Για ν’ αφηγηθείς ένα παραμύθι της αγκινάρας παίρνει πάνω από μια ώρα. Εξαρτάται πόσο γρήγορα γλείφεις τα φύλλα της και πόσο ψωμί παπαριάζεις στο πράσινο ζουμί.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Κάποια απ’ αυτές τις μέρες τρώμε πάντα βραστές αγκινάρες. 
Όχι πολίτικες, που έχουν την παχιά γεύση του αυγολέμονου. Ούτε φρικασέ με αρνί. Ούτε αγκινάρες της Ιερουσαλήμ που τις λέμε και ρίζες του ήλιου κι είναι ζαχαρωτές σαν γλυκοπατάτες. Απλές, πολύφυλλες, ολόκληρες και νερόβραστες, με αλάτι, λεμόνι και φρέσκο λάδι.
Το ξεφύλλισμα τους πασαλείβει τα δάχτυλα, τα γλείφεις και συνεχίζεις ως τον πάτο . Είναι μια περιπέτεια αλλά σ’ όποιον αρέσουν οι περιπέτειες κι ο πάτος της αγκινάρας, το κάνει πάντα θαρρετά κι υπεύθυνα.
Η αδερφή μου, όταν ήμασταν παιδιά, γκρίνιαζε. Η μάνα μου έσκαγε. Ερχόμουν τότε ως ενδιάμεση ειρηνευτική δύναμη. “Φατην και θα σου πω ένα παραμύθι της αγκινάρας”.
Ήξερε το τελετουργικό. Μου έδινε ένα- ένα τα γλειμμένα φύλλα, να διαβάσω τα γραμμένα πάνω τους. Στα πρώτα φύλλα, πριν κορυφωθεί η πλοκή, βαριόταν κι έγλειφε αργά. Όταν όμως η περιπέτεια έφτανε στο αναπάντεχο, ξεφύλλιζε με μανία και καθώς δεν προλάβαινα, πετούσα στο τσανακάκι για τα φλούδια, φύλλα αδιάβαστα. Στο τέλος πια που ο γλυκός πάτος της αγκινάρας την ξετρέλαινε και κρεμόταν απ’ το στόμα μου γιατί κι ο ήρωας του παραμυθιού κρεμόταν κι αυτός ανάμεσα στη δόξα και το στόμα του δράκου, έπαιρνα κι εγώ εκδίκηση, με μια άκαρδη επιβράδυνση της αφήγησης.
Είχα κουραστεί βέβαια και λίγο, να φαντάζομαι, να μιλώ, να γλείφω τα φύλλα της δικής μου αγκινάρας, τα δάχτυλά μου και να μελετώ με περίσκεψη τα γλειμμένα της αδερφής μου.
Αλλά έτσι είναι τα παραμύθια. Έχουν τον κόπο τους. Όμως στο τέλος, το λίγο ζουμί που έμενε με τη γλύκα της αγκινάρας και τη ξίνα του λεμονιού, ήταν ένα αντίδωρο. Άσε που αν δεν έβλεπε κανένας, εννοώ από τρίτου βαθμού συγγένεια και πέρα, σήκωνα το πιάτο και ρουφούσα λαίμαργα το γλυκόξινο αντίδωρο.
Κάποια φορά, πήγαμε στο περβόλι της Σταματινής στο Λιβάδι .
Η Σταματινή ήταν η καλή γυναίκα και η καλή μαγείρισσα στο συσσίτιο του σχολείου. Το πληγούρι στο καζάνι της γινόταν λιχουδιά. Μου λέει.
– Τις τρως τις αγκινάρες;
– Αμέ! Τις κάνω και παραμύθι.
– Θα μου πεις κι εμένα ένα κι εγώ θα σου πω το μυστικό τους.
– Πρώτα το μυστικό.
– Άκου και να το ξέρεις μόνο εσύ. Η αγκινάρα είναι ένα λουλούδι, που δεν άνθισε ποτέ. Όταν την τρώμε, κάποια στιγμή ανθίζει μέσα μας.
Μαγεύτηκα. Μαγειρεύω συχνά αγκινάρες, με δέκα τρόπους.
Μια φορά όμως το χρόνο, τις κάνω νερόβραστες, με μπόλικο παπαριασμένο μαύρο ψωμί.
Είναι η εποχή που θέλω να νιώσω ν’ ανοίγει μέσα μου ένα λουλούδι.

Νίνα Γεωργιάδου

 

Δείτε και αυτό:

 

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το