***

Σοβιετική Αρχιτεκτονική: από την ανέγερση παλατιών στην παραγωγή κουτιών (21/02/2015)

του Αντρέι Μπαζντίρεφ

Η σοβιετική αρχιτεκτονική, ακολουθώντας το δρόμο αρχών των Μαρξ, Λένιν, Στάλιν, οι οποίοι πάντοτε εκτιμούσαν την κλασική τέχνη, κατάφερε να ξεπεράσει τις αριστερίστικες τάσεις, την απλοϊκότητα στις τάξεις της, τον οπορτουνισμό τμήματος των παλιών αρχιτεκτόνων και μπήκε στο δρόμο της χρησιμοποίησης των καλύτερων στοιχείων της παλιάς κλασικής αρχιτεκτονικής” (Λ. Μ. Καγκάνοβιτς).

Στα τέλη του περασμένου χρόνου συμπληρώθηκαν 65  χρόνια ενός, φαινομενικά συνήθους, γεγονότος στην πολιτικοκοινωνική ζωή της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 30 Νοέμβρη 1954 άρχιζε η 2η Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη κατασκευαστών, αρχιτεκτόνων και εργαζόμενων της βιομηχανίας οικοδομικών υλικών, στην οποία, από την ανώτερη κομματική ηγεσία, πάρθηκε η απόφαση για τη διάλυση της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Όχι έμμεσα τη διαδικασία αυτή καθοδήγησε ο πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης, ο Ν. Σ. Χρουσιώφ. Αυτή ήταν μία από τις πρώτες ενέργειες της πολιτικής του Ν. Σ. Χρουσιώφ, η οποία οδήγησε, τελικά, στην υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος στην ΕΣΣΔ. Προσωπικά, βρίσκομαι μακριά από τη σκέψη ότι ο “αγαπητός Νικίτα Σεργκέγιεβιτς” συνειδητά κατέστρεψε το σοβιετικό σύστημα· όμως αποτέλεσμα της αντιεπιστημονικής, βολονταριστικής πολιτικής του ήταν ότι καταστράφηκαν πολλοί μηχανισμοί οι οποίοι υπεράσπιζαν τη σοβιετική κοινωνία από τον αστικό εκφυλισμό. Οι αρχές, τις οποίες η Σοβιετική Ένωση ακολουθούσε και κατάφερε να δημιουργήσει, μέσα σε μερικές δεκαετίες, μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου και να διεξάγει μία μεγαλειώδη πολιτιστική επανάσταση, φέρνοντας εκατομμύρια λαϊκών μαζών στα ύψη του ανθρώπινου πολιτισμού, υπέστησαν αναθεωρήσεις (1). Βαρύ ήταν και το πλήγμα στη σοσιαλιστική τέχνη. Ιδιαίτερα δυνατό ήταν το πλήγμα στο πλέον “δημόσιο” είδος τέχνης – τη σοβιετική αρχιτεκτονική.

Η ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής στην ΕΣΣΔ πέρασε από διάφορα στάδια. Στην πρώτη μετεπαναστατική δεκαετία, ο κύριος δρόμος ανάπτυξης της σοβιετικής τέχνης ήταν το “αβαντγκάρντ”. Η γλώσσα του μοντερνισμού, όπως φαινόταν σε πολλούς καλλιτέχνες της εποχής, αντανακλούσε με τον πλέον κατάλληλο τρόπο την επαναστατική εποχή της καταστροφής της ταξικής κοινωνίας. Οι κλασικές μορφές της τέχνης συνδέονταν εκείνη την εποχή αποκλειστικά με τον πολιτισμό των γαιοκτημόνων και των ευγενών και είχαν χαρακτηριστεί ως ταξικά ξένες. Η δεκαετία του ’20 ήταν περίοδος άνθισης στη Σοβιετική Ένωση “αριστερών” τάσεων σε όλα τα είδη δημιουργίας. Στην αρχιτεκτονική κυριαρχούσαν δύο τάσεις μοντερνισμού: ο κονστρουκτιβισμός και ο ορθολογισμός. Ο κονστρουκτιβισμός (του οποίου ηγέτες ήταν οι αδελφοί Βέσνιν και ο Μ. Γκίνζμπουργκ) διακήρυττε πλήρη ρήξη με τις αρχιτεκτονικές παραδόσεις του παρελθόντος (με το τακτικό σύστημα, την εθνική αρχιτεκτονική σχολή) και υποστήριζε τη χρησιμότητα και τη “βιομηχανικότητα” της αρχιτεκτονικής. Τα δημιουργικά καθήκοντα επιλύονταν από τους κονστρουκτιβιστές με την παράθεση διάφορων ορθογώνιων όγκων χωρίς τη χρήση διακοσμήσεων. Ακολουθώντας τα πέντε σημεία του αρχηγού του παγκόσμιου αρχιτεκτονικού αβαντγκάρντ (2) Λε Κορμπυζιέ, οι ρώσοι κονστρουκτιβιστές προτιμούσαν μια σειρά από παράθυρα και επίπεδη στέγη.

Ο Οίκος Πολιτισμού Ζούγιεφ, του αρχιτέκτονα Ίλια Αλεξάντροβιτς Γκόλοσοφ, 1928, Μόσχα)

Το κτίριο της Κρατικής Βιομηχανίας (Γκοσπρόμ), του αρχιτέκτονα Σεργκέι Σάββιτς Σεραφίμοφ, του Σαμουήλ Μιρόνοβιτς Κραβιέτς και του Μαρκ Νταβίντοβιτς Φέλγκερ (1928, Χάρκοβο)

Η δεύτερη μοντερνίστικη τάση στην ΕΣΣΔ ήταν ο ορθολογισμός, με επικεφαλής το Ν. Α. Λαντόφσκι. Αυτή η τάση, ασπαζόμενη πολλές αρχές του κονστρουκτιβισμού, ήταν ευνοϊκά διακείμενη για την κλασική κληρονομιά και επέτρεπε τη διακόσμηση στο σχέδιο.

