Aπό τον 18o αιώνα και τους αγωνιστές εναντίον του δουλεμπορίου στη Βρετανία, μέχρι το κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Αφροαμερικανών του 20ου αιώνα και τις σημερινές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, το μποϊκοτάζ  αποτελεί ένα ευρέως γνωστό τρόπο διαμαρτυρίας είτε για κοινωνικοπολιτικούς λόγους είτε ως μέθοδος ακτιβισμού κατά του καταναλωτισμού. Ποια είναι, όμως, η ιστορία του μποϊκοτάζ; Από πού προήλθε ο όρος που εδώ και αιώνες εκφράζει την αντίθεση και την αποδοκιμασία;

Η ιστορία του Μπόικοτ

Η λέξη μποϊκοτάζ πρωτοεμφανίστηκε στο Αγγλικό λεξικό κατά τη διάρκεια του ιρλανδικού «Πολέμου της Γης» και προέρχεται από το όνομα ενός Βρετανού στρατηγού, του Τσαρλς Κάνινγκχαμ Μπόικοτ. Η ιστορία του Μπόικοτ ξεκινά να παρουσιάζει ενδιαφέρον με την αποστράτευσή του, το Μάιο του 1874, όταν νοίκιασε για 53 χρόνια την περιουσία του Λόρδου Ερν στην πόλη Κάουντυ Μάγιο της Ιρλανδίας, επειδή εκείνος είχε εξοστρακιστεί από το ιρλανδικό σωματείο γης. Οι ευθύνες του περιελάμβαναν την είσπραξη ενοικίων από τους αγρότες που μίσθωναν κομμάτια της γης ενώ, παράλληλα, το προσωπικό του αποτελούνταν από ντόπιους εργάτες, αχθοφόρους, αμαξάδες και υπηρέτες.

Η αγγλική καταγωγή, σε συνδυασμό με τη σκληρότητα και την υπεροψία του γαιοκτήμονα, έπλεξαν μια ιδιαίτερα κακή φήμη στους κύκλους των Ιρλανδών αγροτών. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Tζόυς Μάρλοου, η κοσμοθεωρία του Μπόικοτ συνοψιζόταν στην αντίληψη ότι, «τα αφεντικά έχουν θεϊκή δύναμη και δίκιο, χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψιν τα συναισθήματα και τις απόψεις του λαού». Είχε επιβάλει μια σειρά από σκληρούς κανονισμούς και τεράστια πρόστιμα τα οποία δυσχέραιναν τη ζωή των αγροτών αλλά και τη σχέση του με αυτούς.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1880, όταν οι αγρότες ζήτησαν μείωση ενοικίων εξαιτίας της χαμηλής παραγωγής του έτους. Αν και αρχικά ο λόρδος Ερν δέχθηκε να προσφέρει 10% μείωση, το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους ξέσπασαν διαμαρτυρίες γιατί αρνήθηκε να προβεί σε περαιτέρω μείωση. Τότε ο Μπόικοτ προσπάθησε να κάνει έξωση σε 11 αγρότες.  Σε απάντηση των εξώσεων, η Ένωση Αγροτών αποφάσισε να απέχει από τις εργασίες που αφορούσαν το σπίτι και τα χωράφια του γαιοκτήμονα και από κάθε επικοινωνία με εκείνους που αρνήθηκαν το αίτημά τους για χαμηλότερα ενοίκια. Έτσι, παρ’ όλες τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν όσοι δέχθηκαν να απέχουν, ο Μπόικοτ βρέθηκε στην απομόνωση. Ακόμα και οι τοπικοί επιχειρηματίες σταμάτησαν να διαπραγματεύονται μαζί του ενώ ο ταχυδρόμος αρνιόταν να παραδώσει την αλληλογραφία του.

Ο ίδιος ο Μπόικοτ, ανίκανος να βρει νέους εργάτες, αναφέρει σε γράμμα του στην εφημερίδα Times: «Οι καλλιέργειές μου καταπατούνται, παρασύρονται κατά ποσότητες και καταστρέφονται. Οι κλειδαριές στις πόρτες μου έσπασαν, οι πύλες έχουν ανοίξει διάπλατα, οι τοίχοι έχουν ριφθεί κάτω, και τα αποθέματα έχουν πεταχτεί έξω στους δρόμους. Δε μπορώ να προσλάβω κανένα εργάτη και η καταστροφή δε θα σταματήσει εάν δεν εγκαταλείψω η χώρα. Δε θα αναφερθώ καν στον κίνδυνο για τη δική μου ζωή, η οποία είναι εμφανής σε όποιον γνωρίζει τη χώρα».

Μετά τη δημοσίευση της επιστολής του Μπόικοτ, ένας ειδικός ανταποκριτής της Daily News, ο Μπέρναντ Μπέκερ, ταξίδεψε στην Ιρλανδία για να καλύψει την κατάσταση του. Σύμφωνα με τον Μπέκερ, ο ίδιος ο Μπόικοτ δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο αλλά κανείς δεν ήταν πρόθυμος να του προσφέρει οποιαδήποτε υπηρεσία, καθαριότητα ή φαγητό.

Όλοι ζητούσαν την απομάκρυνσή του από την περιοχή και τελικά, στις 27 Νοεμβρίου 1880, ο Μπόικοτ και η οικογένειά του εγκατέλειψαν την περιοχή με ένα στρατιωτικό ασθενοφόρο. Αφού οδηγήθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, ταξίδεψαν στο Δουβλίνο όπου ούτε εκεί τους επιφύλαξαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Έτσι, αν και είχαν προγραμματίσει να μείνουν εκεί μια εβδομάδα, συνέχισαν εσπευσμένα το ταξίδι τους για την Αγγλία.

Η λέξη «μπόικοτ»

Το ρήμα μποϊκοτάρω εισήχθη στο Αγγλικό λεξικό από τον Tζον Ο Μάλλευ το Σεπτέμβρη του 1880, πριν η ιστορία του Μπόικοτ γίνει γνωστή. Ο Μάλλευ έψαχνε μια λέξη που να εκφράζει τον εξοστρακισμό ενός γαιοκτήμονα. Όχι τον εξοστρακισμό γενικά αλλά συγκεκριμένα την εκδίωξη κάποιου που κατέχει γη. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Μάρλοου, ο Μάλλευ συνέδεσε την κατάσταση του Μπόικοτ με τον ορισμό της λέξης που έψαχνε και έτσι της έδωσε το όνομά του. Με τα χρόνια, η λέξη συνδέθηκε τόσο με την αποχή από τις εργασίες για χάρη του Μπόικοτ και έτσι, απέκτησε το νόημα που έχει σήμερα.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το