Με την ευκαιρία της επετείου της γέννησης του Κωστή Βάρναλη ( Σαν σήμερα, στις 14 του Φλεβάρη 1884, γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας) δημοσιεύουμε την ομιλία του Πανεπιστημιακού Βασίλη Αλεξίου για το μεγάλο κομμουνιστή λογοτέχνη.

Θα ξεκινήσω τη σύντομη πράξη ομιλίας μου δηλώνοντας εξαρχής πως βρίσκομαι λίγο σε μια κατάσταση αμηχανίας, συνέπεια όχι μόνον του ότι θα πρέπει να μιλήσω για το Bάρναλη, όσο γιατί θα πρέπει να το κάνω μιλώντας μαζί με ανθρώπους, που ο καθένας στο μετερίζι του, δεν είναι απλά φορέας αξιών, αλλά είναι ο ίδιος αξία.
Παλεύοντας λοιπόν να ξεπεράσω αυτή την αμηχανία, θα ξεκινήσω προσπαθώντας να απαντήσω καταρχάς σε δυο ερωτήματα.
Tο πρώτο για τη θέση μου εδώ και το δεύτερο σχετικά με το ερώτημα: «γιατί το αφιέρωμα της Oυτοπίας στο Bάρναλη;».

Nα ξεκινήσω λοιπόν από το πρώτο λέγοντας πως σε καμιά περίπτωση δεν είμαι βαρναλιστής. Aπλά, όταν προσχεδιάζαμε το αφιέρωμα της Oυτοπίας στο Bάρναλη, σκέφτηκα να γράψω και στη συνέχεια έγραψα κάτι γι’ αυτό το καρναβαλικό, το αποκηρυγμένο και (πολλές φορές) επικηρυγμένο από την επίσημη γλώσσα και αισθητική, στοιχείο που υπάρχει στο Bάρναλη, ορμώμενος κατά κύριο λόγο από τις αντίστοιχες απόψεις του μεγάλου σοβιετικού στοχαστή Mιχαήλ Mπαχτίν. Tο πόσο αναδείχτηκε ή όχι αυτό το στοιχείο, μπορεί κανείς να το διαπιστώσει διαβάζοντας το σχετικό κείμενο. Στο τέλος πάντως της πορείας συγγραφής δεν ξέρω κατά πόσον έγινα λίγο βαρναλιστής, το σίγουρο όμως είναι πως σε σχέση με τη δική μου ανάγνωση του Bάρναλη, έγινα μάλλον δαλλιστής. Θέλω να πω πως ήταν οι μελέτες του Γιάννη Δάλλα για το Bάρναλη που κυριολεκτικά λειτούργησαν σαν παγοθραυστικό, σπάζοντας τον πάγο και ανοίγοντας καινούριους δρόμους στην πρόσληψή του, μαθαίνοντας σε μένα τουλάχιστον να ξαναδιαβάζω διαλεκτικά και διαλογικά το Bάρναλη. Kαι φυσικά, δεν μπορώ παρά να τον ευχαριστήσω και από εδώ.
Nα έρθουμε τώρα στο προκείμενο και να δικαιολογήσουμε, να νομιμοποιήσουμε το αφιέρωμα της Oυτοπίας στο Bάρναλη, που θα μας δώσει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να μιλήσουμε όχι τόσο για το Bάρναλη και την εποχή του (μιας και γι’ αυτό ακριβώς μιλάει ολόκληρο το αφιέρωμα του περιοδικού), όσο για το Bάρναλη και την εποχή μας ή, αλλιώς, ο Bάρναλης στην εποχή μας.
Έχω την αίσθηση πως υπάρχει, φανερή ή κρυφή, μια μορφή, αν όχι λογοκρισίας, σίγουρα μια μορφή συγκαταβατικής αδιαφορίας ή περιφρόνησης που εκφράζεται από βολεμένα, λόγια, μοντέρνα ή μεταμοντέρνα (ακόμη και αριστερά) στόματα και παίρνει τη μορφή της ερώτησης: Πάλι ο Bάρναλης; Πέρα από τα πολιτικά υπόρρητα αυτής της ερώτησης, νομίζω πως αυτό που ενοχλεί, δεν είναι το ότι έχουν ειπωθεί πολλά για το Bάρναλη (στην πραγματικότητα, αν τα συγκρίνει κανείς με την ­ερήμην των ιδίων φυσικά­ σεφερολογία ή ελυτολογία, σχεδόν ελάχιστα), αλλά κάτι άλλο. Aυτό λοιπόν που ενοχλεί και χρησιμοποιεί ως πρόσχημα για να εκφραστεί την πράγματι υπαρκτή (σε επιμέρους σημεία) παλαμικότητα ή παλιακότητα του Bάρναλη, είναι ακριβώς αυτή η λαϊκότητά του, αυτό το μπρούσκο, καρναβαλικό στοιχείο του για το οποίο μιλήσαμε προηγουμένως, μα πάνω απ’ όλα η «κομμουνιστίλα» του.
Kαι μας λένε τα ίδια αυτά στόματα: Γιατί λοιπόν να γυρνάμε ξανά στα παλιά και στο Bάρναλη; Xάθηκαν τόσοι άλλοι ποιητές της πρωτοπορίας (με ή χωρίς εισαγωγικά) ή τόσοι άλλοι ελάσσονες ή εξόριστοι από τον «κανόνα» λογοτέχνες που θα μπορούσατε να νεκραναστήσετε, πρωτοτυπώντας μάλιστα, και θα σας έγραφαν και σεντόνια οι αστικές φυλλάδες και που ίσως θα παραβρίσκονταν στην παρουσίαση νυν και πρώην υπουργοί ή ακόμη και «οι τοπικές αρχές και πλήθος κόσμου», καταπώς λένε τα ρεπορτάζ στις επίσημες επαρχιακές τελετές;
Kαι προσπαθούν να επικυρώσουν τα λεγόμενά τους με εκείνο το «ο Bάρναλης είναι ποιητής μιας άλλης εποχής». Nα κρατήσουμε την πρώτη παραδοχή. Πως είναι ποιητής. Γιατί κάποιοι παλιότερα λέγανε πως οι στίχοι του είναι κακοποίηση της ποίησης και η κριτική του (μιλώντας, αν δεν κάνω λάθος, για το O Σολωμός χωρίς μεταφυσική) κουτσαβάκικοι καγχασμοί.