Η είσοδος του σταθμού μετρό “Κόκκινη Πύλη” (Κράσνiγιε Βαρότα), του αρχιτέκτονα Νικολάι Αλεξάντροβιτς Λαντόφσκι (1938, Μόσχα)

Κατά το πρώτο πεντάχρονο πλάνο, στην ΕΣΣΔ εμφανίστηκαν ολόκληροι νέοι κλάδοι βιομηχανίας. Εκείνη την εποχή, ανέκυψε ζήτημα οικοδόμησης πόλεων γύρω από τα μεγάλης κλίμακας βιομηχανικά συμπλέγματα. Για το σχεδιασμό τους, στη Σοβιετική Ένωση προσκλήθηκε ο αρχιτέκτονας Έρνστ Μάυ, από τη Φρανκφούρτη. Η ομάδα του τράβηξε την προσοχή των σοβιετικών αξιωματούχων από το γεγονός ότι είχε εμπειρία οικοδόμησης “κατοικιών για εργάτες”. Ωστόσο, αρχικά δεν είχε γίνει αντιληπτό ότι ο αρχιτέκτονας είχε κάνει έργο κατ’εντολήν του μεγάλου κεφαλαίου, το οποίο φοβόταν τις επαναστατικές δράσεις του προλεταριάτου, και για αυτό έλυσε το ζήτημα της στέγασης με τρόπο αυστηρά πραγματιστικό. Ο φονξιοναλισμός (στυλ με το οποίο εργαζόταν η ομάδα του Ε. Μάυ) πρόκρινε τη μέγιστη (και, συνεπώς, φθηνότερη) τυποποίηση. Τα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης ήταν από μόνα τους πολλές φορές επαναλαμβανόμενα σύνολα από κτίρια – κουτιά, στερούμενα οποιουδήποτε διακριτικού ατομικού χαρακτηριστικού. Πλατιά χρησιμοποιούταν η γραμμική οικοδόμηση (τοποθέτηση των κτιρίων στην ίδια σειρά μέχρι την άκρη του δρόμου). Όμως ήδη το 1931 στον Τύπο άρχισαν να εμφανίζονται άρθρα τα οποία καταδίκαζαν μια τέτοια άψυχη αρχή για την οικοδόμηση πόλεων. Υπογραμμιζόταν ότι οι σοσιαλιστικές πόλεις δεν πρέπει να προκαλούν θλίψη και νωθρότητα, καθώς η αρχιτεκτονική έχει να κάνει με αυτό το μέσο, στο οποίο ο άνθρωπος πρακτικά περνά όλο το χρόνο του, εργάζεται και αναπαύεται, και υπό την επιρροή αυτής, εν πολλοίς, διαμορφώνει την προσωπικότητά του. Αν ο κονστρουκτιβισμός και ο ορθολογισμός θεωρήθηκαν αργότερα στην ΕΣΣΔ στάδια αναζήτησης της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής μεθόδου, και αυτά τα στυλ αντιμετωπίστηκαν ουδέτερα, η μοντερνίστικη αρχή οικοδόμησης πόλεων αποφασιστικά απορρίφθηκε ως εντελώς ξένη προς τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (2).

Οι επιτυχίες του πρώτου πενταετούς πλάνου και της κολλεκτιβοποίησης επέτρεψαν στην κομματική ηγεσία να εστιάσουν περισσότερο στην άσκηση σοσιαλιστικής πολιτιστικής πολιτικής. Το 1932, μετά την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων) “για την ανασυγκρότηση των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών οργανώσεων”, άρχισε η “κολλεκτιβοποίηση” της πολιτιστικής ζωής της ΕΣΣΔ. Στη θέση πολυάριθμων, ιδεολογικά ετερόκλητων, πολιτιστικών ομαδοποιήσεων ιδρύθηκαν Ενώσεις, οι οποίες καλούνταν να γίνουν διοχετευτές της κομματικής πολιτικής στο περιβάλλον των τεχνών. Τον Ιούλη του 1932 ιδρύθηκε η Ένωση Σοβιετικών Αρχιτεκτόνων. Ένα έτος πριν από αυτό υπήρξε ένα γεγονός, το οποίο σηματοδότησε μια απότομη στροφή στην αρχιτεκτονική πολιτική του σοβιετικού κράτους. Στον Πανενωσιακό διαγωνισμό σχεδίων για το κύριο κτίριο της ΕΣΣΔ – το Μέγαρο των Σοβιέτ –  το πρώτο βραβείο κέρδισε ο Μπόρις Μιχάηλοβιτς Γιοφάν για το έργο το οποίο έκανε κατά το κλασικό στυλ.

Το Μέγαρο των Σοβιέτ (σχέδιο)

Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η περίοδος της διαμόρφωσης της σοβιετικής αρχιτεκτονικής, η οποία ενσωμάτωνε τα καλύτερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του παρελθόντος, εμπνεόταν από το πάθος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του σήμερα και προσέβλεπε προς το κομμουνιστικό μέλλον. Μέσα από μια σειρά ενδιάμεσων σταδίων τα μοντερνίστικα αρχιτεκτονικά στυλ είχαν εκτοπιστεί από στυλ τα οποία είχαν στραφεί στις κλασικές παγκόσμιες παραδόσεις. Στους σοβιετικούς αρχιτέκτονες είχε τεθεί το καθήκον, βασιζόμενοι στις παραδόσεις πολλών αιώνων της Ρωσίας και της Ευρώπης, να δημιουργήσουν μια μέθοδο σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Αυτή η διαδικασία δεν κύλησε απλά και δεν ολοκληρώθηκε. Παρ’ όλα αυτά, σε σύντομο χρονικό διάστημα οι σοβιετικές πόλεις μεταμορφώθηκαν πραγματικά. Μια προσεκτική και, ταυτόχρονα, δημιουργική και θαρραλέα αναφορά στις παγκόσμιες αρχιτεκτονικές παραδόσεις επέτρεψε φυσιολογικά και αρμονικά να ταιριάξουν στο ιστορικό τοπίο των σοβιετικών πόλεων κτίρια της νέας σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Το 1935 υιοθετήθηκε το Γενικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης της Μόσχας, στο οποίο υπήρχε το αίτημα για “τη διατήρηση των βάσεων της ιστορικής υπάρχουσας πόλης, αλλά με έναν ριζικό ανασχεδιασμό της, με αποφασιστικό εξορθολογισμό του δικτύου των δρόμων και των πλατειών της πόλης”. Η αρχή της σοσιαλιστικής οικονομίας, η οποία συνίστατο στη λειτουργία της βάσει σχεδίου, έδωσε στους σοβιετικούς αρχιτέκτονες μια μοναδική ευκαιρία αρχιτεκτονικά να στοχαστούν σε κλίμακα ολόκληρης πόλης, στην οποία έπρεπε να δημιουργήσουν ένα ενιαίο καθημερινό και αισθητικό περιβάλλον. Ανασυγκροτούνται οι κεντρικές λεωφόροι της πόλης, γρήγορα επεκτείνεται το δίκτυο του μετρό. Το 1937 τίθεται σε λειτουργία το κανάλι Μόσχοβα – Βόλγα, το οποίο έφερε το όνομα Στάλιν. Το 1939 στα βορειοανατολικά της πρωτεύουσας εγκαινιάζεται η Πανενωσιακή Έκθεση Αγροτικής Οικονομίας. Όλα τα οικοδομήματα εκείνης της περιόδους εντυπωσιάζουν με τον “δημόσιο” αντίκτυπό τους. Η ηγεσία κινείται στο πλάνο του Λένιν για πομπώδη προπαγάνδα, όμως με τέτοιο εύρος και πάθος που ούτε ο Βλαντίμιρ Ίλιτς δεν είχε φανταστεί στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’20. Η εμφάνιση της σοβιετικής πόλης πρέπει να εμπνέει τους εργαζόμενους, οι οποίοι ήδη σήμερα προσβλέπουν προς τη ζωή της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας και την φαντάζονται αρμονική, στοχοπροσηλωμένη, ευγενική, όμορφη. Ενσωματώνεται στη ζωή η αναγεννησιακή αρχή της σύνθεσης των τεχνών. Οι καλύτερες δημιουργικές δυνάμεις αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών, γλυπτών, μηχανικών σπεύδουν για τη διακόσμηση των σοσιαλιστικών πόλεων.

