PETERLOO – ΤΟΥ ΜΑΪΚ ΛΗ

Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ (2018)

Το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων (1815), σφραγίζεται από τη μάχη του Βατερλό, την καθοριστική ήττα του Γάλλου αυτοκράτορα και το τέλος της εξουσίας του.

Στο αιματοβαμμένο πεδίο της Φλάνδρας, ένας σαλπιγκτής του Βρετανικού στρατού, διασώζεται λίγο-πολύ τυχαία από το θανατικό, και ξεκινάει ένα εξαντλητικό ταξίδι επιστροφής στο γενέθλιο Μάντσεστερ, όπου βρίσκει την προλεταριακή οικογένειά του σε κατάσταση ανησυχητικής ένδειας. Το κόστος του δαπανηρού πολέμου, έχει μετακυλιστεί σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πλάτες της εργατικής τάξης, η οποία εκτός από την ανεργία και τις δραστικές περικοπές του μεροκάματου, βρίσκεται αντιμέτωπη με τον πρώτο από τους “νόμους των σιτηρών”, κύριο μέτρο της μερκαντιλιστικής πολιτικής, που λειτουργεί επί της ουσίας απαγορευτικά για την εισαγωγή σιτηρών, με άμεση συνέπεια τη δραστική αύξηση της τιμής του ψωμιού, αλλά και των ειδών πρώτης ανάγκης γενικότερα.

Στο ξεκίνημα του 1819, οπότε η οικονομική κρίση βρίσκεται στο ζενίθ της, η λαϊκή απαίτηση για επέκταση του δικαιώματος ψήφου σ’ όλον τον αντρικό πληθυσμό, και δη στην κομητεία του Λανκασάιρ (που δεν εκπροσωπείται καν στο Κοινοβούλιο), οξύνεται από την ένταση της εξαθλίωσης, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό στην παρατεταμένη ανεργία στον κλάδο της υφαντουργίας, που συγκεντρώνεται κυρίως στο Λανκασάιρ και την πόλη του Μάντσεστερ.

Φοβούμενοι μια γενικευμένη εξέγερση στα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης, οι εκφραστές της Αγγλικής ολιγαρχίας εντείνουν την καταστολή• αντίστοιχα οι εργατικές και λαϊκές αντιδράσεις μαζικοποιούνται με ραγδαίους ρυθμούς.

Για όσους αναρωτιούνται γιατί η αρμόδια Επιτροπή στις Κάννες απέρριψε την ταινία του προοδευτικού (και πολυβραβευμένου) Βρετανού σκηνοθέτη [μεταξύ άλλων βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη στις Κάννες για το “Γυμνός” (1993), Χρυσός Φοίνικας πάλι στις Κάννες για το “Μυστικά και Ψέματα” (1996), Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για “Το μυστικό της Vera Drake” (2004) κ.ά.], η απάντηση είναι απλή: διότι η υπενθύμιση του ποια ήταν (και με τις δέουσες αναλογίες είναι ακόμα), η “κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία”, (για να θυμηθούμε το αποκαλυπτικό βιβλίο που γράφει ο Ένγκελς στα 1844 – με αφορμή τις προσλαμβάνουσες που έχει από το βιομηχανικό Μάντσεστερ), αλλά και ποια ήταν – και πόσο αντιπαραθετικά προς το προλεταριάτο και τα λαϊκά στρώματα στέκει αεί – η ολιγαρχία κι οι πάσης φύσεως εκπρόσωποί της, οι οποίοι παλαιόθεν αντιμετωπίζουν με χαρακτηριστική “δημοκρατική ευαισθησία” τις οικονομικές κρίσεις, σε μια περίοδο που η Βρετανία ταράζεται συθέμελα (βλ. Brexit – μ’ όλες τις ενδεχόμενες επιπτώσεις για τα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας), θεωρήθηκε λίαν δυναμιτιστική – και επικίνδυνη.

