Στις 15 Απριλίου του 1920, δυο άντρες ληστεύουν και δολοφονούν τον ταμία και έναν φρουρό του εργοστασίου κατασκευής παπουτσιών Slatter and Morrill, αποσπώντας $15.776.

Τρεις εβδομάδες αργότερα οι ιταλοί μετανάστες και διακεκριμένοι αναρχικοί Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti, κατηγορούνται και συλλαμβάνονται για το έγκλημα, παρά τις σχεδόν ανύπαρκτες αποδείξεις εναντίον τους. Μετά από μια δίκη επτά εβδομάδων, οι Sacco και Vanzetti κρίνονται ένοχοι, με περιστασιακές ενδείξεις, για φόνο και καταδικάζονται σε θάνατο. Επτά χρόνια αργότερα, μετά από πολυπληθείς εφέσεις και την τεράστια δημόσια κατακραυγή, εκτελούνται αμφότεροι για τα «εγκλήματά τους».

Η διαμάχη για την ενοχή τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ήταν δυνατόν οι δυο άντρες, μετανάστες ιταλικής καταγωγής, να έχουν μια δίκαιη δίκη, στην Αμερική του 1920, με το αρνητικό της κλίμα κατά των μεταναστών; Η Κόκκινη Απειλή, με την οποία η μεταπολεμική κυβέρνηση των Η.Π.Α. προσπαθούσε να αντιταχθεί στο κύμα απεργιών που σάρωνε τη χώρα, η σκληρή προπαγάνδα εναντίων των  μεταναστών και των ριζοσπαστικών οργανώσεων, καθώς και η Επιδρομές Πάλμερ (λυσσαλέες επιθέσεις κατά ριζοσπαστών μεταναστών), συνηγορούν ότι οι λόγοι της εκτέλεσής τους ήταν αποκλειστικά πολιτικοί και κοινωνικοί. Η εκτέλεση των Sacco και Vanzetti δεν είναι άλλο από μια εν ψυχρώ πολιτική δολοφονία.

Καθώς η Αμερική εισέρχεται στη δεκαετία του 1920, η εχθρικότητα προς τους μετανάστες ανέρχεται σε πρωτοφανή επίπεδα. Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση του 1917 έφερε στο προσκήνιο τον κομμουνιστικό κίνδυνο και οδήγησε τον Γενικό Εισαγγελέα Alexander Michel Palmer να επιβάλει τις πρακτικές του κατά της Κόκκινης Απειλής, που περιελάμβαναν παραβιάσεις των πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και μελάνωναν την εικόνα των μεταναστών.

Τα προβλήματα της μεταπολεμικής Αμερικής, τα οποία οφείλονταν σε ψυχολογική, οικονομική και ηγετική ύφεση, συνδυασμένα με τον υπαρκτό φόβο από τη μετανάστευση και την απειλή της αταξίας και του πλουραλισμού στην αμερικανική κοινωνία, οδηγούν στο να καταστήσουν τους ευρωπαίους μετανάστες αποδιοπομπαίους τράγους. Το αποτέλεσμα αυτό έγινε αισθητό, με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο, κυρίως στους ξένους ριζοσπάστες, αναρχικούς και κομμουνιστές. Οι Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti, αμφότεροι μετανάστες και αναρχικοί, ένιωσαν στο πετσί τους την έκφραση της αμερικανικής προκατάληψης και βίας αυτής της περιόδου.

Nicola Sacco

Γεννήθηκε το 1891, σε μια οικογένεια με δεκαεπτά παιδιά, στο Torremaggiore. Τα χρόνια που πέρασε στο χωριό του, αυτά της παιδικής του ηλικίας, ήταν τα πιο γλυκά της ζωής του. Σε ηλικία 14 ετών αφήνει το σχολείο για να δουλέψει στα χωράφια, ως εργάτης γης. Παρέα με τον αδελφό του Sabino, ονειρεύεται ταξείδια και τη φυγή για την Αμερική, τη «Γη της Επαγγελίας». Το όνειρό τους πραγματοποιείται και μια μέρα του 1908 ξεμπαρκάρουν στην Αμερική. Ο Nicola ήταν 17 ετών.

Ο Sabino δεν υπομένει την εξορία και τη ζωή του μετανάστη και, σε λιγότερο από ένα χρόνο, επιστρέφει στο χωριό. Ο Nicola επιμένει. Μαθαίνει επάγγελμα και ειδικεύεται στην καασκευή παπουτσιών. Το 1913 γίνεται μέλος σε μια αναρχική ομάδα με το όνομα «Κύκλος Κοινωνικών Μελετών» και συμμετέχει στη διοργάνωση συναντήσεων σε γειτονικές πόλεις, μοιράζει φυλλάδια και πολιτικό υλικό, οργανώνει εράνους υπέρ των απεργών και συνοδεύει τους Tresca και Galleani,sacco.jpg γνωστούς επαναστάτες και αναρχικούς.

