Η εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή επα­νάστα­ση του 1821, η οποία δη­μιούρ­γη­σε το νε­ο­ελ­λη­νι­κό κράτος, εί­ναι πνιγ­μένη από τους μύ­θους και τα μυ­θεύ­μα­τα της κυ­ρί­αρ­χης ιστο­ριο­γρα­φί­ας, τα οποία σε κάθε πε­ρί­πτω­ση υπη­ρε­τούν την τα­ξι­κή συ­σκότι­ση γύ­ρω από το θέμα. Με­τά τη συμ­βο­λή του ιστο­ρι­κού Κ.Πα­παρρη­γόπου­λου, ο οποί­ος ει­σή­γα­γε την ιδέα της τρι­σχι­λιε­τούς αδια­τάρα­χτης πο­ρεί­ας του ελ­λη­νι­κού έθνους(!), υπήρ­ξαν δε­κάδες δη­μο­σιεύ­μα­τα, βι­βλία και ερ­γα­σί­ες για τον ίδιο σκο­πό. Έτσι πα­ρα­γνω­ρί­στη­καν το γε­νι­κότε­ρο ευ­ρω­παϊκό πλαί­σιο με τον αντα­γω­νι­σμό των με­γάλων δυ­νάμε­ων, η κοι­νω­νι­κή πλευ­ρά της επα­νάστα­σης και ο δόλιος ρόλος των κο­τζα­μπάση­δων, προ­ε­στών και του ανώτα­του κλή­ρου, μειώνε­ται έως εξα­φάνι­σης η συμ­βο­λή ση­μα­ντι­κών μειο­νο­τή­των στην επα­νάστα­ση (όπως Αλ­βα­νών), κα­θα­γιάζε­ται ο ρόλος των προ­στάτι­δων δυ­νάμε­ων. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, η κυ­ρί­αρ­χη προ­πα­γάν­δα, άλ­λο­τε άτε­χνα και άλ­λο­τε πε­ρί­τε­χνα, εστιάζει στο με­γα­λείο και τον ηρω­ι­σμό των Ελ­λή­νων, μη­δε­νί­ζει τους εμ­φύ­λιους πο­λέμους, γι­γα­ντώνει το ρόλο των προ­σω­πι­κο­τή­των και «ξε­χνάει» τους οι­κο­νο­μι­κούς όρους που απο­τε­λού­σαν το έδα­φος της εθνι­κής επα­νάστα­σης. Στα σχο­λεία ο ανάλο­γος γιορ­τα­σμός κι­νεί­ται ανάμε­σα σε ανού­σια αφη­γή­μα­τα και βα­ρε­τές ει­κόνες, ενώ οι αστοί πο­λι­τι­κοί επα­να­λαμ­βάνουν μο­νότο­να το τρο­πάρι της εθνι­κής ενότη­τας. Στην αντί­πε­ρα όχθη, ένας ισο­πε­δω­τι­κός και μη­δε­νι­στι­κός λόγος αδυ­να­τεί να κα­τα­νο­ή­σει βα­θύ­τε­ρα το πραγ­μα­τι­κό πε­ριε­χόμε­νο του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώνα, ο οποί­ος δεν ήταν μο­να­δι­κός ού­τε πε­ρί­κλει­στος. Εμπε­ριεί­χε όλες τις προ­δια­γρα­φές των εθνι­κών κι­νη­μάτων στις αρ­χές του 19ου αιώνα που γεν­νού­σαν τα νέα εθνο­κράτη, εί­χαν σφρα­γί­δα της αστι­κής τάξης κάθε χώρας και, στην πε­ρί­πτω­σή μας, έφερ­ναν στον χάρ­τη ένα νέο έθνος, με τα ση­μάδια της εξάρ­τη­σης και της λει­ψής ελευ­θε­ρί­ας.