Γιατί ο Λη, αδιαφορώντας κραυγαλέα για το εμπορικό αντίκρισμα, έκανε μια ταινία άκρως αντι-ψυχαγωγική, άκρως πολιτική, και κυρίως, άκρως ταξική: Αποδραματοποιώντας πλήρως τη φρίκη και την καταστολή, φωτογράφισε με “ευρυγώνιο” φακό τη γενικευμένη κοινωνική πραγματικότητα του πρώτου τέταρτου του 19ου αιώνα στον τόπο του, τότε που η πολλά υποσχόμενη για τους αστούς ραγδαία εκβιομηχάνιση της Αγγλίας, καταδίκαζε το προλεταριάτο σε παρατεταμένη αθλιότητα, βαθαίνοντας έως μη περαιτέρω το έτσι κι αλλιώς αγεφύρωτο χάσμα. “Τέτοια είναι η παλιά πόλη του Μάντσεστερ – και ξαναδιαβάζοντας την περιγραφή μου, πρέπει ν’ αναγνωρίσω ότι μακριά απ’ του να ’ναι υπερβολική, τα χρώματά της δεν είναι αρκετά σκληρά για να μας παρουσιάσουν τέτοια που είναι τη βρώμα, το παμπάλαιο και την έλλειψη κάθε άνεσης, ούτε σε ποιο σημείο η οικοδόμηση αυτής της συνοικίας με τους 20.000 έως 30.000 τουλάχιστον κατοίκους της αποτελεί πρόκληση για όλους τους κανόνες της υγιεινής και του αερισμού. Και μια τέτοια συνοικία υπάρχει στην καρδιά της δεύτερης πόλης της Αγγλίας, και της πρώτης βιομηχανικής όλης του κόσμου”, έγραφε ο Ένγκελς δυόμισι δεκαετίες μετά τη σφαγή του Peterloo στο Μάντσεστερ.

Αργά, μεθοδικά, με ψυχρό ρεαλισμό και λυσσαλέα (έως και αντι-κινηματογραφική, θα μπορούσε να πει κανείς) εμμονή στη λεπτομέρεια (ατέλειωτοι, κουραστικοί κάποτε διάλογοι), ο Λη συνθέτει ένα πολύπτυχο ψηφιδωτό, αποδίνοντας αμείλικτα τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Κανείς από τους ιθύνοντες (της εξουσίας) δεν αθωώνεται: από τον ρουφιάνο που σπιουνάρει τις εργατικές συγκεντρώσεις, τον χαρτογιακά που ικανοποιεί χωρίς δεύτερη σκέψη τις ανθρωποφάγες ορέξεις των αφεντικών του, τον δικαστή που στέλνει εργάτες στην αγχόνη γιατί έκλεψαν ένα παλτό, τους κληρικούς που έχουν απαρνηθεί κάθε πίστη, τον αρχι-αστυνόμο που ορέγεται πρωί-βράδυ ανθρώπινη σάρκα, τον μεταρρυθμιστή αστό που αποποιείται μετά βδελυγμίας κάθε ουσιαστικό συγχρωτισμό με τους εκπροσώπους των εργατών (έξοχος ο Ρόρυ Κινίαρ ως Χένρι Χαντ), τον βασιλιά-ανδρείκελο που τρέμει το λαό του – όσο περίπου τρέμει μη λιγοστέψουν οι πομάδες του, όλοι ανεξαιρέτως υπερασπίζονται την εξουσία που τους θρέφει με κάθε κόστος• η απουσία κάθε ίχνους ηθικής, ζωγραφίζεται εξόχως παραστατικά. Όλοι ευθύνονται εξίσου για την απάνθρωπη σφαγή, όλοι ευθύνονται εξίσου για τη βαρβαρότητα που χαρακώνει ως το μεδούλι τον κορμό της “Μεγάλης” Βρετανίας. Μιας Βρετανίας που κατασπαράσσει χωρίς έλεος και χωρίς αιδώ τις χιλιάδες των παιδιών της εργατικής τάξης, που θεμελιώνουν με το αίμα τους το αστικό “μεγαλείο” της.

Στις 2 Αυγούστου του 1819, ο Τζόζεφ Τζόνσον, ιδρυτής της εφημερίδας Manchester Observer, που συμμετείχε και στην Πατριωτική Ένωση του Μάντσεστερ, γράφει σε γράμμα του προς τον Χένρι Χαντ: «Μόνο ερείπια και πείνα μας αντικρίζουν καταπρόσωπο [στους δρόμους του Μάντσεστερ και των γύρω πόλεων], η κατάσταση αυτής της περιοχής είναι πραγματικά φρικώδης, και πιστεύω ότι θα απαιτηθούν τεράστιες προσπάθειες, προκειμένου να αποτραπεί μια εξέγερση». Το γράμμα θα κλαπεί από κάποιον σπιούνο, και οι κυβερνητικοί ιθύνοντες θα επιλέξουν να θεωρήσουν την πιθανολογούμενη από τον Τζόνσον εξέγερση ως βέβαιο ενδεχόμενο, προκειμένου να στείλουν “αποφασιστικό μήνυμα”.