Το 1916, η ομάδα του διοργανώνει μια συνάντηση στο Milford, με σκοπό να συγκεντρώσει πόρους για την υποστήριξη των απεργών ενός εργοστασίου της Minnesota. Καθώς η αστυνομία δεν είχε επιτρέψει τη συνάντηση, οι ομιλητές συλλαμβάνονται και, μαζί τους, ο Sacco. Καταδικάστηκε στην πληρωμή κάποιου προστίμου και αυτή ήταν η μοναδική του καταδίκη, μέχρι εκείνη τη νύχτα του Μάη του 1920, που συνελήφθη μέσα σε ένα τραμ του Brokton.

Bartolomeo Vanzetti:    

«Aνώνυμος, μέσα στο πλήθος των ανωνύμων». Έτσι περιγράφεται στην αυτοβιογραφία του των είκοσι σελίδων, που έγραψε μέσα στη φυλακή του Charlestown, με τίτλο «Ιστορία μιας ζωής προλεταρίου».
Ο Bartolomeo γεννήθηκε το 1888, σ’ ένα μικρό χωριό του Piemonte, το Villafalleto. Ιδιαίτερα χαρισματικό και έξυπνο παιδί, με τεράστια έφεση για μάθηση, θα γινόταν, σύμφωνα με τους δασκάλους του, δάσκαλος ο ίδιος ή ακόμα και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, εκτιμώντας πως οι σπουδές κόστιζαν πολύ, προτίμησε να τον βάλει, ως μαθητευόμενο, να μάθει την τέχνη του ζαχαροπλάστη, παρά να τον αφήσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Από τόπο σε τόπο, δουλεύοντας σκληρά από πόλη σε πόλη, άρπαξε μια σοβαρότατη πλευρίτιδα, που ανάγκασε τον πατέρα του να τον αναζητήσει στο Τορίνο και να τον πάρει μαζί του στο σπίτι. Οι μέρες που πέρασε στο χωριό του αναρρώνοντας, με τη στοργική φροντίδα της μάνας του, έγραψε αργότερα πως ήταν οι πιο όμορφες της ζωής του.

Η ευτυχία του όμως δεν ήταν παρά εφήμερη, καθώς η μητέρα του, χτυπημένη από τον καρκίνο, θα πεθάνει μετά από τρεις μαρτυρικούς μήνες. Ο Vanzetti την περιποιήθηκε με την ίδια στοργή και αφοσίωση που τον είχε περιθάλψει και εκείνη. Μετά το θάνατό της έφυγε για την Αμερική, μέσω Χάβρης, έχοντας διασχίσει τη Γαλλία με τα πόδια. Από τη Νέα Υόρκη βρίσκεται στο Πλύμουθ, όπου και παραμένει. Εκεί ανδρώνεται, δουλεύοντας σκληρά σε διάφορες πόλεις, κάνοντας όλα τα επαγγέλματα που βρίσκονταν στο τελευταίο σκαλί της κοινωνικής κλίμακας.

Για να αντισταθμίσει την έλλειψη μόρφωσης που τον απασχολούσε ιδιαίτερα, ο Vanzetti διαβάζει μανιωδώς. Δαρβίνος, Σπένσερ, Ουγκώ, Ζολά και Τολστόι, Προυντόν, Κροπότκιν συγκαταλέγονται ανάμεσα στα αναγνώσματά του.

Αρχικά εργάστηκε, όπως οι περισσότεροι ιταλοί μετανάστες, στη Σχοινοποιΐα του Πλύμουθ. Χάνει τη δουλειά του μετά από τη συμμετοχή του σε μιαν απεργία μακράς διαρκείας, το 1916. Ένας συμπατριώτης του, που επιστρέφει στην Ιταλία, του πουλάει τη χειράμαξα του και την «επιχείρησή» του, ως πλανόδιος πωλητής ψαριών. Με αυτή την καινούρια του ιδιότητα, ο Vanzetti έγινε γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στη συνοικία. Πεταχτά μήλα προσώπου, μουστάκια που κατέβαιναν, φιλικός με τα παιδιά που τον φώναζαν «Bart», πραγματοποιούσε καθημερινά τις παραδόσεις ψαριών σε αυτούς τους φτωχικούς δρόμους, τους γεμάτους από ιταλούς και πορτογάλους μετανάστες.