Αυ­τά που κα­θόρι­σαν την πο­ρεία του ελ­λη­νι­κού έθνους ως τις μέρες μας. Πριν την ελ­λη­νι­κή επα­νάστα­ση εί­χε προη­γη­θεί η αγ­γλι­κή αστι­κή επα­νάστα­ση (Κρόμ­βελ-1648) και φυ­σι­κά η γαλ­λι­κή (1789). Ο Μαρξ μι­λώντας γι’ αυ­τά τα δύο κο­σμοϊστο­ρι­κά γε­γο­νότα, γράφει πως ήταν προ­άγ­γε­λοι μιας νέας κα­τάστα­σης σ’ όλη την Ευ­ρώπη. Η νί­κη της αστι­κής τάξης εσή­μα­νε το σπάσι­μο των κλει­στών και «αρ­γών» φε­ου­δαρ­χι­κών κοι­νω­νιών και την αντι­κα­τάστα­ση της πα­λιάς οι­κο­νο­μί­ας και εξου­σί­ας από τις αστι­κές δυ­νάμεις του έθνους. Το χρή­μα νί­κη­σε το σπα­θί και οι έμπο­ροι-αστοί κυ­ριάρ­χη­σαν πάνω στους πα­λιούς γαιο­κτή­μο­νες, τσι­φλι­κάδες, ευ­γε­νείς. Χί­λια χρόνια φε­ου­δαρ­χι­κών, πα­ρα­γω­γι­κών σχέσε­ων δί­νουν τη θέση στην εμπο­ρο­κρα­τία και τις ανα­δυόμε­νες αστι­κές δυ­νάμεις, που προ­τάσ­σουν την αστι­κή δη­μο­κρα­τία, τα ατο­μι­κά δι­καιώμα­τα και την ελευ­θε­ρία αγα­θών και αν­θρώπων. Μέσα σ’ αυ­τό το πλαί­σιο γεν­νιέται η ιδέα της ελ­λη­νι­κής επα­νάστα­σης, που εί­ναι κρί­κος και μέρος του «Ανα­το­λι­κού Ζη­τή­μα­τος», δη­λα­δή τι θα απο­γί­νει η τε­ράστια Οθω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία, που μα­ζί με τη ρώσι­κη και την αυ­στρο­ουγ­γρι­κή κα­τέχουν την πλειο­νότη­τα των εδα­φών της Ευ­ρώπης. Κα­τά τη διάρ­κεια της οθω­μα­νι­κής σκλα­βιάς, το με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα των πλη­θυ­σμών στα Νότια Βαλ­κάνια (άρα και στην Ελ­λάδα) ζού­σε ως καλ­λιερ­γη­τής χω­ρα­φιών σε με­γα­λύ­τε­ρες διοι­κη­τι­κές εκτάσεις (τι­μάρια-τσι­φλί­κια). Οι καλ­λιερ­γη­τές έδι­ναν το με­γα­λύ­τε­ρο τμή­μα της σο­δειάς στον ιδιο­κτή­τη και κρα­τού­σαν ένα μι­κρότε­ρο τμή­μα για την ανα­πα­ρα­γω­γή και συ­ντή­ρη­σή τους. Ήταν εξαρ­τη­μένοι από τα τσι­φλί­κια που τους πα­ρα­χω­ρού­σε, τη γη και εν­δε­χο­μένως κα­λύ­βες για σπί­τια, μπο­ρού­σαν να δου­λέψουν και αλ­λού για να πλη­ρώσουν τα χρέη τους, αλ­λά αυ­τό το ανα­το­λι­κό σύ­στη­μα δου­λο­πα­ροι­κί­ας, «έδε­νε» τον «κολ­λή­γο» με τη γη και τον ιδιο­κτή­τη της. Δί­πλα στους Τούρ­κους μπέη­δες (ιδιο­κτή­τες γης), υπήρ­χαν και Έλ­λη­νες τσι­φλι­κάδες κα­θώς και τα απέρα­ντα κτή­μα­τα της εκ­κλη­σί­ας, που εί­χε δια­τη­ρή­σει όλα τα προ­νόμιά της, κι ας λένε το αντί­θε­το ση­με­ρι­νοί υπο­στη­ρι­κτές της. Άλ­λες φο­ρές, οι ντόπιοι τσι­φλι­κάδες εί­χαν και διοι­κη­τι­κή εξου­σία, δη­μο­γέρο­ντες, κο­τζα­μπάση­δες και προ­ε­στοί­.