Εξήντα χιλιάδες λαού, εργάτες στη συντριπτική πλειοψηφία τους (κάποιοι αναφέρθηκαν και σε 80.000), συγκεντρώνονται για να διαδηλώσουν ειρηνικά την 16η Αυγούστου στο Σεντ Πήτερς Φιλντ του Μάντσεστερ• ο Χαντ δεν θα προλάβει να κλιμακώσει τη δεινή ρητορική του. Το 16ο σώμα Ουσάρων, θα πνίξει τη συγκέντρωση στο αίμα. Πάνω από 15 οι νεκροί, 500 περίπου οι τραυματίες.

Ο Λη δεν χαρίζεται ούτε στο προλεταριάτο, παρά την συστοίχισή του. Εμμέσως πλην σαφώς στηλιτεύει την ευπιστία του (δεν είναι βέβαια όλοι το ίδιο αφελείς, παρότι στο τέλος ευθυγραμμίζονται εν χορώ, χάριν ενότητας, με το πνεύμα του Χαντ), γίνεται άλλωστε γρήγορα σαφές, πως η κατά τα άλλα ψυχωμένη εργατική τάξη της Αγγλίας των αρχών του 19ου αιώνα, απέχει ακόμη παρασάγγας από το να είναι μια “τάξη για τον εαυτό της”.

Το μεγαλύτερο ίσως προσόν της ταινίας, είναι ότι εξαιτίας ακριβώς της έντονα αποδραματοποιημένης αφήγησης, αλλά και της καθαρότητας με την οποία αποτυπώνονται οι προθέσεις του δημιουργού της, διεγείρει ελάχιστα το συναίσθημα, και πολύ περισσότερο τη σκέψη. «Δεν γίνεται να συνεχίζουμε να ξεχνάμε τους αγώνες. Δεν γίνεται να συνεχίζουμε να ξεχνάμε τα γεγονότα, γιατί τότε καταλήγουμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, στα γνωστά χάλια». […] «Τα δύο πράγματα που προκύπτουν από οποιαδήποτε έρευνα γύρω από το Peterloo, είναι ότι ενέπνευσε τα ριζοσπαστικά κινήματα, κι έσπειρε τον τρόμο στις αρχές». […] «Η ταινία έχει να κάνει με τις φωνές που πρέπει να ακούγονται. Και με την άνοδο της ακροδεξιάς περίπου παντού, και τα αποτελέσματα της “δημοκρατίας” – που τα βλέπουμε στη Βρετανία με το Brexit, και στις Η.Π.Α. με την εκλογή του Τραμπ – τίθενται υπό αμφισβήτηση μια μακρά σειρά από πράγματα», καταθέτει ο Βρετανός σκηνοθέτης, παιδί του Μάντσεστερ κι ο ίδιος, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας.

Στις αναλογίες με τη σημερινή πραγματικότητα, αναφέρεται κι ο Ρόρι Κινίαρ, ο Χένρι Χαντ του “Peterloo”: «Είναι μια πλευρά της βρετανικής ιστορίας που σπρώχτηκε κάτω από το χαλί. Υποθέτω ότι το κοινό θα διαμορφώσει τη δική του κρίση, ως προς το πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα – αναφορικά με τη μικρή, πανίσχυρη κλίκα που επιδιώκει να καταστείλει ή να παραμορφώσει τη λαϊκή βούληση».

Μια χαρακτηριστικά διαυγής, ενδελεχής μέχρι φλυαρίας κάποιες στιγμές, αλλά πάνω απ’ όλα αφοπλιστικής γενναιότητας κατάθεση, κι ένα καταιγιστικό μάθημα ιστορίας, από τον 75χρονο δημιουργό του “Γυμνός”, στην παράδοση του ευθύβολου, πολιτικά ριζοσπαστικού βρετανικού κινηματογράφου.

Θέμις Αμάλλου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το