Κτίριο στην οδό Μαχαβάγια, Μόσχα, του αρχιτέκτονα Ιβάν Βλαντισλάβοβιτς Ζαλτόφσκι, 1934.

Προθάλαμος του σταθμού μετρό της Μόσχας “Πλατεία Επανάστασης” (Πλόσιτζ Ριβαλούτσιι), του αρχιτέκτονα Αλεξέι Νικαλάγιεβιτς Ντούσκιν, 1938.

Το κύριο στυλ, το οποίο χρησιμοποιούν οι σοβιετικοί αρχιτέκτονες, είναι ο κλασικισμός. Όμως από τους σοβιετικούς αρχιτέκτονες απαιτούνταν οι μορφές, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν κατά τις χιλιετίες της ιστορίας του ανθρώπου, να γεμίσουν με νέο, σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Είναι έντονα αισθητή η απουσία θεωρίας για τη σοσιαλιστική ρεαλιστική αρχιτεκτονική, δεν είναι σαφώς διαμορφωμένες οι θετικές απαιτήσεις από τη νέα αρχιτεκτονική. Ενίοτε ασκείται κριτική ακόμα και στους ιθύνοντες σοβιετικούς αρχιτέκτονες Ι. Β. Ζαλτόφσκι (για “παλινόρθωση”, δηλαδή, πρακτικά αντιγραφή τεχνικών του κλασικού στυλ) και τον Αλεξέι Βικτόροβιτς Σιούσεφ (για εκλεκτισμό, μη κριτικό συνδυασμό στυλ διαφορετικών εποχών). Όμως, ξεπερνώντας τις ασθένειες της ανάπτυξης, η αρχιτεκτονική μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δυναμικά αποκρυσταλλώνεται.

Αποθέωση της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής πρέπει να θεωρηθεί η ανοικοδόμηση των σοβιετικών πόλεων κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ο ισχυρός πατριωτικός ξεσηκωμός, ο οποίος προκλήθηκε από τις μάχες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, δεν μπορούσε να μην αντανακλαστεί στο πάθος της μεταπολεμικής οικοδόμησης. Τα νέα κτίρια και γραμμές του μετρό έγιναν αντιληπτά ως μνημεία για το νικητή λαό. Στο συντομότερο διάστημα, από τα συντρίμμια αποκαθίστανται οι κατεστραμμένες σοβιετικές πόλεις. Μεταμορφώνεται η πρωτεύουσα. Τα αρχιτεκτονικά προτσές, τα οποία προέρχονται από τη Μόσχα, λαμβάνονται ως μοντέλο για την ανασυγκρότηση των πόλεων της ΕΣΣΔ. Την ημέρα του εορτασμού των 800 χρόνων της Μόσχας, στις 7 Σεπτέμβρη του 1947, υπήρξε η επίσημη τοποθέτηση του θεμέλιου λίθου 8 ψηλών κτιρίων (3). Τα “ψηλά κτίρια του Στάλιν” δημιούργησαν στην πρωτεύουσα νέα κυρίαρχα χαρακτηριστικά, χωρίς να έρχονται σε ρήξη με το ήδη υπάρχον ιστορικά σχήμα της πόλης. Τα σοβιετικά ψηλά κτίρια θεμελιωδώς διαφέρουν από τους δυτικούς ουρανοξύστες. Αν οι τελευταίοι αποφασιστικά έρχονταν σε ρήξη με την καλλιτεχνική παράδοση του παρελθόντος, καταπνίγοντας τους κατοίκους των πόλεων με τους εκατοντάδες ορόφους τους, με την οικοδόμηση των μοσχοβίτικων ψηλών κτιρίων, οι αρχιτέκτονες αναφέρονται στους θησαυρούς της παγκόσμιας, πρωτίστως της ρωσικής, αρχιτεκτονικής, τα οικοδομούν με απελευθερωτκό, δοξαστικό για τη ζωή τρόπο. Ως βάση λαμβανόταν η παλιά ρωσική παράδοση της οικοδόμησης κτιρίων με μορφή τέντας. Πληρέστερα απαντούσε στα καθήκοντα που τίθονταν στους σοβιετικούς αρχιτέκτονες, το πρώιμο Ναρούσκιν στυλ. Σε αυτό το στυλ, χαρακτηριστική είναι μία ισχυρή εορταστική κάθετη δομή, όμως ταυτόχρονα και μια λεπτή επεξεργασία λεπτομερειών, το “ουζόροτσε” (σ.parapoda: με περίπλοκες μορφές και συνθέσεις, πλήθος διακοσμήσεων και γραφικές σιλουέτες) (4).

Πάνω: Ουρανοξύστες. Κέντρο Νέας Υόρκης. ΗΠΑ. Κάτω: Ψηλό κτίριο του Μοσχοβίτικου Κρατικού Πανεπιστημίου (ΜΓУ), του αρχιτέκτονα Λεβ Βλαντιμίροβιτς Ρούντνεφ, 1953.

