Η Ντανιέλα με την κόκκινη μύτη ήξερε να μιμείται το κλάμα ενός μωρού, το κρώξιμο των βατράχων, τη φωνή που κάνει ο αρσενικός ερωτευμένος σπίνος και τη βροντερή σύγκρουση των σύννεφων που κατεβαίνουν, τρέχοντας από τις Άνδεις, πάνω απ’ το Σαντιάγκο.
Γιατί η Ντανιέλα ήταν μίμος.
Ήξερε να μιμείται ακόμα και το βρυχηθμό του λιονταριού αλλά έτσι όπως ήταν μικρόσωμη και είχε κόκκινη μύτη, κανένας δεν φοβόταν.
Ο βρυχηθμός της Ντανιέλας έφερνε μόνο γέλιο γιατί η Ντανιέλα ήταν ένας μίμος.
Ξεκινώντας τα νούμερά της, τραγουδούσε,
Ένας παλιάτσος είμαι εγώ, καλή σας μέρα. Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ.


Μόνο όταν μιμήθηκε πρώτη φορά τη φωνή του Αουγκούστο, του χάρου με τα παράσημα, οι θεατές άκουσαν μια ύαινα την ώρα που κατασπαράζει σάρκες.
Εκείνη τη φορά η Ντανιέλα ήταν τρομαχτική κι ας ήταν το ίδιο μικρόσωμη και με την ίδια κόκκινη μύτη.
Κανένας δε γέλασε.
Το ίδιο κι όταν μιμήθηκε ένα ελικόπτερο που απογειώθηκε από την Colonia Dignidad και κουβαλούσε δυο νέους με χειροπέδες. Μάλιστα οι θεατές της, έσκυψαν για να μην τους πάρει το κεφάλι ο έλικας, που γυρνούσε σα δαιμονισμένος.
Δε χρειάστηκε να μιμηθεί καν τον ήχο που έκαναν τα σώματα των δυο παιδιών, πέφτοντας με δύναμη στα ανοιχτά του κόλπου Σαν Αντόνιο.
Τον ήχο του θανάτου, άλλοτε στη μέση της θάλασσας, άλλοτε στον ξερό κρότο της σφαίρας σ ένα κελί ή στις επαναλαμβανόμενες ριπές ενός μυδράλιου μπροστά από ομαδικό τάφο, οι Χιλιάνοι τον ήξεραν καλά.
Έτσι η Ντανιέλα δεν αποπειράθηκε ποτέ ξανά να τον μιμηθεί. Δεν ήθελε γενικά να μιμείται τον πόνο και το θάνατο. Είχαν φορτωθεί οι Χιλιάνοι με τόσο αληθινό πόνο και τόσο αμετάκλητο θάνατο, που δεν είχε κανένα λόγο να τους φορτώνει με την προσποίησή τους.
Όταν γέμισαν οι δρόμοι του Σαντιάγκο, με φωνές και βήματα και απ΄την πλατεία των Los Sacramentinos ακούστηκε βροντερό το σύνθημα, Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος, η Ντανιέλα βγήκε στους δρόμους με την κόκκινη της μύτη.
Είχε δει μια χορεύτρια που στροβιλιζόταν με κόκκινο φόρεμα μπροστά από την γκρίζα ασχήμια των τανκς, είχε δει το κόκκινα μάτια των παιδιών που τυφλώθηκαν από πλαστικές σφαίρες και το κόκκινο αίμα αυτών που έπεσαν στο δρόμο και δε σηκώθηκαν ποτέ.
Σκέφτηκε λοιπόν, πως σε όλο αυτό το κόκκινο, ταίριαζε και η κόκκινη της μύτη.
Τη φόρεσε και βγήκε στους δρόμους να μιμηθεί την ελευθερία.
Ήξερε να το κάνει καλά. Κινούνταν, σα να πετούσε λίγο πάνω από την άσφαλτο, είχε τσαχπινιά και σπίθες στο βλέμμα και τραγούδησε γλυκά και αποφασισμένα το Los Libertadores.
Την πήραν κάποιοι που έμοιαζαν με τις ύαινες του Αουγκούστο.
Η Ντανιέλα βρέθηκε, πριν δυο μέρες, πολύ χτυπημένη, να κρέμεται από μια θηλιά.
Και πάλι, δεν μιμήθηκε ούτε τον πόνο ούτε το θάνατο.
Τα έζησε.
Το κόκκινο στο πρόσωπο της, δεν ήταν η κόκκινή της μύτη.
Ήταν το αίμα της.
Μετά η Ντανιέλα πέταξε πολύ πάνω από την άσφαλτο, μέχρι που χάθηκε.

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το