Basta fascista!

Μόλις 23 ετών, ο Jordan Bardella είναι το ανερχόμενο αστέρι του κόμματος της Marine Le Pen. Έχοντας τοποθετήσει στα προπαγανδιστικά κανόνια της επιχειρηματολογίας του τις οβίδες της αντιμετανάστευσης, της υπεράσπισης του ευρωπαϊκού πολιτισμού και των αξιών που αυτός πρεσβεύει, έναντι της μουσουλμανικής επέλασης στη Γηραιά Ήπειρο και, φυσικά, τη ριζική αναδιαμόρφωση της ΕΕ, φαντάζει ένα από τα φαβορί για την κατάκτηση μιας θέσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εκεί, όπου το κόμμα του, Rassemblement National αποτελεί μέλος μιας συμμαχίας ευρωπαϊκών εθνικιστικών κομμάτων (ENF) που στοχεύουν, όπως διατείνονται, να “ακουστεί η – αντισυστημική, βεβαίως, βεβαίως, φωνή τους, σε όλη την Ευρώπη”.

“Είναι καιρός να πάρουμε πίσω την εξουσία, ήρθε η ώρα να νιώσουμε και πάλι στο σπίτι μας”, δήλωνε ο Bardella σε πρόσφατη ομιλία του κι ενώ όλες οι προβλέψεις μιλούσαν για υπερδιπλασιασμό του αριθμού των ευρωβουλευτών της άκρας Δεξιάς, με τους πιο τολμηρούς να προβλέπουν τον έλεγχο εκ μέρους της του 18% των εδρών του Ευρωκοινοβουλίου [NBC, 17/5/2019, « Far-right has a message before European Parliament elections: ‘We’re coming’»].

Πρότυπο τού πολλά υποσχόμενου ακροδεξιού υποψηφίου είναι, ποιος άλλος(;), ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών της Ιταλίας και, σύμφωνα με τις κακές γλώσσες πέριξ του Παλάτσο Μοντετσιτόριο , μελλοντικός ένοικος του ιταλικού πρωθυπουργικού μεγάρου, ο κ. Σαλβίνι. Με πρωτοβουλία του οποίου, το περασμένο Σάββατο, σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί η δυναμική του νεοφασιστικού- ακροδεξιού ρεύματος σε Ιταλία και Ευρώπη, διοργανώθηκε στην Piazza Duomo του Μιλάνου κοινή εκδήλωση με τη Λεπέν, τον Γκέερτ Βίλντερς, καθώς και τον επικεφαλής της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Μεγάλος απόντας, βέβαια, ήταν ο  Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος όμως έχει δηλώσει τη στήριξή του στον Σαλβίνι και την πρόθεση να συνεργαστεί μαζί του μετεκλογικά.

Προηγουμένως, ο Ιταλός είχε προειδοποιήσει, διαπνεόμενος, ενδεχομένως, από τις φιλελεύθερες αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες να μην πατήσουν στη χώρα του, γιατί «ούτε στα παιδιά τους θα επιτραπεί να πάνε σχολείο, ούτε θα νομιμοποιηθεί η παραμονή τους, ούτε θα τους παροχετευθεί δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη», ενώ, θα τιμωρείται με πρόστιμο όποιος βοηθά στην περισυλλογή τους από τη θάλασσα.

Ο κ. Σαλβίνι δηλώνει πατριώτης.

Έχουμε τονίσει και σε παλαιότερο σημείωμά μας ότι η Ιταλία είναι μία από τις ελάχιστες χώρες (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται, αλίμονο, κι η Ελλάδα) με αισθητά χαμηλό ποσοστό τιμωρίας των αξιωματούχων, των μελών και των συνεργατών του φασιστικού καθεστώτος. Όπως, άλλωστε, είχε παραδεχθεί ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές στιγμές ο Παλμίρο Τολιάτι, υπουργός Δικαιοσύνης και Γ.Γ. του άλλοτε κραταιού ΚΚΙ, ήταν «πρακτικά αδύνατο να διωχθούν όλοι όσοι είχαν λάβει ταυτότητα του Φασιστικού Κόμματος».