Στις 14 Μάρτη του 1954 ολοκληρώθηκε η κυκλική γραμμή του μοσχοβίτικου μετρό. Το 1955 ξεκίνησε τη λειτουργία της η πρώτη γραμμή του μετρό του Λένινγκραντ. Σε αυτά τα οικοδομήματα βρίσκεται η καλλιτεχνική ενσάρκωση του θριάμβου του σοβιετικού λαού – νικητή. Η εξωτερική διακόσμηση των επίγειων εισόδων και των υπόγειων προθαλάμων των σταθμών ήταν μεγαλειώδης. Τα υπόγεια μέγαρα διακοσμήθηκαν από τους καλύτερους καλλιτέχνες και γλύπτες της Σοβιετικής Ένωσης, χρησιμοποιήθηκαν πολύτιμα είδη φυσικής πέτρας, ακριβές διασκομήσεις. Κεντρικό θέμα, το οποίο ενσάρκωνε τη μορφή του σταθμού, ήταν το θέμα της νίκης του σοβιετικού λαού, η σοσιαλιστική οικοδόμηση (5). Πολλοί σταθμοί έμοιαζαν με αρχαίους ναούς (ο σταθμός Καλούζκαγια), όπου αντικείμενο καλλιτεχνικού εκθειασμού είναι ο άνθρωπος της εργασίας (6). Ομοίως με την πρωτεύουσα, με εορταστικό – θριαμβευτικό στυλ ξαναχτίζονται και ανασυγκροτούνται πολλές πόλεις της ΕΣΣΔ. Μετά τον πόλεμο, με τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής κοινότητας, η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού καθίσταται διεθνής. Σε διάκριση από το “διεθνές” μοντερνίστικο στυλ, όπου η διεθνικότητα γινόταν αντιληπτή ως πλήρης αποκήρυξη και των παγκόσμιων κλασικών και οποιασδήποτε ιδιαίτερης μορφής εθνικών σχολών, η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική οργανικά επανανοηματοδοτούσε τις εθνικές αρχιτεκτονικές παραδόσεις, ενώ ταυτόχρονα υπογράμμιζε και έδινε έμφαση στην κοινή πολιτιστική “ρίζα” σε αυτές, αναδεικνυόμενη από την ανθρωπιστική παράδοση των κλασικών.

Η κεντρική οδός του Κιέβου – Χρεσιάτικ. ΣΣΔ Ουκρανίας. Αρχιτέκτονας Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Βλάσοφ.

Σταθμός μετρό μόσχας “Καλούζκαγια” (Από το 1961, “Οκτωβριανή” (Ακτσιάμπρσκαγια”)). Αρχιτέκτονας Λεονίντ Μιχάηλοβιτς Παλιακόφ.

Η Λεωφόρος Καρλ Μαρξ, Βερολίνο. (Αρχιτεκτονικά οικοδομήματα της δεκαετίας του ’50).

Σταθμός μετρό της ΛΔ Κορέας

Καρποφόρες ήταν και οι τακτικές συζητήσεις των δημιουργών για τη βελτίωση της αρχιτεκτονικής μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Υπήρχε μια έντονη αναζήτηση αρχιτεκτονικών μορφών, οι οποίες πληρέστερα να αντανακλούν τη διαδικασία της δημιουργίας της νέας, αταξικής κοινωνίας. Αυτή η αναζήτηση, σύμφωνη με τις αισθητικές αρχές του μαρξισμού, λάμβανε χώρα στο πλαίσιο της ρεαλιστικής καλλιτεχνικής παράδοσης, και κατηγορηματικά απέρριπτε τη σχηματικότητα και το άψυχο του αστικού αρχιτεκτονικού μοντερνισμού. Πράγματι, στη μεταπολεμική περίοδο άρχιζε να αποκτά ισχύ και μια αρνητική τάση στη σοβιετική αρχιτεκτονική, η οποία έδωσε πραγματική βάση για την κατηγορία κατά το 1954-55 σε βάρος σοβιετικών αρχιτεκτόνων για “απερίσκεπτη διακόσμηση”. Κάποιοι αρχιτέκτονες προσέγγιζαν την κλασική κληρονομιά όχι κριτικά· δεν γινόταν αντιληπτή η γραμμή η οποία διαχώριζε το αέναο, πραγματικά ανθρωπιστικό περιεχόμενο των αρχιτεκτονικών μνημείων από το ξένο, το ταξικά περιορισμένο. Ωστόσο, τα “μέγαρα και οι ναοί του προλεταριάτου” πρέπει απαραιτήτως να φέρουν το αισθητικό αποτύπωμα της νέας σοσιαλιστικής εποχής. Και αποδείχτηκε τελικά ότι, προσπαθώντας να εκφράσουν το μεγαλείο της υπό οικοδόμηση σοσιαλιστικής κοινωνίας, οι αρχιτέκτονες ακολουθούσαν τον απλούστερο δρόμο – αντικαθιστούσαν τη δημιουργική αναζήτηση αρχιτεκτονικών μορφών που να συνάδουν με τη σοσιαλιστική συνείδηση, με μια πλούσια επιχρύσωση.

Ερχόμενος στην εξουσία, ο Ν. Σ. Χρουσιώφ, άνοιξε πλατύ μέτωπο ενάντια σε κάθε πιθανή, κατ’ αυτόν, εκδήλωση προσωπολατρίας του Ι.Β. Στάλιν. Η αρχιτεκτονική ήταν ένα από τα πρώτα θύματα του “φανατικού από το Μίκιτι”. Από τη μια πλευρά, η αρχιτεκτονική των δεκαετιών ’30 – ’50 ήταν στενά συνδεδεμένες από τις λαϊκές μάζες με το όνομα του Στάλιν, μέχρι τότε, η αρχιτεκτονική εκείνης της περιόδου είχε ονόματα όπως “σταλινικό στυλ”, “σταλινικό αμπίρ”, “σταλινικό μπαρόκ”. Η καταδίκη “αρχιτεκτονικών ακροτήτων” έδωσε τη δυνατότητα στην υποτίμηση μιας εικοσαετούς πολιτικής που άσκησε το κόμμα στον τομέα της οικοδόμησης των σοβιετικών πόλεων. Από την άλλη πλευρά, στο Χρουσιώφ, ο οποίος δεν έχαιρε ούτε το ένα εκατοστό του κύρους του Στάλιν, απαραίτητα χρειάζονταν θορυβώδεις λαϊκιστικές καμπάνιες οι οποίες θα ανέβαζαν το πολιτικό του κύρος. Και το ξεδίπλωμα ενός προγράμματος μαζικής οικοδόμησης κατοικιών φαινόταν στο Χρουσιώφ ένας καλός τρόπος, όπως λένε σήμερα, για να αυτοπροβληθεί. Στην πραγματικότητα, η προσφορά του Ν. Χρουσιώφ στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος στην ΕΣΣΔ είναι, το λιγότερο, αμφιλεγόμενη.