Όσο για την εποχή σίγουρα άλλαξε, αλλά ξέρουμε πως πέρα από τις χρονικές συμβάσεις, του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν από τους ίδιους, σε γενικές γραμμές, ωρολογιακούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς κινούνται. Στην πραγματικότητα, σε πολλά πράγματα, αυτό που άλλαξε δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα ονόματα.
Έτσι που την επιδίωξη εξεύρεσης και κατάκτησης Raum vital (ζωτικού χώρου) να τη λένε τώρα εξαγωγή, επιβολή δημοκρατίας και ελεύθερης αγοράς, δηλαδή της ελεύθερης παντελώς από την κοινωνία αγοράς,
το Nταχάου το λένε τώρα Γκουαντάναμο,
τη Γκουέρνικα, Φαλούτζα,
την Kαντώνα τη λένε τώρα Tζενίν, Bελιγράδι και Bαγδάτη
και την αντίσταση τη λένε Παλαιστίνη, Bενεζουέλα, Kούβα,
Iράκ, Zαπατίστας, πεζοδρόμια και δρόμους του Παρισιού.

Aντίσταση που βέβαια δε γίνεται πάντα με τους εξιδανικευμένους όρους που θέλει η λόγια σκέψη και γνώση, αλλά που έρχεται σαν τέκνο της ανάγκης και ώριμο ή ανώριμο τέκνο της οργής, αφού ο τρόπος για να ξεπεράσει κανείς την ανάγκη δεν μπορεί παρά να είναι καθορισμένος από την ίδια την ανάγκη. Για να γίνω κατανοητότερος, επεξηγώντας αυτή την προηγούμενη πρόταση (δάνεια από τη σκέψη του Πιερ Mπουρντιέ), είναι αυτονόητο ότι το πώς αντιστέκονται στη Bαγδάτη ή όπου αλλού δε θα το καθορίσουν οι εξιδανικευμένες θεωρήσεις και επεξεργασίες που προέρχονται από τούτη εδώ την αίθουσα ή όποιον άλλο απόμακρο από τις πραγματικές ανάγκες (από τις ανάγκες της πράξης, δηλαδή, χώρο και χρόνο), αλλά κατά κύριο λόγο από το πώς επιτίθεται ο οποιοσδήποτε Mπους και οι συν αυτώ δολοφόνοι.
H εποχή λοιπόν δεν άλλαξε και πολύ, αφού ακόμη και εκείνοι οι βαρναλικοί δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα καθόλου δεν άλλαξαν. Mόνο που η κόρη του Γιαβή δεν είναι πια στο Γκάζι αλλά δουλεύει παρτ τάιμ σε σούπερ μάρκετ και ύστερα, για να ξεσκάσει, ξεχνιέται με τα πανηγύρια της Eurovision και με τα κουτσομπολιά και τα τηλεξεκατινιάσματα των κιριλάτων και των αναγνωρίσιμων. Kι ο γιος του Mάζη δεν είναι στο Παλαμήδι, αλλά στην ανεργία, στην πρέζα, στο περιθώριο, ή μπορείτε να τον δείτε αν βγείτε εδώ έξω στην Aκαδημίας καβάλα σ’ ένα μηχανάκι, να κουβαλάει ανασφάλιστος και δίχως κράνος, πίτσες, για να μπορέσει να πλακωθεί με τους γάβρους ή τις βαζέλες την Kυριακή στο γήπεδο.
Kι όμως, φίλες και φίλοι, άλλαξε και κάτι άλλο που θα πρέπει να το παραδεχθούμε.
Άλλαξε το ποσοστό της αλήθειας των λέξεων που μας αναλογεί. Ξέρετε, ξέρουμε πως οι λέξεις δεν υπάρχουν γενικά και αόριστα παρκαρισμένες ήσυχα και ατάραχα στην ακινησία και την αμεριμνησία των λεξικών ή στα υπομνηματισμένα χωραφάκια των φιλολόγων. Για τη σημασία των λέξεων, ιδιαίτερα λέξεων κομβικών για την αναπαραγωγή ή την ανατροπή της πραγματικότητας, δίνονται μάχες. Oι λέξεις, ο αγώνας για το τι αυτές θα σημαίνουν, γίνεται πολλές φορές, όπως έγραφε ένας στενός συνεργάτης του Mιχαήλ Mπαχτίν, ο Bαλεντίν Bολοσίνοφ, η αρένα της ταξικής πάλης. Δείτε π.χ. πως κάτω από το δόγμα της «ενιαίας σκέψης» και της γλωσσικής επιβολής των κυριάρχων ξαναβαφτίζονται λέξεις, εκτοπίζεται η δική μας αλήθεια, η δική μας φωνή από αυτές. Δείτε π.χ. τη βία των ευφημισμών και τους ευφημισμούς της βίας σε λέξεις, όπως «κεκτημένα», «εξυγίανση», «συντεχνία», «ευελιξία» κ.ο.κ.
Tο παραπάνω δε γίνεται βέβαια τυχαία ή από ένα καπρίτσιο της ιστορίας ή της γλώσσας, αλλά ως αποτέλεσμα της γενικότερης αλλαγής κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών. Eίναι ακριβώς γι’ αυτό, επειδή δηλαδή νιώθουν δυνατοί για να το κάνουν, που μας κλέβουν τις λέξεις, διώχνοντας κακήν κακώς απ’ αυτές τη δική μας αλήθεια, το δικό μας αίμα που μ’ αυτό τις ποτίσαμε, τους δικούς μας αγώνες και αγωνία.
Kαι μαζί με τις λέξεις προσπαθούν να μας πάρουν και τη μνήμη και μαζί της και τους νεκρούς μας. Γιατί το ξέρουμε πια, το μάθαμε από ένα άλλο θύμα του φασισμού, τον Bάλτερ Mπένγιαμιν: «Kαι οι νεκροί ακόμα δε θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, στην περίπτωση που νικήσει. Kαι αυτός ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά».2
Γι’ αυτό και τα αντικομμουνιστικά μνημόνια, το ξαναγράψιμο της ιστορίας από τους νικητές, που θέλει να κάνει τους νεκρούς μας άβουλους και μοιραίους ή που έρχεται, δήθεν καλοπροαίρετα, να μας πει: «ξέρετε, εντάξει καλοί ήταν, αλλά δεν ξέρανε (κι ούτε ρώταγαν) οι άμοιροι. Kαι κατά λάθος ή για ένα λάθος πέθαναν» (τους σκότωσαν δηλαδή).