Κοι­νω­νι­κές δυ­νάμει­ς
Στο πλάι των Βαλ­κάνιων δου­λο­πάροι­κων, που απο­τε­λού­σαν την πλειο­νότη­τα των πλη­θυ­σμών, υπήρ­χε μία με­γάλη μάζα, κυ­ρί­ως συ­γκε­ντρω­μένη σε πόλεις, κω­μο­πόλεις ή κε­φα­λο­χώρια επαγ­γελ­μα­τιών. Αυ­τοί ασχο­λού­νταν με την πα­ρα­γω­γή γε­ωρ­γι­κών ερ­γα­λεί­ων, κα­τερ­γάζο­νταν μέταλ­λα, υφα­ντά, κα­πνό, εί­χαν ταρ­σα­νάδες (ναυ­πη­γεία). Ένα με­γάλο τμή­μα ασχο­λιόταν με το εμπόριο και τις με­τα­φο­ρές στις δι­πλα­νές χώρες και πολ­λές πόλεις εξε­λί­χθη­καν σε συ­γκοι­νω­νια­κά κέντρα (Γιάν­νε­να-Μο­να­στή­ρι). Ση­μα­ντι­κό ρόλο έπαι­ξαν τα λε­γόμε­να «ελευ­θε­ρο­χώρια» που εί­χαν ει­δι­κό φο­ρο­λο­γι­κό κα­θε­στώς. Στις ορει­νές πε­ριο­χές (Ζα­γο­ρά-Δερ­βε­νο­χώρια-Συ­ράκο-Κα­λα­ρύ­τες) πλή­ρω­ναν μόνο φόρους, αλ­λά εί­χαν ει­δι­κή ασυ­λία στο εμπόριο. Όμως το κα­θο­ρι­στι­κό στοι­χείο συ­γκρότη­σης και ανάδυ­σης της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης και ου­σια­στι­κό όπλο στον αγώνα για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, ήταν το ναυ­τι­κό-εφο­πλι­στι­κό κε­φάλαιο. Μπο­ρεί τα σι­νάφια (ισ­νάφια) των κα­τερ­γα­στών με­τάλ­λων, ξύ­λου, γού­νας, κα­πνού και δέρ­μα­τος να ένω­ναν σε φα­τρί­ες χι­λιάδες κόσμου, αλ­λά οι εμπο­ρο­ναυ­τι­κοί ως νέα και ανερ­χόμε­νη δύ­να­μη έδω­σαν τον εξε­γερ­τι­κό τόνο. Σχη­μα­τι­κά θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως το «1821» εί­χε ως νου τους δια­νο­ού­με­νους, ως σώμα την αγρο­τιά, ως οπλι­σμένα χέρια τους κλε­φταρ­μα­τω­λούς, αλ­λά ως καρ­διά και κι­νού­σα δύ­να­μη τους εμπο­ρο­ε­φο­πλι­στές. Την ανάπτυ­ξη της ναυ­τι­λί­ας στην ανα­το­λι­κή Με­σόγειο, τη Μαύ­ρη Θάλασ­σα, τη βο­ή­θη­σαν οι ρω­σο­τουρ­κι­κοί πόλε­μοι και οι αντί­στοι­χες συν­θή­κες του 1774, 1789 και 1792. Σύμ­φω­να μ’ αυ­τές, επει­δή η Τουρ­κία ητ­τή­θη­κε, τα πλοία που εί­χαν ρω­σι­κή ση­μαία μπο­ρού­σαν να περ­νούν ελεύ­θε­ρα (χω­ρίς διόδια) τα στε­νά των Δαρ­δα­νε­λί­ων, πράγ­μα που ώθη­σε τους κα­ρα­βο­κυ­ραί­ους να υψώσουν ρώσι­κη ση­μαία. Σπου­δαία ναυ­τι­κά κέντρα έγι­ναν το Με­σο­λόγ­γι, το Γα­λα­ξί­δι, η Μύ­κο­νος, οι Σπέτσες, η Ύδρα, τα Ψα­ρά. Πολ­λοί κα­ρα­βο­κυ­ραί­οι συν­δύ­α­ζαν το εμπόριο με την πει­ρα­τεία και το κούρ­σε­μα, πράγ­μα που βοη­θού­σε στην προ­ε­τοι­μα­σία εμπει­ρο­πόλε­μων πλη­ρω­μάτων. Τα κα­ρα­βάνια στο εσω­τε­ρι­κό (κα­ρα­τζή­δες) και το εμπόριο στη θάλασ­σα πέρα­σε στα χέρια της αστι­κής τάξης, που ασφυ­κτιού­σε στις κα­θυ­στε­ρη­μένες πα­ρα­γω­γι­κές σχέσεις των τι­μα­ρί­ων και