Ενώ διεξήγε αγώνα ενάντια στις “αρχιτεκτονικές ακρότητες” (7), ο Χρουσιώφ, στην πραγματικότητα, στεκόταν ενάντια στον Άνθρωπο, ο οποίος οικοδομούσε την κομμουνιστική κοινωνία. Δεν καταλάβαινε την ισχυρή διαπαιδαγωγητική ώθηση, η οποία ανάβλυζε από τη νέα σοβιετική αρχιτεκτονική. Πέραν του ότι, συνεχώς ευρισκόμενος στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον, το οποίο ενσωμάτωνε τα επιτεύγματα πολλών αιώνων καλλιτεχνικής και κατασκευαστικής δημιουργικότητας της ανθρωπότητας, στον άνθρωπο αναπτυσσόταν με φυσιολογικό τρόπο η κουλτούρα της εργασίας και της ζωής, η οποία να συνάδει με την αρμονία και την ομορφιά των μεγάλων κλασικών. Πέραν αυτού, η σοσιαλιστική αρχιτεκτονική έπαιζε και τον πλέον σημαντικότερο κινητοποιό ρόλο – ήταν ένα κάλεσμα στο μέλλον, όταν τα πάντα γύρω θα υπάγονται στην ολόπλευρη ανάπτυξη κάθε μέλους της κοινωνίας. Και προς χάρη τούτου, του ήδη απτού μέλλοντος, είναι δυνατό και πρέπει να ξεπεράσουμε όλες τις δυσκολίες της μεταβατικής περιόδου από την προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας στην πραγματική ιστορία της.

Όσον αφορά εκείνο το πρόγραμμα, για την εκπλήρωση του οποίου, τάχα, έπρεπε να εξαλειφθούν οι “άφθονες ακρότητες” της σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής – το πρόγραμμα της μαζικής οικοδόμησης κατοικιών, αν σταθούμε στα στατιστικά στοιχεία, αυτή η καμπάνια, όπως και πολλές άλλες, τις οποίες διεξήγε η χρουσιωφική ηγεσία, απέτυχε. Η σταλινική ηγεσία, φυσικά, καταλάβαινε την εξαιρετική σημασία της επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος στη Σοβιετική Ένωση. Στο τελευταίο του έργο για την πολιτική οικονομία, “Τα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ”, ο Ι. Β. Στάλιν εγείρει το ζήτημα “της ριζικής βελτίωσης των συνθηκών στέγασης”, ως το πιο βασικό για τη μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία. Και αυτό το ζήτημα, προφανώς, προσεκτικά μελετιόταν. Όμως, σύμφωνα με ειδικούς, για δημιουργία βάσεων για το μέλλον, το σοβιετικό κράτος κατά τη δεκαετία του ’50 και τις αρχές του ’60, για την επίλυση αυτού του προβλήματος πραγματικά με ένα σοσιαλιστικό τρόπο, ακόμα δεν διέθετε επαρκείς πόρους. Απαραιτήτως χρειαζόταν ακόμα δυο πεντάχρονα, ώστε θεμελιωδώς να προετοιμαστούν οι βιομηχανικές ικανότητες για μια τέτοια οικοδόμηση, απαραιτήτως χρειαζόταν χρόνος για να “ωριμάσει” η ιδεολογία της μαζικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Έτσι, για παράδειγμα, η ιδέα για μια βιομηχανική μεγάλη τυποποιημένη οικοδόμηση είχε γεννηθεί πολύ πριν από τη μαζική “χρουσιωφοποίηση”. Το 1940 δόθηκε προς εκμετάλλευση ένα από τα πρώτα σπίτια, το οποίο είχε οικοδομηθεί με αυτό τον τρόπο. Ήταν το γνωστό “Δαντελωτό σπίτι” (σ.parapoda: ή και “σπίτι – ακορντεόν”) του αρχιτέκτονα Αντρέι Κονσταντίνοβιτς Μπούροφ (σ.parapoda: και του αρχιτέκτονα Μπαρίς Νικαλάγιεβιτς Μπλόχιν), στη Λεωφόρο Λένινγκραντ στη Μόσχα. Στη μαζική οικοδόμηση εκείνης της εποχής λήφθηκε η απόφαση να τυποποιηθεί όχι το σχέδιο ως σύνολο, αλλά μόνο οι ξεχωριστές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Τέτοιες αρχές τυποποίησης της οικοδόμησης θετικά διαφέρουν από τις αρχές επόμενων εποχών, όπου το απρόσωπο τετραγώνων τυποποιημένων κουτιών έγινε βάση ακόμα και για το θέμα της γνωστής κινηματογραφικής κωμωδίας του Έλνταρ Αλεξάντροβιτς Ριαζάνοφ.

Πάνω: Το “Δαντελωτό Σπίτι”. Σχέδιο βιομηχανικής κατασκευής κατοικιών τη δεκαετία του ’40. Κάτω: Η Χρουσιώφκα. Σχέδιο βιομηχανικής κατασκευής σπιτιών τη δεκαετία του ’60.