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του αρχιδικαστή Gaetano Azzariti, o οποίος είχε εφαρμόσει τους αντισημιτικούς νόμους του καθεστώτος στη δεκαετία του ’30 και μεταπολεμικά αναρριχήθηκε στην κορυφή του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας, με την προτομή του να κοσμεί μέχρι και σήμερα τις δικαστικές αίθουσες της Ρώμης [ Ηistory Today, 24/7/2018, «Forgetting Fascism-Never fully exorcised, the memory of Italy’s fascist past is fading»]

Ωστόσο, αποτελεί αυτό το γεγονός αναγκαία και ικανή συνθήκη, επεξηγηματική του φασιστικού αποθέματος ιδεών, το οποίο κατάφερε να παραμείνει παρόν στην πορεία της Ιστορίας;

Όπως καταλαβαίνετε, έχουμε διαφορετική άποψη. Πρώτον, διότι ο φασισμός εκπροσωπήθηκε μεταπολεμικά στην κεντρική ιταλική πολιτική σκηνή από το μοναδικό κόμμα της Δεξιάς, το Movimento Sociale Italiano (MSI). Δεύτερον, γιατί δεν θα υπήρχε η κοινωνική νομιμοποίηση της φασιστικής ρητορικής και ενίσχυσης των φασιστικών πρακτικών από τον Σαλβίνι, αν προηγουμένως δεν είχε προλειάνει το έδαφος ο ντροπαλός ακροδεξιός με το καρφιτσωμένο χαμόγελο, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Εξηγούμαστε.

Το 1994, η Ιταλία πέρασε από την Πρώτη στη Δεύτερη Δημοκρατία. Θεσπίστηκε ένα νέο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, το οποίο είχε σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται η δημοκρατική εναλλαγή στην εξουσία των δύο μεγάλων κομμάτων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο τα λεγόμενα κεντροδεξιά κόμματα έπρεπε να επανανοηματοδοτήσουν την πολιτική τους ύπαρξη. Μια από τις λύσεις; Η επαναφορά στον δημόσιο λόγο της νοσταλγίας και του θαυμασμού του φασιστικού καθεστώτος και του Μουσολίνι προσωπικά.

Κόμματα όπως το Alleanza Nazionale του Φίνι, έκλεισαν μια για πάντα την πόρτα του φιλελευθερισμού, ενώ άλλα, όπως το Lega Nord και το Forza Italia του Μπερλουσκόνι αποτέλεσαν τον κομματικό πόλο που φέρει τον εύγλωττο χαρακτηρισμό του «φασισμού της νέας χιλιετίας».

«Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι», εξηγούσε πριν μερικά χρόνια ο ακαδημαϊκός Roberto Chiarini,    «ήταν αυτός που έκανε το πρώτο επίσημο βήμα για να βγει η άκρα Δεξιά από τη γωνία της κοινωνικής απαξίωσης, λίγο προτού λάβει την απόφαση το ’93 να κατέλθει στον πολιτικό στίβο»[ E. Galli della Loggiaa, “Una destra diversa’’, Φεβρουάριος 2012 ]Κι αφού κατάφερε να ασκήσει την κατάλληλη επιρροή ( διάβαζε έλεγχο των ΜΜΕ) ώστε οι φασιστικές ιδέες του να γίνουν αποδεκτές και πολιτικοί όπως η Αllesandra Mussolini, πρώην σημαίνον στέλεχος του MSI, να εμφανιστούν στο πεδίο της κυρίαρχης εξουσιαστικής διελκυστίνδας, κατέκτησε την πλειοψηφία, καθιστώντας σαφές ότι, όχι μόνο είχε μεγάλο αριθμό οπαδών, αλλά και την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης…

                                      (Bενετία, 2003)

Έτσι, φτάσαμε στο σημείο δηλώσεις του Καβαλιέρε όπως αυτή: «ο Μουσολίνι έστελνε ανθρώπους για διακοπές σε ένα γραφικό νησί της Μεσογείου» και αυτή: «με εξαίρεση το μέγιστο σφάλμα του, τους φυλετικούς νόμους, ο Μουσολίνι έπραξε ορθά» (πάντα υπό το πρίσμα ότι ο φασισμός ήταν δικτατορία, αλλά όχι τόσο βάναυση όσο ο ναζισμός) να θεωρούνται αποδεκτές- ενδεικτικές της πολιτικής παράδοσης της χώρας.

Πάνω σε αυτό τον δρόμο, της λήθης, του μίσους, της συστηματικής προπαγάνδας και του ευτελισμού του πρώτου άρθρου του μεταπολεμικού Συντάγματος της Ιταλίας, που αναφέρεται στη φύση του πολιτεύματος, βάδισε ο Σαλβίνι. Ιδανική πορεία για έναν αμφιλεγόμενο –στην καλύτερη- πολιτικό που αναπήδησε μέσα από τις χωματερές της Ιστορίας.

Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις μισαλλόδοξες απόψεις του…

Ο Σαλβίνι ανέλαβε τα ηνία τoυ Lega, έπειτα από την ανάμειξη τού μέχρι τότε ηγέτη του κόμματος Umberto Possi, στο σκάνδαλο απάτης και υπεξαίρεσης από το ιταλικό κράτος τού διόλου ευκαταφρόνητου ποσού των 49 εκατ. δολαρίων.