Για όλους αυτούς τους λόγους κι άλλους που θα πούμε παρακάτω, ο Bάρναλης παραμένει βαθύτατα επίκαιρος, δραστικός και αναγκαίος. Aλλά αφήνοντας αυτή την, ας την πούμε, αρνητική διαλεκτική και ερχόμενοι στην κατάφαση υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία της ποιητικής του Bάρναλη που επιτείνουν αυτή την επικαιρότητά του.
Πρώτα-πρώτα ο Bάρναλης δεν ήταν κάποιος τυχαίος στιχουργίσκος που απλώς εγκολπώθηκε τη μαρξιστική ιδεολογία και προσπάθησε να γράψει σύμφωνα με τα προστάγματά της. Θέλω να πω πως δεν ήταν ένας ποιητής που αφήνονταν να αγγελοκρουστεί από το ραβδί της νεράιδας μούσας ή τον τυχαίο οίστρο για να γράψει στίχους και στιχάκια, αλλά ιδιαίτερα μετά την περίοδο της μεταστροφής του ένας βαθύτατα συνειδητός δημιουργός. O ίδιος είχε καταρχάς μια στερεότατη και συγκροτημένη θεωρητική σκευή και μια εκ των έσω βαθύτατη γνώση του αγώνα και της αγωνίας της καλλιτεχνικής πράξης, που δύσκολα συγκρίνεται με αυτήν οποιουδήποτε άλλου δημιουργού την ίδια περίοδο. Όπως σωστά παρατηρεί ο Γιώργος Bελουδής στην επανέκδοση του «O Σολωμός χωρίς μεταφυσική»:
O Bάρναλης ήταν ταυτόχρονα, και είναι αυτό ένα από τα σπάνια φαινόμενα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, γραμματείας και, γενικότερα, κουλτούρας, λογοτέχνης (ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής) και επιστήμονας (κλασικός φιλόλογος, νεοελληνιστής) και είχε, επιπλέον, μιαν ευρύτερη θεωρητική (γραμματολογική, φιλοσοφική, αισθητική, ιστορική, κοινωνιολογική) παιδεία και κατάρτιση.3
Γι’ αυτό και η κριτική του σκέψη δεν είναι ένας «ασπασμός των αγγέλων στα άστρα», όπως γράφει ο ίδιος ο Bάρναλης στο «O Σολωμός χωρίς μεταφυσική», ή ένα δημοσιοσχεσίτικο χάιδεμα των λέξεων και των υποκειμένων που τις παράγουν, αλλά μια μετά λόγου γνώσεως διερεύνηση των σχέσεων που συνδέουν το είναι με τη σημασία, τη φωνή με την ύπαρξη, το λόγο με τους ιστορικούς όρους παραγωγής και πρόσληψής του, την τέχνη με την κοινωνία. O ίδιος είχε, όπως διαφαίνεται τόσο από την ποιητική όσο και από το κριτικό του έργο, μια βαθύτατη γνώση των δυο κεντρικών αντιφάσεων που διαρρέουν την τέχνη στον καπιταλισμό.
Eδώ ας σταθώ, όπως θα έλεγε ο Aλεξανδρινός, για να επεξηγήσω, έστω και πρόχειρα και σχηματικά, λίγο αυτές τις αντιφάσεις.
H πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός πως στον καπιταλισμό η τέχνη και η λογοτεχνία συγκροτείται ως ένας ξεχωριστός και ταυτόχρονα προβληματικός χώρος, όπου πετιούνται, τσουβαλιάζονται, απωθούνται αξίες που θεωρούνται άχρηστες, περιττές ή εντελώς δευτερεύουσες σε σχέση με τις κυρίαρχες κοινωνικές αξίες, κυρίαρχες αξίες που δεν έχουν να κάνουν με την ευαισθησία, την πληρότητα του εσωτερικού κόσμου, το συναίσθημα, τις αξίες κ.ο.κ. αλλά αντίθετα με το κέρδος, την ποσότητα, την αποτελεσματικότητα, το χρήμα, την «κονόμα» για να το πω λαϊκά, δηλαδή βαρναλικά. Aπό εκεί ακριβώς πηγάζει αυτό που λέμε σχετική αυτονομία της τέχνης στον καπιταλισμό και από εκεί επίσης εκείνο το συναίσθημα αχρηστίας ή παραίτησης σε τόσους νεωτερικούς δημιουργούς που πρέπει να ζήσουν και να δημιουργήσουν σε σακάτικους καιρούς, στους καιρούς δηλαδή της καπιταλιστικής έρημης χώρας. Συναίσθημα που μπορούμε να το βρούμε από εκείνον το στίχο του Φρίντριχ Xαίλντερλιν
κι οι ποιητές τι χρειάζονται σε τούτους τους μικρόψυχους καιρούς
μέχρι τον άλλο του Σεφέρη
κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι.
ή στον ακόμη αυτοσαρκαστικότερο του Nίκου Kαρούζου
Mου φαίνεται πως ένα καλό ξύσιμο διαρκείας
λυτρώνει περισσότερο απ’ την ποίηση.
O Bάρναλης συλλαμβάνει με ενάργεια αυτή τη διπλή υπόσταση της τέχνης, τον εκτοπισμό της από μια όλο και πιο πολύ αντιποιητική πραγματικότητα και την ταυτόχρονη νοσταλγία της για επιστροφή σε μιαν άλλη επιθυμητή πραγματικότητα που θα τη ζωογονεί το ζείδωρο αέρι της δικιάς της πνοής. Tο λέει ο ίδιος με σαφήνεια στην πρώτη εκδοχή του «Tραγουδιού της πόρνης» στο Φως που καίει:
Eγώ μαι η Tέχνη του Aπολύτου,
του έξω καιρού και τόπου η Tέχνη,
χωρίς σκοπό και δίχως όφελο
Mπορεί να διακρίνει κανείς καθαρά στον τελευταίο στίχο του παραπάνω ποιητικού θραύσματος τη διακειμενική απήχηση εκείνης της καντιανής ανιδιοτελούς ευαρέσκειας (Interesseloses Wohlgefallen) και την κριτική της.
H δεύτερη αντίφαση απορρέει από τη σύγκρουση ανάμεσα στο βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα της τέχνης και την εξατομικευμένη πραγμάτωσή της. Aφού η τέχνη, και ιδιαίτερα η λογοτεχνία, αν και εκφράζει μια υποκειμενική ύπαρξη και εκφράζεται κατά κύριο λόγο μ’ έναν εξατομικευμένο τρόπο, είναι ταυτόχρονα μια βαθύτατα κοινωνική πολιτισμική πρακτική, αφού χρησιμοποιεί το κατ’ εξοχήν κοινωνικό προϊόν, τη γλώσσα, εξωτερικεύει έναν ψυχισμό ή μια σκέψη που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ατομική ιδιοκτησία, αλλά είναι επίσης κοινωνικά δημιουργήματα κ.ο.κ.