Η χρουσιωφική ηγεσία μάλιστα θεωρούσε ότι αρκούσε η μέγιστη μείωση του κόστους κατασκευής, με την εγκατάλειψη οποιασδήποτε αρχιτεκτονικής μορφής, η μέγιστη συμπίεση του ζωτικού χώρου ανά άτομο και η μείωση της ποιότητας της εσωτερικής διακόσμησης, και το πρόβλημα θα επιλυόταν. Οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι οι σοσιαλιστικές πόλεις των δεκαετιών ’60 – ’80 λίγο διέφεραν από επαρχιακές πόλεις καπιταλιστικών χωρών. Ο Χρουσιώφ βρήκε την ιδεατή στέγαση για το σοβιετικό λαό στο πρότυπο των γαλλικών δημοτικών κατοικιών. Μπροστά στην απειλή σοσιαλιστικής επανάστασης, η αστική κυβέρνηση της Γαλλίας οικοδόμησε για τους εργάτες της κατοικίες, επιτρέποντας την ικανοποίηση των ελάχιστων αναγκών του ανθρώπου. Ήταν μικρού μεγέθους και αισθητικά μη ελκυστικές. Για την ανέγερσή τους χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι εγκεκριμένες από το φονξιοναλισμό ήδη κατά τη δεκαετία του ’30, και οι οποίες τότε είχαν κατηγορηματικά απορριφθεί από τη σοβιετική κοινωνία. Τα στατιστικά στοιχεία πιστοποιούν ότι ο βαθμός αύξησης του ζωτικού χώρου στα σπίτια, άρχισε από τη δεκαετία του ’60 σταθερά να μειώνεται, και ότι η γρήγορη “μαζική κατασκευή” αφορούσε μόνο λίγες πόλεις της ΕΣΣΔ (και βασικά, την πρωτεύουσα). Η ποιότητα, μάλιστα, των σπιτιών που κατασκευάζονταν, καταστροφικά έπεφτε. Όλα αυτά ήταν φυσική συνέπεια της ασκούμενης από την ομάδα Χρουσιώφ τυχοδιωκτικής οικονομικής πολιτικής. Ως αποτέλεσμα, στη Σοβιετική Ένωση υπήρξε μερική (8) απόρριψη των σοσιαλιστικών αρχών κατασκευής κατοικιών. Η σοβιετική αρχιτεκτονική έπαψε να εκπληρώνει διαπαιδαγωγητικό και προπαγανδιστικό ρόλο, και πρακτικά όλες οι θέσεις που είχαν επιτευχθεί από τους σοβιετικούς κατασκευαστές στις προηγούμενες δεκαετίες, κατακτήθηκαν από τη φαινομενική “οικονομική αποτελεσματικότητα”. Μετά το 1955 άρχισε η διαδικασία μιας πραγματικής περιστολής της σοβιετικής αρχιτεκτονικής. Πολλά κτίρια, τα οποία είχαν ξεκινήσει να χτίζονται πριν το 1955, όμως ακόμα δεν είχαν αποπερατωθεί, αδίστακτα “ξεγυμνώθηκαν”: η διακόσμηση που προβλεπόταν από το σχέδιο αποκλείστηκε από την τελική όψη του κτιρίου, ή βάρβαρα αποκολλήθηκε. Αν παλιότερα οι δημιουργικές δυνάμεις των μηχανικών και των αρχιτεκτόνων στρέφονταν στην επιλογή των καλύτερων παραδειγμάτων της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος, στην ενσωμάτωση με τη βοήθειά τους των ιδανικών της εργασίας και της ζωής του ανθρώπου της ελεύθερης εργασίας, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50, οι δυνάμεις των σοβιετικών μηχανικών στρέφονταν στην αναζήτηση άγριων τρόπων μείωσης του κόστους της κατοικίας, και το έργο των αρχιτεκτόνων στην εμφάνιση των “ποιητικών” κουτιών. Το θαμπό τοπίο από “κουτιά” έγινε ο κανόνας για τις σοβιετικές πόλεις. Με κυβερνητικό διάταγμα της 23ης Αυγούστου 1955, διαλύθηκε η Ακαδημία Αρχιτεκτονικής και δημιουργήθηκε η Ακαδημία Κατασκευής και Αρχιτεκτονικής, με το οποίο η αρχιτεκτονική υποβιβάστηκε στο επίπεδο ενός όχι ακριβού συμπληρώματος της βιομηχανικής κατασκευής. Στις θέσεις – κλειδιά στην καθοδήγηση της αρχιτεκτονικής έρχονται τυχαίοι άνθρωποι, στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση καταφέρεται συντριπτικό πλήγμα (9). Ως αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών, η ρομαντική – σοσιαλιστική προσέγγιση στην αστική ανάπτυξη πλήρως αντικαθίσταται από τη χυδαία – πραγματιστική. Ένας από τους πιο προφανείς φάρους της μελλοντικής κοινωνίας των ολόπλευρα αναπτυγμένων ανθρώπων εξαλείφεται.

Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 ως το 1991 υπήρχε περαιτέρω ενεργή “ενσωμάτωση” της σοβιετικής αρχιτεκτονικής στον παγκόσμιο αρχιτεκτονικό μοντερνισμό (10). Μια πιο ξεκάθαρα εκφρασμένη αντεπαναστατική τάση, ίσως, δεν γνώρισε καμία άλλη πλευρά της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ως μοντέλα πάρθηκαν τα πιο ακραία δυτικά μοντερνιστικά αρχιτεκτονικά πειράματα (11).

Α.Μέγιερσον. Συγκρότημα κατοικιών στην οδό Μπεγκαβάγια, Μόσχα, 1978 (Αρχιτεκτονικό στυλ: μπρουταλισμός)

Γκ. Τσαχάβα. Υπουργείο Αυτοκινητόδρομων της ΣΣΔ της Γεωργίας, Τιφλίδα, 1975 (Αρχιτεκτονικό στυλ: μπρουταλισμός)

Στον τομέα της οικοδόμησης κατοικιών την πλέον μεγάλη ανάπτυξη έχει η φονξιοναλιστική κατεύθυνση. Η κατοικία γίνεται, αν και πιο άνετη (βελτιώνεται η επιφάνεια, καλυτερεύουν οι επικοινωνίες και η ποιότητα της εσωτερικής διακόσμησης), όμως στην αισθητική τους οι κατοικίες επιφέρουν όλο και περισσότερο αλλοτρίωση. Τη Σοβιετική Ένωση οι “Οδοί Οικοδόμων” του Ριαζάνοφ – άχρωμα, άψυχα, μονότονα τετράγωνα ψηλών κουτιών. Η απανθρωποποιημένη αρχιτεκτονική διαβρώνει τη σοσιαλιστική πόλη.

Τυπικά ψηλά αστικά οικοδομήματα. ΕΣΣΔ 1970-1980.

Πειραματικό πολυόροφο. “Σπίτι – Καράβι” στην οδό Μπαλσάγια Τούλσκαγια, Μόσχα, 1981.

Τα μοντερνίστικα οικοδομήματα με εντελώς βάρβαρο τρόπο εισάγονται στο ιστορικό τοπίο των σοβιετικών πόλεων. Η επί αιώνες διαμορφούμενη όψη των πόλεων της Σοβιετικής Ένωσης παραμορφώνεται αντιιστορικά με τα δίκτυα τους από μοντερνίστικη αρχιτεκτονική. Ένα από τα πιο ξεκάθαρα παραδείγματα τέτοιας ανάπτυξης είναι οι λεγόμενες “μασέλες της Μόσχας” – σειρά πολυόροφων κτιρίων στη λεωφόρο Καλίνιν, η οποία διασχίζει το ιστορικό κέντρο της πόλης (12). Ο αρχιτεκτονικός ρεβιζιονισμός αδίστακτα καταστρέφει τα μνημεία μιας πραγματικά σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής. Ενδεικτική αυτού είναι η “ανασυγκρότηση” της Έκθεσης Επιτευγμάτων της Λαϊκής Οικονομίας στη Μόσχα. Το μοναδικό αρχιτεκτονικό συγκρότημα, το οποίο συνδύαζε τα καλύτερα παραδείγματα της παγκόσμιας κλασικής τέχνης με τον πρωτότυπο χρωματισμό της τέχνης των Εθνικών Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ και της ΡΟΣΣΔ, αποφασίστηκε να “εκσυγχρονιστεί” στην στρογγυλή επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το 1967 η κλασική όψη πολλών μεγάρων παραμορφώθηκε, σε τέτοιο βαθμό που ήταν πλέον αγνώριστες, από μοντερνίστικες καινοτομίες, ενώ τα μοναδικά μέγαρα της κεντρικής οδού απλούστατα κατεδαφίστηκαν.

