Του Αζίζ Νεσίν

Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή ειναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: “σώπα”.

Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: “εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!”

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
“κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ… σώπα!”

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
“Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε,
“θα βρείς το μπελά σου, σώπα”.

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
“Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα”

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά ,
η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε “σώπα”.

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:
“Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα”
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γειτονες, μας ένωνε, όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ενας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του “Σώπα”.
και μαζευτηκαμε πολλοί,
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Ευκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το “Σώπα”.

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν’την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απο το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λές “έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς”
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.

Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς ,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .

Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμησεις. Κόψε τη γλώσσά σου.

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψιθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λεει:

Mίλα!

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το