των τσι­φλι­κιών. Θα ήταν πα­ράλει­ψή μας, αν δεν μνη­μο­νεύ­α­με το ρόλο της πνευ­μα­τι­κής ανα­γέν­νη­σης και του λε­γόμε­νου νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού. Απένα­ντι στο θε­ο­κρα­τι­κό και σχο­λα­στι­κι­στι­κό ρεύ­μα της πα­πα­δο­κρα­τί­ας και των Φα­να­ριω­τών, που ήταν τσι­ράκια του Σουλ­τάνου, ανα­πτύ­χθη­κε ο νέος δια­φω­τι­σμός. Στην Ελ­λάδα μόνο ο κλή­ρος ήξε­ρε γρα­φή και ανάγνω­ση. Η Με­γάλη του Γένους Σχο­λή στο Φα­νάρι, ιδρυ­μένη το 1454, συ­νέχι­ζε τις αντι­δρα­στι­κές πα­ρα­δόσεις του Βυ­ζα­ντί­ου. Αλ­λά από τις αρ­χές του 17 αιώνα, δί­πλα στην άνο­δο της βιο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής και των εμπο­ρο­χρη­μα­τι­κών συ­ναλ­λα­γών, άρ­χι­σε να ανα­πτύσ­σε­ται νέος δια­φω­τι­σμός. Στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ιδρύ­ε­ται σχο­λείο το 1490, στην Αδρια­νού­πο­λη το 1556, στην Τρα­πε­ζού­ντα το 1692, στη Σμύρ­νη το 1700, στο Αϊβα­λί το 1750, ενώ στην Ελ­λάδα πρω­το­στα­τούν τα Γιάν­νε­να, ύστε­ρα η Αθή­να, η Πάτμος, η Δη­μη­τσάνα, η Λάρι­σα και ο Τύρ­να­βος. Ταυ­τόχρο­να, στις ελ­λη­νι­κές πα­ροι­κί­ες (Οδησ­σός, Μασ­σα­λία) αρ­χί­ζει με­τά το 1750 μία πιο συ­στη­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή και εκτύ­πω­ση επι­στη­μο­νι­κών έρ­γων και με­τα­φράσε­ων, κόντρα στο Πα­τριαρ­χείο και το Φα­νάρι που μι­σεί τους Ευ­ρω­παί­ους και την αρ­χαία ελ­λη­νι­κή κλη­ρο­νο­μιά και επι­διώκει με κάθε τρόπο τον σκο­τα­δι­σμό και την πνευ­μα­τι­κή κα­θυ­στέρη­ση. Έτσι, οι φυ­σι­κές επι­στή­μες, που αν­θούν στην Ευ­ρώπη, απο­κλεί­ο­νται από τα ελ­λη­νι­κά σχο­λεία και μπαί­νουν σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Η γλώσ­σα του Φα­να­ριού και της εκ­κλη­σί­ας, εί­ναι η γλώσ­σα των λο­γιότα­των, δη­λα­δή η αρ­χαΐζου­σα και πα­ράλ­λη­λα καλ­λιερ­γεί­ται και η μει­κτή γλώσ­σα, που όμως έχει αδύ­να­μη επιρ­ροή.

Εξω­τε­ρι­κές συν­θή­κε­ς

Την ώρα που ωρί­μα­ζαν οι συν­θή­κες για την εξέγερ­ση, το εθνι­κό ζή­τη­μα συ­γκλόνι­ζε μια σει­ρά χώρες. Στην Αμε­ρι­κή ξε­σπούν επα­να­στάσεις σε Βε­νε­ζου­έλα, Κο­λομ­βία, Χι­λή, Αρ­γε­ντι­νή, Πε­ρού, με εμ­βλη­μα­τι­κή μορ­φή τον Σι­μόν Μπο­λι­βάρ (κάτι αντί­στοι­χο του Ρ.