Πανενωσιακή Έκθεση Αγροτικής Οικονομίας (από το 1959 και μετά, Πανενωσιακή Έκθεση Επιτευγμάτων Λαϊκής Οικονομίας). Μέγαρο “ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν”. 1954

Το Μέγαρο “ΣΣΔ Αζερμπαϊτζάν” το οποίο ανασυγκροτήθηκε (σ.parapoda:!) σε Μέγαρο Τεχνικής Υπολογιστών το 1967.

Πανενωσιακή Έκθεση Λαϊκής Οικονομίας. Το Μέγαρο Κτηνοτροφίας. 1954.

Το Μέγαρο “Εξηλεκτρισμός”, το οποίο ανεγέρθηκε το 1965 στη θέση του Μεγάρου Κτηνοτροφίας, το οποίο και κατεδαφίστηκε.

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, πλέον τίποτα δεν μπορούσε να ανασχέσει την επέκταση της μοντερνίστικης αρχιτεκτονικής στις ρωσικές πόλεις. Υπήρξε μια περαιτέρω καταστροφή της ιστορικής τους όψης. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν τάσεις αναβίωσης του ενδιαφέροντος για την αισθητική της κλασικής αρχιτεκτονικής. Στη Μόσχα, δίπλα από τα υπερμοντέρνα οικοδομήματα, ανεγείρονται και κτίρια σε κλασικό και “ψευτοσταλινικό” στυλ. Το 2014 στη Μόσχα έλαβε χώρα μία μεγάλης κλίμακας ανασυγκρότηση της Έκθεσης Επιτευγμάτων Λαϊκής Οικονομίας, όπου υπήρξε μια απόπειρα επιστροφής, όπου αυτό ήταν ακόμα δυνατό, στην αυθεντική αρχιτεκτονική του 1954. Τέτοιες αντιφατικές τάσεις, φαίνεται πως συνδέονται με την ετερογένεια της άρχουσας αστικής τάξης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η συντηρητική πτέρυγα αντικειμενικά ενδιαφέρεται για την υποστήριξη από τη συνειδητά ή μη συνειδητά φιλοσοβιετική πλειοψηφία της ρωσικής κοινωνίας. Στα μάτια αυτής της ακόμα αδύναμα διαμορφωμένης κοινωνικής ομάδας, ιδίως έναντι των οργίων των φιλελεύθερων στον τομέα του πολιτισμού, τα πραγματικά σοσιαλιστικά επιτεύγματα φαίνονται όλο και πιο πολύ ελκυστικά (13).

***

Η ιστορία της σοβιετικής αρχιτεκτονικής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία του σχηματισμού και της καταστροφής των κρατών του πρώιμου σοσιαλισμού. Ξεπερνώντας την “αριστερίστικη” πολιτιστική καμπή της περιόδου της “Προλετκούλτ”, η σοβιετική αρχιτεκτονική στα μέσα της δεκαετίας του ’30 αναπτύσσει μια πραγματικά σοσιαλιστική αντίληψη για την αστική ανάπτυξη. Στον αστικό αρχιτεκτονικό μοντερνισμό καταφέρεται αποφασιστικό πλήγμα. Κατέστη ξεκάθαρο ότι, για τη μελλοντική αταξική κοινωνία, απαραιτήτως έπρεπε προσεκτικά να διατηρηθούν όλες οι παλαιότερες πολιτιστικές κατακτήσεις της προϊστορίας της ανθρωπότητας, να διατηρηθούν και να γεμίσουν με νέο ανθρωπιστικό περιεχόμενο οι υψηλές κλασικές μορφές. Αυτή η διαδικασία, με αναπόφευκτα κόστη και καμπές, προοδευτικά πήρε σάρκα και οστά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Από τους πρώτους στους οποίους η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από τη ρεβιζιονιστική πτέρυγα του ΚΚΣΕ έγινε αισθητή ήταν οι σοβιετικοί αρχιτέκτονες. Η μη κατανόηση, από πλευράς ανώτερης πολιτικής ηγεσίας, του ιδεολογικού ρόλου της αρχιτεκτονικής οδήγησε στην απώλεια από τη σοσιαλιστική κοινωνία ενός από τα σημαντικότερα πνευματικά σημεία αναφοράς. Ο πολιτιστικός και ο καθημερινός χώρος των σοβιετικών πόλεων άρχισε να γεμίζει με την ξένη προς τη σοσιαλιστική αισθητική της μοντερνίστικης αρχιτεκτονικής. Η διαλεκτική ενότητα του αρχιτεκτονικού οικοδομήματος – να είναι “κεραμίδι πάνω από το κεφάλι” και έργο τέχνης – παραποιήθηκε. Ο πραγματισμός των τετραγωνικών μέτρων κατάπιε τη ρομαντική ιδέα για πόλη – ήλιο. Για το πνεύμα του σοσιαλισμού, στις παραμορφωμένες από το μοντερνισμό πόλεις, έμενε όλο και λιγότερο χώρος. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, μετά τη νίκη της αστικής αντεπανάστασης, αυτό το πνεύμα είναι ορατό στα μεγαλειώδη ψηλά κτίρια της Μόσχας, στην αρχιτεκτονική των μεγάλων καναλιών του Βόλγα, στη διακόσμηση του μετρό του Λένινγκραντ, στην κεντρική οδό του Κιέβου και σε πολλές χιλιάδες πανέμορφα κτίρια μεγάλων και μικρών πόλεων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αυτά είναι πραγματικά μνημεία της ηρωικής περιόδου της πρώτης επίθεσης ενάντια στην κοινωνία της καθολικής αλλοτρίωσης. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα έρθει ο καιρός όπου τα ιδανικά της πραγματικής ισότητας και αδελφότητας θα ενσαρκωθούν σε βαθμό που δεν έχει προηγούμενο στην αρχιτεκτονική των αναγεννημένων σοβιετικών πόλεων, και οι δημιουργίες των αρχιτεκτόνων των δεκαετιών ’30 – ’50 θα είναι αξιόπιστος φάρος για τους αρχιτέκτονες της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας.

