σημαντικά και την κατανομή στις διάφορες σχολές των φοιτητών από διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες καθώς η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι σπουδές που οδηγούν σε επαγγέλματα υψηλού κοινωνικού κύρους όπως π.χ. ιατρικές σπουδές, Νομικές, Πολυτεχνικές, Η/Υ, κλπ εμφανίζουν σχεδόν ακραίες κοινωνικές διαφορές στη σύνθεση των φοιτητών.

Ωστόσο, με Βικτωριανή υποκρισία, προβάλλεται ως τεκμήριο της αθωότητάς του εξεταστικού συστήματος η δυνατότητα που παρέχει σε όλους να διαγωνιστούν ισότιμα, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια θέματα, για την είσοδό τους στη Σχολή που επιθυμούν, εξαγνισμένο στην «κολυμβήθρα» των μαρτύρων υπεράσπισης, επιτυχόντων και αποτυχόντων που, ως πρώην υποψήφιοι, βεβαιώνουν μπροστά στις κάμερες την αντικειμενικότητα της επιλογής.
Παράλληλα οι Πανελλήνιες εξετάσεις ήταν πάντα ένας μηχανισμός παραεκπαίδευσης της παιδείας. Αρκεί να δει κανείς τον κεντρικό ρόλο που παίζουν στον καθορισμό της διδακτέας ύλης, αδιαφορώντας για ό,τι υλικό δεν σχετίζεται με τις εξετάσεις. Αρκεί να δει κανείς τα θέματα στα οποία διαγωνίζονται κάθε χρόνο οι υποψήφιοι: Με θέματα σωστά ή λάθος, σύμφωνα ή όχι με τους στόχους, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων που είναι να επιλεγούν κάποιοι με τρόπο που να φαντάζει αντικειμενικός, επιτυγχάνεται. Αυτή η γραμμή καθορίζει και τη στάση που οφείλουν να τηρήσουν μαθητές και καθηγητές στο σχολικό μάθημα. Αντί της προαγωγής της κρίσης, την εμβάθυνση, τη γενίκευση, την ανακάλυψη της ομορφιάς, η αξιολόγηση που αναμένεται οδηγεί στην απομνημόνευση τύπων και μεθοδολογιών, στην προπόνηση και όχι στην επιστημονική μελέτη.

ΤΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΘΕΑΤΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ
H επιμονή στο εξεταστικοκεντρικό σχολείο δεν συνδέεται μόνο με την εισαγγελικού τύπου σχολική ετημηγορία και την απόρριψη των αδυνάτων ούτε μόνο με τη δημιουργία συνθηκών φροντιστηριακής προσφυγιάς. Να το πούμε προκαταβολικά: οι εξετάσεις και ιδιαίτερα οι τόσες πολλές εξετάσεις, μας διδάσκουν πολύ περισσότερα από όσα μας εξετάζουν. Με λίγα λόγια οι εξετάσεις δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη διαπίστωση των γνώσεών μας όσο να μας διδάξουν ό,τι δεν μπορούν (ή δεν μπορούν τόσο καλά) να μας διδάξουν οι πιο τυπικές όψεις της εκπαίδευσης.
Να ένας σύντομος κατάλογος για το τί «διδάσκουν» οι τόσες πολλές εξετάσεις:
Η πίεση των εξετάσεων αναγκάζει τους μαθητές να πιστέψουν ότι ο καθένας λαμβάνει αυτά για τα οποία έχει δουλέψει· ότι τα κριτήρια είναι αντικειμενικά και δίκαια και συνεπώς ότι αυτοί που αποδίδουν καλύτερα πράγματι το αξίζουν. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για αυτούς που δεν αποδίδουν καθόλου. Μετά από λίγο, αυτή η νοοτροπία μεταφέρεται και σε ό,τι βρίσκουν οι μαθητές στην υπόλοιπη κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων και των δικών τους αποτυχιών στη ζωή και η οποία τους ενθαρρύνει να «κατηγορούν το θύμα» (τους ίδιους τους τούς εαυτούς ή τους άλλους) και να νοιώθουν ένοχοι για κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι δικό τους λάθος.
Ο χρονικός περιορισμός καθώς και η μορφή των εξετάσεων, προετοιμάζει τους μαθητές για την πιο άκαμπτη εργασιακή πειθαρχία που βρίσκεται μπροστά τους.
Επειδή οι εξετάσεις είναι «διαταγές» που δεν τίθενται σε αμφισβήτηση, οι τόσες πολλές εξετάσεις προετοιμάζουν τους μαθητές να αποδέχονται χωρίς σκέψη τις εντολές που θα προέρχονται από τους μελλοντικούς εργοδότες τους.
Επειδή οι περισσότερες εξετάσεις δίνονται σε ατομικό επίπεδο και ο καθένας μας παλεύει να τα πάει όσο το δυνατόν καλύτερα, δημιουργείται η πεποίθηση πως οι εξετάσεις αφορούν τους μαθητές ως άτομα. Οι συνεργατικές λύσεις ισοδυναμούν με κλεψιά, αν κάποιος τις σκέφτεται ως λύσεις. Πάλι και σε αυτή την περίπτωση, είναι εμφανείς οι επιπτώσεις για το πώς οι μαθητές θα πρέπει να προσεγγίζουν τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν αργότερα στη ζωή τους.
Εν τέλει, οι πολλαπλές εξετάσεις έχουν μετατραπεί σε έναν από τους κύριους παράγοντες που καθορίζουν τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ μαθητών (με τους μαθητές να βλέπουν ο ένας τον άλλο ως ανταγωνιστές για καλύτερους βαθμούς), τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ μαθητών και καθηγητών (με τους περισσότερους μαθητές να βλέπουν τους καθηγητές τους πρώτα απ’ όλα ως εξεταστές και βαθμολογητές και με τους περισσότερους καθηγητές να βλέπουν σε μεγάλο βαθμό τους μαθητές τους σύμφωνα με το πώς τα πήγαν στις εξετάσεις), τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ δασκάλων και διευθυντών (καθώς οι διευθυντές έχουν «αντικειμενικά» κριτήρια με τα οποία αποτιμούν την απόδοση των δασκάλων) ακόμα και τον χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ σχολικών διευθυντών και διάφορων κρατικών σωμάτων (καθώς χρησιμοποιείται το ίδιο κριτήριο από το κράτος για να κρίνει το έργο των σχολείων). Κοντολογίς, οι εξετάσεις διαμορφώνουν όλες τις σχέσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, με ένα τρόπο παρόμοιο με εκείνο που το χρήμα -ο άλλος μεγάλος πλανευτής και νοθευτής- διαμορφώνει τις σχέσεις στην κοινωνία και μάλιστα με τα ίδια αποτελέσματα.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το