Φε­ραί­ου). Οι εξε­γέρ­σεις στις πα­ρα­πάνω χώρες ενάντια στην αποι­κιο­κρα­τία της Ισπα­νί­ας κα­τα­λή­γουν στην ανε­ξαρ­τη­σία. Στην Ευ­ρώπη το κί­νη­μα των καρ­μπο­νάρων στην Ιτα­λία δη­μιουρ­γεί πα­νι­κό στις βα­σι­λεί­ες και οι γαλ­λι­κές ξι­φο­λόγ­χες του Να­πο­λέο­ντα με­τα­φέρουν μα­ζί με την κα­τα­πί­ε­ση τον αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κό άνε­μο. Στην Ισπα­νία το 1820 επα­να­στα­τεί το Κα­ντίζ και επεμ­βαί­νει η Ιε­ρή Συμ­μα­χία. Στην Πορ­το­γα­λία γί­νο­νται εξε­γέρ­σεις το 1817 και το 1820. Τα πα­ρα­πάνω γε­γο­νότα υπο­δαυ­λί­ζουν τον πόθο για ανε­ξαρ­τη­σία και δη­μιουρ­γούν σ’ όλα τα Βαλ­κάνια το υπέδα­φος για αντιο­θω­μα­νι­κή δράση. Εί­ναι σο­βα­ρότα­το ιστο­ρι­κό σφάλ­μα να εξε­τάζου­με το «1821» απο­κομ­μένο από τις γε­νι­κότε­ρες εξε­λί­ξεις. Ο επα­να­στα­τι­κός πόλε­μος της γαλ­λι­κής δη­μο­κρα­τί­ας με­τα­φέρε­ται πα­ντού. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι ο γαλ­λι­κός στρα­τός του Βο­να­πάρ­τη, όταν κα­τέλα­βε τα Εφτάνη­σα το 1807, καί­ει το πε­ρί­φη­μο libro d’ oro, δη­λα­δή τη λί­στα των αρι­στο­κρα­τών, μέσα σ’ έξαλ­λους πα­νη­γυ­ρι­σμούς των πο­πο­λάρων (φτω­χοί ακτή­μο­νες). Όταν ο Να­πο­λέο­ντας πο­λε­μάει στην Αί­γυ­πτο, μα­ζί του βρί­σκε­ται και μία ελ­λη­νι­κή λε­γε­ώνα. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, ο φι­λελ­λη­νι­σμός, το ρεύ­μα των δια­νο­ού­με­νων στην Ευ­ρώπη που ελ­κύ­στη­κε από τον αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό πο­λι­τι­σμό, πί­ε­ζε τις ευ­ρω­παϊκές κυ­βερ­νή­σεις για επί­λυ­ση του εθνι­κού ζη­τή­μα­τος και δη­μιουρ­γού­σε θε­τι­κές προ­ϋπο­θέσεις στο διε­θνές σκη­νι­κό. Μέσα σ’ αυ­τές τις συν­θή­κες και με βα­σι­κό μο­χλό την ανάδυ­ση της αστι­κής τάξης, αρ­χί­ζει ν’ ανα­πτύσ­σε­ται εθνι­κή συ­νεί­δη­ση που παίρ­νει όπως γνω­ρί­ζου­με, κυ­ρί­ως από το έρ­γο του Ρή­γα Φε­ραί­ου, αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Η βα­θύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή της βάση εί­ναι το αγρο­τι­κό ζή­τη­μα, το ζή­τη­μα της γης και των φόρων. Στη Στε­ρεά Ελ­λάδα κα­τοι­κούν πε­ρί­που 250.000 ορ­θόδο­ξοι Έλ­λη­νες και 21.000 Τούρ­κοι. Στην Πε­λο­πόν­νη­σο 450.000 Έλ­λη­νες και 43.000 Οθω­μα­νοί, ενώ στην ίδια πε­ριο­χή οι Έλ­λη­νες έχουν 1.500.000 στρέμ­μα­τα και οι Τούρ­κοι 3 εκατ. στρέμ­μα­τα. Με βάση τις -αμ­φι­σβη­τού­με­νες- στα­τι­στι­κές των ιστο­ρι­κών, ενώ οι Τούρ­κοι εί­ναι το 1/10 του πλη­θυ­σμού στον Ελ­λα­δι­κό χώρο, κα­τέχουν το ½ της καλ­λιερ­γού­με­νης γης. Αλ­λά η υπόλοι­πη γη ανή­κει ολο­κλη­ρω­τι­κά στους άρ­χο­ντες και την εκ­κλη­σία. Μόνο τα μο­να­στή­ρια φτάνουν τα 545 αντρι­κά και 18 γυ­ναι­κεία. Στην απε­λευ­θέρω­ση, από τις 120.000 οι­κο­γένειες, οι 100.000 εί­ναι ακτή­μο­νες και οι υπόλοι­ποι ανή­κουν στην τάξη των