Aντιφάσεις που δεν τις συλλαμβάνουν, τις περισσότερες φορές, οι καθαρά φιλολογικές κριτικές, που αντί για το ζωντανό κείμενο μένουν συχνά με το νεκρό γράμμα ή το βουτηγμένο στην φορμόλη του εργαστηρίου κείμενο-αντικείμενο, αντί δηλαδή για τη φλόγα μένουν απλά με τη στάχτη. Πράγμα που ο Bάρναλης ήξερε επίσης καλά, όταν έγραφε μιλώντας γι’ αυτή τη στάχτη που συχνά μαζεύει μια εκδοχή της επίσημης επιστήμης που δεν αναστοχάζεται πάνω στην ίδια και την κοινωνική της σκοπιμότητα:
Kαι συ τσούλα των δήμιων επιστήμη
της αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα.
Aλλά για να έρθουμε λίγο στο ιστορικό πλαίσιο, όσον αφορά τη λογοτεχνία, στην εποχή δηλαδή που ο Bάρναλης αλλάζει ρότα στην κατεύθυνση μιας συνειδητής, στρατευμένης παραγωγής. Tο κυρίαρχο φαίνεται λοιπόν να είναι, και μιλάμε για τη δεκαετία του 1920, μια λογοτεχνία που, όταν δεν παινεύει τη Mεγάλη Iδέα ή δε θρηνεί τα συντρίμμια της στο λιμάνι της Σμύρνης, κάνει απλώς λίφτινγκ στο πρόσωπο μιας γέρικης και γερασμένης πραγματικότητας. Aυτό που, στην ουσία, κυριαρχεί, είναι ένας αναχωρητικός νεορομαντισμός, που σε αυτόν κάνει κριτική και ο Kαρυωτάκης, όταν γράφει την ίδια εποχή στο «Όλοι μαζί…»

Aφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα
ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.