Σημειώσεις

(1)Αναμφίβολα, η σοβιετική κοινωνία δεν ήταν απαλλαγμένη από σοβαρές αδυναμίες. Όμως αυτές οι αδυναμίες ήταν αντικειμενικού χαρακτήρα. Η αυστηρότητα της ανώτατης ηγεσίας καθορίστηκε από τις αντιθέσεις του “πρώιμου σοσιαλισμού”, του σοσιαλισμού, ο οποίος εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε σε μια όχι εντελώς κατάλληλη προς αυτόν υλικοτεχνική βάση και αντιπαρατιθόταν στις υπέρτερες δυνάμεις του κεφαλαίου. Ο Χρουσιώφ, μάλιστα, για οπορτουνιστικούς λόγους, συνέδεε τις στροφές στην κομματική πολιτική με τη, δήθεν, αυθαιρεσία ενός προσώπου – του Ι. Β. Στάλιν. Έτσι, δημιούργησε μια πιο επικίνδυνη “αντι-προσωπολατρία”, διατήρησε τις πραγματικές αιτίες των ακροτήτων της σταλινικής ηγεσίας και έκοψε πολλά “πράσινα βλαστάρια” του κομμουνισμού σε διάφορες πτυχές της σοβιετικής κοινωνίας.

(2)Είναι ακριβώς ο φονξιοναλισμός που θα γίνει η κύρια αρχιτεκτονική αρχή στη μετασταλινική ΕΣΣΔ. Η εμφάνιση πόλεων εκείνη την εποχή, δυστυχώς, έδινε πραγματική βάση στη “φιλελεύθερη διανόηση” ώστε να προβαίνει σε τέτοιους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς αρκετών πτυχών της σοβιετικής πραγματικότητας, όπως “σαμπόκ” (σ.μετ.: φαράσι).

(3)Ως το 1953 είχαν χτιστεί 7 από τα 8 ψηλά κτίρια. Το διοικητικό κτίριο στο Ζαριάντιε δεν ολοκληρώθηκε, και μετά το 1954 κατεδαφίστηκε (το υλικό του κατεδαφισμένου κτιρίου χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του σταδίου “Λουζνικί”). Αργότερα, πάνω στα θεμέλιά του χτίστηκε, και μάλιστα, από τον ίδιο αρχιτέκτονα, το ξενοδοχείο “Ρωσία”, κατά το πρότυπο της μετασταλινικής περιόδου της ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, σε μοντερνίστικο φονξιοναλιστικό στυλ.

(4)Στην εποχή του Μέγα Πέτρου, το Ναρούσκιν μπαρόκ ήταν στυλ το οποίο συνέδεε την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ρωσίας με το νέο ευρωπαϊκό μπαρόκ στυλ, το οποίο καθιερώθηκε στη Ρωσία μετά τις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου.

(5)Στο εσωτερικό πολλών σταθμών ήταν χαρακτηριστική η προσφυγή στο θριαμβευτικό αρχιτεκτονικό στυλ της αυτοκρατορικής Ρώμης.

(6)Σημαντική θέση στο σχεδιασμό όχι μόνο σταθμών, αλλά και πολλών αρχιτεκτονικών συγκροτημάτων (η ανανεωμένη Πανενωσιακή Έκθεση Αγροτικής Οικονομίας, το κανάλι Βόλγα – Δον κλπ) είχε η μορφή του Ι. Β. Στάλιν. Αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με πολλούς σύγχρονους της “σταλινικής αρχιτεκτονικής”, η αναπαραγωγή της μορφής του ηγέτη αυτού δεν προκαλούσε αρνητικά συναισθήματα. Ο Στάλιν γινόταν αντιληπτός από την πλειοψηφία ως σύμβολο Νίκης, για τους σοβιετικούς εργαζόμενους ήταν “δικός τους”. Η “προσωπολατρία”, ως ένα βαθμό, είχε αυθόρμητο, φυσιολογικό χαρακτήρα.

(7)“Για την εξάλειψη των ακροτήτων στο σχεδιασμό και την κατασκευή” – έτσι ονομάστηκε το προγραμματικό κείμενο της 4ης Νοέμβρη 1955, το οποίο έβαλε τελεία στη σοσιαλιστική αρχιτεκτονική.

(8)Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να σημειωθεί ότι το κύριο επίτευγμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας στη στεγαστική πολιτική – το αναφαίρετο δικαίωμα στη στέγαση, υπήρχε μέχρι ακριβώς πριν την κατάρρευση το σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

(9)Επί Στάλιν, το μάθημα της αρχιτεκτονικής (στο οποίο δίδασκαν οι καλύτεροι αρχιτέκτονες της ΕΣΣΔ) ήταν υποχρεωτικό για τους μαθητές της Ανώτατης Κομματικής Σχολής.

(10)Ταυτόχρονα υπήρξε και ένα αντίθετο προτσές – η χρησιμοποίηση στοιχείων της κλασικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (για παράδειγμα, ο σχεδιασμός σταθμών μετρό), όμως είχε περιορισμένο χαρακτήρα και δεν καθόρισε το κύριο προτσές ανάπτυξης, ή ακριβέστερα, παρακμής της σοβιετικής αρχιτεκτονικής.

(11)Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ως μοντέλο λαμβάνεται ακριβώς ο δυτικός μοντερνισμός, ενώ η σοβιετική εμπειρία της αρχιτεκτονικής πρωτοπορίας των δεκαετιών ’20 – ’30 (στην οποία η επαναστατική εποχή, παρ’ όλα αυτά, επέβαλε ένα σημαντικό ανθρωπιστικό αποτύπωμα) δεν λαμβάνεται καθόλου υπ’όψη.

(12)Ανεκπλήρωτο, ευτυχώς, παρέμεινε το σχέδιο “εκσυγχρονισμού” του ιστορικού κέντρου του Λένινγκραντ – της Λεωφόρου Νιέφσκι.

(13)Με αυτό σχετίζεται η αυξανόμενη φιλοσοβιετική ρητορική: η επιστροφή της μουσικής του σοβιετικού ύμνου, της κόκκινης σημαίας της Νίκης στις Ένοπλες Δυνάμεις, οι αναφορές από την εξουσία για πιθανότητα επιστροφής της ιστορικής ονομασίας του Στάλινγκραντ (σ.parapoda:βλ.εδώ)

Το κείμενο υπάρχει στα ρώσικα εδώεδώ και εδώ.

Πηγή: parapoda.wordpress.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το