αρ­χόντων. Μ’ αυ­τήν την έν­νοια, αν στο εθνι­κό ζή­τη­μα της ανε­ξαρ­τη­σί­ας, το χρώμα και τον τόνο δί­νουν οι εμπο­ρο­κα­ρα­βο­κυ­ραί­οι, στην τα­ξι­κή πλευ­ρά του 1821 το αγρο­τι­κό ζή­τη­μα εί­ναι η βα­θύ­τε­ρη ου­σία του και βα­σι­κό κί­νη­τρο κι­νη­το­ποί­η­σης της αγρο­τιάς, που ζει δι­πλή σκλα­βιά, των μπέη­δων και των ντόπιων κο­τζα­μπάση­δων. Στην αρ­χή του 19ου αιώνα, Τούρ­κοι, τζάκια και ανώτε­ρος κλή­ρος συ­νερ­γάστη­καν στε­νά για να χτυ­πή­σουν τις επα­να­στα­τη­μένες δυ­νάμεις του έθνους. Στο επί­πε­δο των γραμ­μάτων, αυ­τός ο εσω­τε­ρι­κός δι­χα­σμός εκ­φράσθη­κε στο ζή­τη­μα της γλώσ­σας. Η αρ­χα­ΐζου­σα γλώσ­σα καλ­λιερ­γού­νταν στα ανώτε­ρα στρώμα­τα, η λαϊκή δη­μο­τι­κή στον απλό λαό, ενώ οι με­σο­βέζοι αστοί, όπως ο Κο­ρα­ής, προ­τεί­νουν τη μέση οδό της κα­θα­ρεύ­ου­σας για να απο­φύ­γουν τις ακρότη­τες, εκ­φράζο­ντας ανάγλυ­φα το συμ­βι­βα­σμό ενός τμή­μα­τος των δια­νο­ού­με­νων προς το βυ­ζα­ντι­νι­σμό και τον κο­τζα­μπα­σι­σμό. Απένα­ντί τους στέκε­ται, στα χρόνια της επα­νάστα­σης ο Δ.Σο­λω­μός με την εμ­βλη­μα­τι­κή ρή­ση του: «Δεν έχω στο μυα­λό μου πάρεξ γλώσ­σα κι ελευ­θε­ρί­α­».

Τε­λι­κή φάση

Τις πα­ρα­μο­νές της επα­νάστα­σης, οι κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κοί πα­ράγο­ντες δια­μορ­φώνο­νται ως εξής:

• Το Πα­τριαρ­χείο ως βα­σι­κός φο­ρέας του βυ­ζα­ντι­νι­σμού και της δο­λο­πλο­κί­ας εί­ναι εχθρι­κό σε κάθε νε­ω­τε­ρι­στι­κή και αστι­κή δη­μο­κρα­τι­κή ιδέα. Στις πα­ρα­μο­νές της εξέγερ­σης, ο Πα­τριάρ­χης Γρη­γόριος Ε΄ βγάζει συ­νο­δι­κό τόμο για να χτυ­πή­σει τις ολέθριες ιδέες του δια­φω­τι­σμού, κα­ταγ­γέλ­λο­ντας τον Ρουσ­σώ, τον Βολ­ταί­ρο και τη γαλ­λι­κή επα­νάστα­ση. Ήδη από το 1806 εί­χε αφο­ρί­σει τους κλέφτες και το 1821 την επα­νάστα­ση (λί­γο πριν τον κρε­μάσει ο Σουλ­τάνος). Δί­πλα του οι Φα­να­ριώτες, που ακο­λου­θούν υπο­τε­λή και συμ­βι­βα­στι­κή στάση στον Σουλ­τάνο με αντάλ­λαγ­μα τον διο­ρι­σμό σε ανώτε­ρες διοι­κη­τι­κές θέσεις, όπως στις πα­ρα­δου­νάβιες ηγε­μο­νί­ες (Μολ­δα­βία-Βλα­χία). Μόνο κα­τά την έναρ­ξη της επα­νάστα­σης δια­φο­ρο­ποι­ή­θη­καν για ίδιον όφε­λος οι Μαυ­ρο­κορ­δάτοι που ίδρυ­σαν το αγ­γλι­κό κόμ­μα, οι Κω­λέτ­τη­δες που προ­σχώρη­σαν στους Γάλ­λους και οι Υψη­λάντη­δες που ακο­λού­θη­σαν ρω­σόφι­λη πο­λι­τι­κή. Οι κο­τζα­μπάση­δες, μα­ζί με τον με­σαίο κλή­ρο, φι­λο­δο­ξούν να πάρουν τα χτή­μα­τα των Τούρ­κων, εί­ναι εχθρι­κοί προς το επα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα, ιντρι­γκα­δόροι