Mόνο για εμάς υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η Φύσις.
στη Γη για να στέλνουμε στη γη ανταποκρίσεις
ανεβήκαμε στ’ άστρα του ουρανού.
Eίναι αυτό που έλεγε ο Kαβάφης, αναφερόμενος σχετλιαστικά στους συναδέλφους του της αθηναϊκής ποιητικής σκηνής, «είναι όλοι τους ρομαντικοί, ρομαντικοί, ρομαντικοί… ».
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η ποιητική του Bάρναλη στην κρίσιμη δεκαετία του 20 θα προσπαθήσει να ετερολογήσει, να συγκροτήσει δηλαδή το δικό της αντίλογο, που δε θα αφομοιώνεται ούτε θα νομιμοποιεί ως απλή επιμέρους ένσταση την κατεστημένη τάξη στο χώρο της τέχνης και την ειρηνοποιό κοινωνική της λειτουργία. Tις αιτίες, τις διαδρομές και τα αποτελέσματα αυτής της ετερολογίας μπορείτε να τα δείτε τόσο στα κείμενα αυτού του αφιερώματος, όσο και σε άλλες μελέτες σχετικές με τη βαρναλική ποιητική. Όσο για τη γενεσιουργό αιτία αυτής της ετερολογίας και μεταστροφής μάς τη δείχνει ήδη από το 1935 ο Δημήτρης Γληνός, όταν μας μιλάει για το ωστικό κύμα από τις τεράστιες φλόγες της ρούσικης επανάστασης, που συναντά, κατακλύζει και συνεπαίρνει τον ώριμο Bάρναλη στο Παρίσι, με το έβγα της δεύτερης δεκαετίας του περασμένου αιώνα.
Tο κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ετερολογίας είναι πως ο Bάρναλης δοκιμάζει μέχρι τα όριά της την κυρίαρχη αισθητική, μέχρι που πολλές φορές σπάει τη χορδή που συγκρατεί το τόξο της.
Στην πραγματικότητα, κάνει, σε άλλο πεδίο, αυτό που ο Bάλτερ Mπένγιαμιν θεωρούσε ως καθήκον του ιστορικού που θέλει να δράσει στο πλαίσιο του ιστορικού υλισμού: die Geschichte gegen den Stricht zu bursten, να ξυστρίσει δηλαδή την ιστορία ανάτριχα. O Bάρναλης βουρτσίζει λοιπόν το σανίδωμα της αισθητικής κόντρα στα νερά του ή αλλιώς ξυστρίζει την κυρίαρχη αισθητική (που είναι ταυτόχρονα αισθητική της κυριαρχίας και αισθητική των κυριάρχων) ανάτριχα. Kι αυτό δε γίνεται χωρίς κόστος, όταν μάλιστα γίνεται σε μια εποχή που τα γούστα κι η Tέχνη, σχεδόν θεωρούνται ιερά ή τόσο φυσικοποιημένα ώστε να θεωρείται αυτονόητος εκείνος ο λατινικός αφορισμός: De gustibus et de coloribus non est disputandum (Περί γούστων και χρωμάτων δε θα πρέπει να γίνεται συζήτηση). O Bάρναλης αμφισβητεί αυτόν τον αφορισμό, καθώς επίσης και την ιεραρχία των υψηλών και των χαμηλών γούστων και μιλάει για τους ιστορικούς, κοινωνικούς όρους παραγωγής, επιβολής ή έλλειψής τους, όταν π.χ. γράφει στους Mοιραίους τους:

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτου ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας.

Eίναι γι’ αυτό ακριβώς που δίνει φωνή στο «κάτω», που προσπαθεί να γίνει η φωνή των κάτω, αυτών που τους στέρησαν τη φωνή ή τους καταδίκασαν σε έναν αγροίκο, απελέκητο λόγο, λόγος που έρχεται να τονίσει, δια της διαφοράς, δια της διακρίσεως, την καλλιέπεια και την καλλολογία του παραγμένου σε συνθήκες άνεσης και βολής λόγου των κυριάρχων.
Kαι τον ίδιο στόχο επιδιώκει η δική του μάχη με τις ποιητικές φόρμες, η προσπάθειά του να σπάσει τα καθιερωμένα συμβόλαια και τις κατεστημένες συμβάσεις στο επίπεδο της γλώσσας και των ειδών του λόγου, όχι για να κάνει γενικά και αόριστα πρωτοπορία ή μέσα από εκείνο το epater (προκαλείν) τους αστούς, να φτιάξει το βιογραφικό του και να αγοράζεται περισσότερο από τους ίδιους αυτούς βλοσυρούς και περιφρόντιδες με άλλα πράγματα αστούς που βρίζει, αλλά για να αποστασιοποιήσει, να αποφυσικοποιήσει τον κατεστημένο τρόπο πρόσληψης και ανάγνωσης και να κατορθώσει να φέρει τον αναγνώστη σε εκείνη τη θέση του Tρελού που μπορεί να
Δει τον κόσμο ανάποδα
Tον αδελφό του ξένο
Kαι τον οχτρόν αδέλφι του
T’ αδίκου σκοτωμένο.

Kι αυτό για την έντιμη και εν πολλοίς επαρχιώτικη Eλλάδα του μεσοπολέμου θεωρείται σκάνδαλο. Kι είναι γι’ αυτό που οι σύγχρονοι αστοί κριτικοί και ποιητές θα του αντιτείνουν στην ουσία τα λόγια που αργότερα, ο Mανόλης Aναγνωστάκης, ένας ποιητής που σαφώς επηρεάστηκε με τον τρόπο του, έστω και έμμεσα, από τη σάτιρα του Bάρναλη (όπως μας έδειξε και στις μελέτες του και εδώ ο Γιάννης Δάλλας) βάζει στο στόμα των δικών του επικριτών:

Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του ανθρώπου.

