Σχετικά με την Αρχιτεκτονική Κληρονομιά

Ως αρχιτεκτονική κληρονομιά νοείται το σύνολο των μεμονωμένων κτηρίων ή συνόλων της κάθε χώρας τα οποία αποτελούν «Μνημεία». Η βασική λειτουργία του Μνημείου είναι να αναπτύσσει την ανθρώπινη μνήμη σαν ένας κρίκος ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, διατηρώντας ζωντανή την ιστορική μνήμη και προκαλώντας ερεθίσματα στην πλειοψηφία της κοινωνίας ανεξάρτητα από καταγωγή ή προέλευση.

Η έννοια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς δεν περιορίζεται μόνο στα μεγάλα – σημαντικά Μνημεία «εθνικής σημασίας», αλλά επεκτείνεται σε κτήρια και κάθε είδους κτίσματα και κατασκευές που αποτελούν δείγματα της οικοδομικής δραστηριότητας του παρελθόντος, από τα αρχαιότατα χρόνια ως τις μέρες μας. Ως προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς θεωρείται η διατήρηση και η συντήρηση των Μνημείων, μέσω της διαφύλαξης όσο το δυνατόν περισσοτέρων από τις αξίες που αυτά περιέχουν και σύμφωνα με αυτούς τους όρους απόδοση σε αυτά συμβατών χρήσεων, προκειμένου να λειτουργούν προς όφελος της κοινωνίας ως τμήματα του δομημένου περιβάλλοντος της χώρας.
Στην Ελλάδα η καταστροφή που υπέστησαν μεμονωμένα Μνημεία και ιστορικά σύνολα από την εντελώς ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 είναι τεράστια. Το ελληνικό κράτος ακόμα και σήμερα συνεχίζει να αδιαφορεί. Χαρακτηρίζει Μνημεία μεμονωμένα κτήρια ή ακόμη και σύνολα και μετά τα αφήνει έρμαια στη φθορά του χρόνου.
Αφήνει την τύχη τους στη «συνείδηση» του εκάστοτε ιδιώτη, προκειμένου μόνος να χρηματοδοτήσει τη δυσβάσταχτη συντήρηση τους, μέσα από ένα κυκεώνα δημόσιων υπηρεσιών που μόνο απαιτούν (για παράδειγμα, μόνο για την έκδοση μιας οικοδομικής άδειας για την αποκατάσταση μιας διώροφης οικίας στην περιοχή της Πλάκας, η μελέτη πρέπει να περάσει από πέντε διαφορετικά συμβούλια και μπορεί να χρειαστούν πέντε – έξι χρόνια για να εγκριθεί).
Αλλά ακόμα και τα δημόσια Μνημεία όπως είναι το συγκρότημα των προσφυγικών πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας αφήνονται στην ερείπωση, παρά τις όποιες εξαγγελίες έχουν γίνει ανά καιρούς για την αποκατάστασή τους.
Αφορμή για το κείμενο αυτό είναι οι τόνοι δακρύων που χύθηκαν πριν πό κάμποσο καιρό από τα ΜΜΕ και τους διάφορους «αρμόδιους» φορείς για το γκράφιτι στην όψη του Πολυτεχνείου. Δάκρυα για το χάλι του Αθηναϊκού κέντρου και τον βανδαλισμό του ιστορικού αυτού Μνημείου.
Το κτηριακό συγκρότημα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αποτελεί ένα μνημειακό σύνολο της αρχιτεκτονικής του νεοκλασικισμού, (με εξαίρεση τα πίσω κτήρια). Η ίδια η όψη του Πολυτεχνείου έχει από μόνη της αυθύπαρκτο σχήμα που εξυπηρετεί ορθά ένα αρχιτεκτονικό σύνολο που χαρακτηρίζει μια εποχή και που αναμφισβήτητα πρέπει να διασωθεί.
Το ίδιο το γκράφιτι ήθελε τάχα να εκφράσει τη μαυρίλα της Αθήνας, της αισθητικής των κτηρίων της, της κοινωνικής κατάστασης, της εξαθλίωσης. Όποια άποψη για την τέχνη και αν ήθελε να εκφράσει το γκράφιτι, ήρθε να την εκφράσει καταστρέφοντας την τέχνη πάνω στην οποία «πάτησε». Γιατί άραγε ο διαμαρτυρόμενος καλλιτέχνης βρήκε πιο «εύκολο» να εκφραστεί πάνω σε ένα δημόσιο Μνημείο, εγκαταλελειμμένο πρακτικά από το κράτος, και δεν χρησιμοποίησε για διαμαρτυρία, ένα ιδιωτικό κατά κανόνα ακαλαίσθητο μεγαθήριο, από αυτά που πραγματικά προσβάλλουν την όψη της πόλης;
Ακόμα και στη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973, η ίδια αυτή όψη δεν χρειάστηκε να αλλάξει προκειμένου να εκφραστεί το μήνυμα της εξέγερσης. Η Αθήνα και η νεολαία της ξεσηκώθηκαν ενάντια στη χούντα και οι δρόμοι γύρω από το Πολυτεχνείο γέμισαν, χωρίς κανείς να ενοχλείται από τον νεοκλασικισμό του κτηρίου.
Όμως με αυτήν την αφορμή ξεκίνησε μια εντελώς υποκριτική δημόσια συζήτηση περί αισθητικής και αφέθηκε για άλλη μια φορά στο παρασκήνιο η ανάγκη του λαϊκού κινήματος να διεκδικήσει πραγματική χρηματοδότηση από το κράτος ώστε να προστατευθούν, να συντηρηθούν, να αναδειχθούν τα ιστορικά Μνημεία αυτής της χώρας. Διαλαλώντας την ιστορική μνήμη που εμπεριέχουν, θυμίζοντας την ιστορία αυτού του τόπου και ερεθίζοντας για νέες κατακτήσεις.
Ένα λαϊκό κίνημα που ορμώμενο από την ιστορία του θα μπορέσει και να θέσει το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης στον δημόσιο χώρο, μέσα από οποιαδήποτε μορφή τέχνης, διεκδικώντας από το κράτος τους χώρους (υπαίθριους και στεγασμένους) και τα μέσα, ώστε να υπάρχει ένας καθημερινός διάλογος καλλιτεχνικός αλλά και κοινωνικός, μέσα στην πόλη.

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το