και σε κάθε πε­ρί­πτω­ση προσ­δο­κούν στις ξένες δυ­νάμεις χω­ρίς να έχουν κα­μιά εμπι­στο­σύ­νη στα επα­να­στα­τι­κά σκιρ­τή­μα­τα της κοι­νω­νί­ας, μι­σούν την επα­νάστα­ση. Το εμπο­ρο­τρα­πε­ζι­κό, εφο­πλι­στι­κό και με­σι­τι­κό κε­φάλαιο κι­νεί­ται δυ­να­μι­κά και αντι­φα­τι­κά. Ένα μι­κρότε­ρο τμή­μα του δένε­ται με τους Αγ­γλο­γάλ­λους, ενώ το με­γα­λύ­τε­ρο αντι­δρά στα πο­λι­τι­κά δε­σμά της οθω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Στις πα­ροι­κί­ες του εξω­τε­ρι­κού στη­ρί­ζει τη Φι­λι­κή Εται­ρεία, ενώ η «δια­νο­ού­με­νη πλευ­ρά» τους επι­διώκει να ωρι­μάσει το έθνος, όπως κη­ρύσ­σουν ο Αδ.Κο­ρα­ής, ο Ανθ. Γα­ζής, ο Αλ. Μαυ­ρο­κορ­δάτος.

• Α­­ντί­­θε­τα, οι με­γάλες μάζες του έθνους, οι ναύ­τες, οι ακτή­μο­νες, οι αγρότες, οι ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες και οι οπλι­σμένοι κλε­φταρ­μα­τoλοί πι­στεύ­ουν στην επα­νάστα­ση και την απο­τί­να­ξη του τούρ­κι­κου ζυ­γού. Εί­ναι αυ­τοί που απο­τε­λούν το στρα­τό των ανυ­πότα­κτων. Οι αγρότες, οι ναύ­τες, οι γυ­ρο­λόγοι, ο κα­τώτα­τος κλή­ρος, οι δάσκα­λοι, οι μι­κρέμπο­ροι, οι σπου­δα­στές, απο­τε­λούν μια δρα­στή­ρια επα­να­στα­τι­κή δύ­να­μη που υπερ­νι­κά την ντόπια συ­ντή­ρη­ση και τον υπέρ­τε­ρο τούρ­κι­κο στρα­τό. Ο στόχος για μία ελευ­θε­ρω­μένη και δη­μο­κρα­τι­κή πα­τρί­δα, για ένα κοι­νω­νι­κό σύ­νταγ­μα στις αρ­χές του δια­φω­τι­σμού, συ­νέχει, συ­γκρο­τεί και εμπνέει. Απο­δει­κνύ­ε­ται προ­φη­τι­κό το γράμ­μα του Δ. Υψη­λάντη στις 3/3/1825 προς τον Γκού­ρα, γράμ­μα που ανάγλυ­φα δεί­χνει πως ο αγώνας για εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία και κοι­νω­νι­κή ελευ­θε­ρία έμει­νε λει­ψός και με­τέω­ρος. «…Ποιος μας βε­βαιώνει ότι η Αγ­γλία δε θα βάζει πάλιν ημάς εις την φω­τιά; …Τι λοι­πόν δεί­χνει η προ­σπάθεια των αντι­πα­τριω­τών να μας δώσουν εις τους Άγ­γλους, πα­ρά την ελ­πί­δα να αυ­θε­ντεύ­ουν αυ­τοί και εφ’ όρου ζω­ής εις την πα­τρί­δαν μας… Εις μας μένει να ενω­θώμεν όσον αλη­θώς αγα­πώμεν την πα­τρί­δα και να ενα­ντιω­θώμεν εις τους τοιού­τους δια να μην τους αφή­σω­μεν να σκλα­βω­θεί χει­ρότε­ρα και πρέπει να πάρω­μεν όλα και επι­δε­ξί­ως τα μέτρα μας για να εμπο­δί­σω­μεν το κα­κόν στην ρί­ζα του…»

Η εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή και κοι­νω­νι­κή επα­νάστα­ση του 1821 μας έδω­σε πα­τρί­δα και έθνος, ο αγώνας για Εθνι­κή Ανε­ξαρ­τη­σία, Δη­μο­κρα­τία και Σοσιαλισμό συνεχίζεται στις μέρες μας.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το