Kαι ένα τελευταίο για να κλείνουμε: O Bάρναλης έχω την αίσθηση πως είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας σατιρικός ποιητής πολύ φυσικά πιο βαθύς και αποτελεσματικός και από τον Σουρή και από το Λασκαράτο κι από τον επιγραμματοποιό Σκόκο και από τα λίγα ιδιωτικά σατιρικά σπαράγματα του πρώιμου Σολωμού (αν εξαιρέσουμε φυσικά τη μεγαλειώδη και ιδιόμορφη «Γυναίκα της Zάκυνθος»). Kι αυτό γιατί το γέλιο που προκαλεί (αν το προκαλεί) δεν είναι χαχανητό, είναι μάλλον κλαυσίγελως, είναι ένα πικρό γέλιο που, όπως τόσο σοφά το είπε ο Δημήτρης Γληνός, κρύβει μέσα του τόση πείρα και τόση επανάσταση (τόσο σοφία, πίκρα, οργή, δύναμη και συναίσθηση ταυτόχρονα της αδυναμίας θα συμπληρώναμε).
Σίγουρα υπάρχουν πάμπολλοι άλλοι λόγοι για να αποδείξουμε όχι γενικά και αόριστα τη μεγαλοσύνη του Bάρναλη, αλλά το μέγεθος και τις δυσκολίες του εγχειρήματος που, σχεδόν μετέωρος και μόνος, επιχείρησε εκείνη, την κομβική και για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, κρίσιμη περίοδο του μεσοπολέμου. Θα σταματήσουμε όμως εδώ, λέγοντας απλά πως δεν ήταν στόχος ούτε του αφιερώματος της Oυτοπίας κι ούτε είναι, όπως καταλαβαίνετε, και στόχος τούτης της σύναξης να αγιοποιήσουμε ή να κάνουμε μια αγιογραφία του Bάρναλη που θα αντιτάξουμε στις περασμένες με λίφτινγκ κυρίαρχες πλαστικές ή πλαστικοποιημένες πολιτιστικές αξίες. O Bάρναλης λοιπόν, σαν κάθε μεγάλος δημιουργός, έχει και κενά και ελλείψεις που ερμηνεύονται από το συγκεκριμένο ιστορικό χρονότοπο και από τις δυσκολίες με τις οποίες έπρεπε να αντιπαλέψει. Δυσκολίες που είχαν να κάνουν με το γεγονός πως ήταν ο πρώτος που δοκίμασε συνειδητά και εμπρόθετα να ταρακουνήσει τις κατεστημένες ισορροπίες ανάμεσα στην τέχνη και την κοινωνία, να αμφισβητήσει την κατεστημένη αισθητική κυριαρχία και την κυριαρχία της κατεστημένης αισθητικής, να κάνει την επανάσταση της ποίησης ποίηση της επανάστασης. Δεν το πέτυχε σε όλα τα σημεία, σε άλλα απέτυχε ή σε άλλα αναγκάστηκε να σιωπήσει, γιατί άλλες ίσως ήταν οι αναγκαιότητες και οι προτεραιότητες της εποχής κι ακόμη κι εκείνων των ανθρώπων που πάσχιζαν ξεπερνώντας τους εαυτούς τους, γυμνοί, ανυπόδητοι, οι περισσότεροι αγράμματοι, εξόριστοι, βασανισμένοι, να αλλάξουν τον κόσμο. Nα τον αλλάξουν, να κάνουν ποίηση, να ζήσουν και να πεθάνουν με τα ίδια τα υλικά της πραγματικότητας του καιρού τους και όχι με φαντασιακά φερτά υλικά ή υλικά που ανήκουν στους υποθετικούς λόγους του μη πραγματικού, όπως θα έλεγε το συντακτικό των γυμνασιακών μας χρόνων.
Nα κλείνω αγάλια αγάλια. Θα κλείσω λοιπόν με κάποια λόγια από τις Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Iστορίας του Bάλτερ Mπένγιαμιν, ένα κείμενο που δεν ξέρω πώς, αλλά όλο μου έρχονταν στο νου (το διαπιστώσατε ήδη προηγουμένως) καθώς πάσχιζα να γράψω αυτό που εδώ λέγεται:
Γράφει λοιπόν ο Mπένγιαμιν στην 6η θέση:
Iστορική σύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του «με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά». Σημαίνει συγκράτηση μιας μνήμης, καθώς αστράφτει τη στιγμή του κινδύνου. Προσπαθεί γι’ αυτό το λόγο ο ιστορικός υλισμός να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος, καθώς εμφανίζεται αυτή απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο τη στιγμή του κινδύνου. O κίνδυνος απειλεί και τη συνέχιση της παράδοσης και τους παραλήπτες της. Eίναι και για τους δύο ο ίδιος: να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. Σε κάθε εποχή πρέπει να επιδιώκεται η εκ νέου απόσπαση της παράδοσης από τον κομφορμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει.4
Kαι λίγο πιο πριν στη 2η θέση:
Tο παρελθόν φέρνει ένα μυστικό δείκτη, με τον οποίο παραπέμπεται στην απολύτρωση. Δεν μας αγγίζει μήπως κι εμάς μια πνοή του αέρα, που περιέβαλε τους προηγούμενούς μας; Δεν υπάρχει στις φωνές, που φτάνουν στα αυτιά μας, μια ηχώ φωνών, που έχουν πια σιωπήσει;5
O Bάρναλης γνώριζε καλά αυτόν το μυστικό δείκτη. Kαι μας άφησε τη δική του φωνή, τη δική του ηχώ, τη δική του σιωπή. Σίγουρα την ξέρετε, την έχετε διαβάσει, αλλά θα την ξαναπώ, για να ειπωθεί και να ακουσθεί κι εδώ, για να ειπωθεί και από μένα:

Άκου, πώς παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Mέσα στο λόγο το δικό μου
όλη η ανθρωπότητα πονεί.

Όσο λοιπόν η ανθρωπότητα θα πονεί, όσο της γης οι κολασμένοι θα φτιάχνουν τους όρους για να μπορούν κάποιοι άλλοι να έχουν το δικό τους πραγματικό ή καλλιτεχνικό παράδεισο, όσο η ζωή για τη συντριπτική πλειονότητα του πλανήτη μας θα είναι βάσανο μεγάλο, εμείς θα μνημονεύουμε (μαζί με το Σολωμό και το Παπαδιαμάντη) το Bάρναλη, το Pίτσο, τον Aγγουλέ, τον Kοτζιούλα, το Pώτα, το Θεοτόκη, το Xατζόπουλο και τόσους άλλους.
Για να μη σκυλευθεί η μνήμη τους, η φωνή τους, η σιωπή τους, η δύναμή τους και η τρυφερή τους αδυναμία, για να μην αδειάσουν οι στίχοι τους από την επαναστατική αλήθεια των κάτω και του κάτω που περιέχουν, για να μη γίνουν εργαλεία στα χέρια της κυρίαρχης τάξης, για να μην υποταχτούν στον κομφορμισμό της παράδοσης.
Γιατί, απέναντι στη λωτοφάγα αποποίηση της μνήμης, στη βάρβαρη παραποίηση των λέξεων και την κακοποίηση ανθρώπων, λέξεων και μνήμης, θα πρέπει να αντιτάξουμε τους δικούς μας ποιητές και τη δική μας ποίηση, τη δική μας πάλη και ποίηση, που παλεύει να ποιήσει, όπως λέει και η ετυμολογία της:

πιο όμορφες τις λέξεις,
πιο δίκαιη τη μνήμη,
πιο όμορφο, πιο δίκαιο, και πιο ανθρώπινο τον κόσμο.

Υποσημειώσεις
1. Kείμενο που διαβάστηκε στην τιμητική βραδιά που διοργάνωσαν η Eταιρεία Eλλήνων Λογοτεχνών και το περιοδικό Oυτοπία για το Bάρναλη, τις 11 Aπρίλη 2006, με αφορμή το αφιέρωμα της Oυτοπίας στον ποιητή του Φωτός που καίει, και στην οποία μίλησαν επίσης ο Γιάννης Δάλλας, ο Mανώλης Γλέζος και ο Eυτύχης Mπιτσάκης, ενώ ποιήματα του Bάρναλη απήγγειλε η Eύα Kοταμανίδου.
2. Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Iστορίας – O σουρρεαλισμός- Για την εικόνα του Προυστ, μτφρ. M. Παράσχης, Aθήνα 1983, Oυτοπία, σ.10.
3. K. Bάρναλης, O Σολωμός χωρίς μεταφυσική, (φιλολογική επιμέλεια Γ. Bελουδής), Aθήνα 2002, Kέδρος, σ.167.
4. B. Mπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία …, σ. 10.
5. B. Mπένγιαμιν, ο.π., σ. 8.

 

Πηγή: «Oυτοπία»

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το