Κοιτώντας τις σημειώσεις μας αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το όνομα κάπου το έχουμε ξαναδεί… Μα, ναι!  Ήταν η υπογραφή του Possi, η οποία, από κοινού με εκείνη του Φίνι, στις αρχές της δεκαετίας μας ποινικοποίησαν τη μετανάστευση και την παράνομη είσοδο στη χώρα. Ήταν, ακόμη, τα ίδια πρόσωπα που έθεσαν σε εφαρμογή τη ναζιστικής έμπνευσης λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων από τα παιδιά των τσιγγάνων, νομιμοποιώντας παράλληλα τις πολιτοφυλακές εθελοντών, οι οποίες εντόπιζαν και παρέδιδαν στις Αρχές παράτυπους μετανάστες. Ένας από τους επικεφαλής αυτών των κεκαλυμμένων ταγμάτων μελανοχιτώνων ήταν ο Mario Borghezio, ευρωβουλευτής του Lega σήμερα, στενά συνδεδεμένος με νεοφασιστικές κινήσεις, τις πλάτες των οποίων βαραίνουν ήδη τρία καταγεγραμμένα εγκλήματα μίσους[https://rowman.com/ISBN/9781498510707/Eurasianism-and-the-European-Far-Right-Reshaping-the-Europe%E2%80%93Russia-Relationship].

Φίλοι των εργατών… μόνο στα λόγια

Το κόμμα του Σαλβίνι κατήλθε στις εκλογές του 2018 θέτοντας στο επίκεντρο του προγράμματός του, εκτός της λήψης δρακόντειων μέτρων για τη μετανάστευση, την υπόσχεση για βελτίωση των μισθών, της απασχόλησης και των συνθηκών εργασίας των Ιταλών εργαζομένων, εξαγγέλλοντας μάλιστα φορολογικές μεταρρυθμίσεις που θα εξομάλυναν σε έναν βαθμό τον δείκτη ανισότητας στη χώρα.

Όταν, βέβαια, ο Σαλβίνι και οι συν αυτώ κλήθηκαν να απεκδυθούν την εύχρηστη, φιλεργατική λεοντή καμουφλαρίσματος και να κλείσουν τις εισόδους των φορολογικών σπηλιών του Αλή Μπαμπά των μεγάλων πολυεθνικών, τότε, χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό, απέρριψαν την πρόταση για τη δημιουργία μιας Αρχής που θα έλεγχε ή καλύτερα θα κρατούσε τα προσχήματα στο όργιο φοροδιαφυγής των εταιρικών γιγάντων.

Την ίδια θέση κράτησαν οι κομπογιαννίτες του υπερπατριωτισμού αλά ιταλικά, οι οποίοι συνιστούν τον ρατσισμό δια πάσαν πολιτική νόσον και πάσαν μαλακίαν , απορρίπτοντας την επιβολή ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή της τάξης του 25% επί των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, την ίδια στιγμή που 1 στους 4 Ιταλούς κινδύνευε να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας.

Και, τότε, πώς θα έρθουν οι επενδύσεις αν δεν δημιουργηθεί το κατάλληλο επιχειρηματικό περιβάλλον, ρε «σταλίνες», ωρύονται διαβάζοντας τούτες τις γραμμές τα διάφορα «τζημεροειδή» και οι κλακαδόροι τού απροκάλυπτα νεοφιλελεύθερου αρχηγού της εν Ελλάδι αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Χαλαρώστε, θα τους απαντήσουμε, άλλη μια φορά. Γνωρίζουμε ποιων οικονομικών συμφερόντων υπηρέτες είστε. Απλώς, ορισμένες φορές, ένεκα της ρημάδας της νομιμοποίησης της αντιλαϊκής και κομπραδόρικης αστικής πολιτικής, διαμέσου της κάλπης, αναγκάζεστε να συγκρατείτε τον, κατά τα άλλα, αχαλίνωτο ταξικό εαυτό σας.

Τακτική την οποία δεν είχε κανέναν λόγο να ακολουθήσει, όπως κι έγινε, ο Vincenzo Boccia, πρόεδρος της Confidustria, του ιταλικού ΣΕΒ, δηλώνοντας την αμέριστη συμπαράστασή του στις προσπάθειες –προς όφελος ποιων, άραγε- που καταβάλλει το Lega για τη χώρα. Για να υπερθεματίσει εξαίροντας την «ιστορική σχέση πολλών από τους επιχειρηματίες τηςConfidustria, με τους κυβερνήτες- μέλη του Lega, περιφερειών όπως το Veneto, το Lombardy και το Friuli Venezia Giulia» [IlFattoQuotidiano.it, 29/9/2018, «Boccia: “Crediamo nella Lega”. Calenda: “Vergogna, Confindustria mai così”. La replica: “Lui non sa organizzare le cene”»].

Στο σημείο αυτό να θυμίσουμε ότι η Confidustria είναι μέλος του Business Europe, του μεγαλύτερου επιχειρηματικού λόμπι στην ΕΕ, με διαύλους επικοινωνίας σε όλα τα ραφινάτα σαλόνια των Βρυξελλών.

Γιατί τ’ αναφέρουμε; Ίσως γιατί αποδεικνύει τον θεατρινισμό και την πολιτικό τυχοδιωκτισμό του φασισμού, ενταγμένα αμφότερα στην τερατώδη προσπάθεια υπεράσπισης της κεφαλαιοκρατίας.

Εν ολίγοις, τη στιγμή που το Lega και η ακροδεξιά γκρούπα στην οποία ανήκει στο ευρωκοινοβούλιο (ENF), δια στόματος της Mara Bizzoto- αναπληρωματικής στη θέση του Σαλβίνι- επέκρινε την ΕΕ χαρακτηρίζοντάς την «δούλο των τραπεζών και υπηρέτη μιας οικονομικής πολιτικής που σφαγιάζει τους Ιταλούς πολίτες», ταυτόχρονα ο ευρωβουλευτής του κόμματος Angelo Ciocca υπερήφανα δημοσίευε στην ιστοσελίδα του τα όσα ειπώθηκαν στις επτά συναντήσεις του με την Confidustria και τα παρακλάδια της, Assolombarda και FarmIndustria, τον Σεπτέμβριο του 2017.

Κι αν στην αγαστή συνεργασία μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματιών δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό (περί ταξικής μεροληψίας μιλάμε), δεν είμαστε σίγουροι αν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο για τις σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα και τη μαφία.

Αναφερόμαστε εκ νέου, στον Angelo Ciocca και τις δικαστικές του περιπέτειες για τον ρόλο που έπαιξε ως περιφερειακός σύμβουλος σε υποθέσεις στις οποίες είχε απλώσει τα πλοκάμια της η πανίσχυρη μαφιόζικη οργάνωση ‘Ndràngheta (υπεύθυνη για τον θάνατο 4 χιλ. ανθρώπων τα τελευταία 30 χρόνια), αλλά και στην πρόσφατη υπόθεση διαφθοράς στο υπουργείο Ενέργειας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Financial Times, o τέως πλέον υφυπουργός Ενέργειας φέρεται να έλαβε μίζα για την προώθηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από έναν επενδυτή, ο οποίος συνδέεται στενά με τη σικελική μαφία [Financial Times, 3/5/2019, «Italy’s PM intervenes as corruption case threatens coalition»].

Δεν κομίζουμε γλαύκας εις Αθήνας, το γνωρίζουμε.

Παρόλα αυτά, ερχόμαστε ταπεινά, αφενός να υπενθυμίσουμε τα πεπραγμένα εκείνων που λερώνουν τον πολιτικό και κοινωνικό μας βίο, υποσχόμενοι, τάχα μου, να φέρουν την κάθαρση, αφετέρου να φωτίσουμε τον διττό ιστορικό τους ρόλο. Εκείνον που τους θέλει να αποτελούν το φρικώδες αντίπαλο δέος των κομμάτων της αστικής διαχείρισης που κατασκεύασαν τους κοινωνικούς πυλώνες τροφοδότησής τους κι εκείνον που τους εργαλειοποιεί ως βολικό ανάχωμα εγκλωβισμού της κοινωνικής δυσαρέσκειας έναντι των εφαρμοζόμενων οικονομικών πολιτικών.

Θα καταφέρει να παγιώσει τη θέση της σε πανευρωπαϊκή κλίμακα η άκρα Δεξιά; Δεν μπορούμε να απαντήσουμε με βεβαιότητα.

Ωστόσο, η ανυπαρξία ή η ημιθανής κατάσταση ενός γνήσιου εργατικού, λαϊκού κινήματος με ριζοσπαστικό πρόγραμμα στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών (η Ελλάδα, μεταξύ άλλων, με τις ιδιαιτερότητές της, αποτελεί φωτεινό παράδειγμα) δεν μας επιτρέπει να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι η κάλπη της Κυριακής αποτελεί τον οδικό χάρτη της ΕΕ και της Ευρώπης γενικότερα για την έξοδο ή τον περαιτέρω εγκλωβισμό  μας στον πολιτικό λαβύρινθο της επόμενης πενταετίας.

Δημήτρης Κουλάλης – imerodromos.gr


 

Δείτε και αυτό:

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το