Το κοινωνικό πλαίσιο, η συνάντηση, η κατηγορίες και ο αγώνας  Μπαίνοντας η Αμερική στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχίζει και η προπαγάνδα εναντίον του. Καλούνται οι εργάτες να μην στρατευθούν. Την εποχή εκείνη η μόνη φωνή κατά του πολέμου είναι αυτή του I.W.W. (της παγκόσμιας ομοσπονδίας βιομηχανικών εργατών, γνωστών με το όνομα «woobblies»).

Το 1919 η Αμερική, παραβιάζοντας τη συνθήκη ειρήνης διώχνει τους εμιγκρέδες, όπως την Emma Goldmann. Ολόκληρη η χρονιά αυτή είναι μια χρονιά βίας.

Η 1η Μαΐου ήταν ιδιαίτερα βίαιη: οδομαχίες, τεράστιες συγκεντρώσεις, δολοφονημένοι διαδηλωτές κ.λ.π. Όλα αυτά ενισχύουν την αμερικανική τρομοκρατία. Ο Luigi Galleani, μια προσωπικότητα που έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, καταδικάζεται σε απέλαση για τη δημοσίευση του περίφημου Cronaco Soversica. Λίγο μετά, ακολουθούν εκρήξεις βομβών σε αρκετές μεγάλες πόλεις. Το κλίμα της βίας και της τρομοκρατίας που καλλιεργούν οι αρχές, καθώς και τα προβοκατόρικα στοιχεία, προκαλούν την αγανάκτηση του αμερικανικού λαού.

Ανάμεσα στον ακτιβιστή και στον μαχητικό ιδεαλιστή που εξασκεί την προπαγάνδα του στους τόπους δουλειάς, στη γειτονιά του, με το λόγο και τη συμπεριφορά του, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος με ιδανικά, αλλά η χρήση βίας αποτέλεσε το άλλοθι της κυβέρνησης των ΗΠΑ να εξαπολύσει έναν αδυσώπητο πόλεμο κατά των μεταναστών και της έδωσε την τέλεια αφορμή για την απομάκρυνσή τους.

Αμφότεροι οι Sacco και Vanzetti έχουν ενεργή συμμετοχή στους εργατικούς αγώνες. Το 1916, τον ίδιο χρόνο που ο Sacco συνελήφθη για τη συμμετοχή του στην εργατική συγκέντρωση στη Minnesota, έλαβε μέρος και σε μιαν απεργία ενός εργοστασίου στο Plymouth. Εκεί συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Bartolomeo Vanzetti, ο οποίος ήταν ένας από τους βασικούς διοργανωτές της συγκεκριμένης απεργίας. Όπως οι περισσότεροι αναρχικοί, και οι δύο άνδρες είχαν εναντιωθεί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η απίστευτη φτώχεια στα μεταπολεμικά χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια πολλών εργατών με την κρατούσα κατάσταση. Οι αρχές είχαν τρομοκρατηθεί ότι οι αμερικανοί εργάτες θα ακολουθούσαν το παράδειγμα της πρόσφατης ρωσικής επανάστασης, και έκαναν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της ώστε να σκιαγραφήσουν τον κομμουνισμό ως «μη αμερικανικές πρακτικές» και να εκφοβίσουν τους εργάτες ώστε να κρατηθούν μακριά από την «κόκκινη προπαγάνδα».

Τον Απρίλιο του 1920, ο αναρχικός Andrea Salsedo συνελήφθη και κρατήθηκε για οκτώ εβδομάδες. Το πρωί της 3ης Μαΐου, «έπεσε» από ένα παράθυρο του 14ου ορόφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Νέας Υόρκης. Οι Sacco και Vanzetti, μαζί με άλλους συντρόφους τους, συγκάλεσαν αμέσως μια δημόσια συνάντηση στη Βοστώνη για να διαμαρτυρηθούν για το γεγονός. Ενώ καλούσαν τον κόσμο να υποστηρίξει τη διαμαρτυρία τους, συνελήφθησαν για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες». Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκαν κατηγορούμενοι για ληστεία και φόνο.

Η υπόθεση έφτασε σε δίκη τον Ιούνιο του 1921 και διήρκεσε επτά εβδομάδες. Τα επιχειρήματα εναντίον του ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Δώδεκα από τους πελάτες του Vanzetti κατέθεσαν ότι την ώρα που γινόταν η ληστεία και οι φόνοι, ο ίδιος τους παρέδιδε ψάρια. Ένας υπάλληλος του ιταλικού προξενείου της Βοστώνης κατέθεσε ότι ο Sacco την ώρα εκείνη βρισκόταν στο γραφείο του για ένα ζήτημα με το διαβατήριό του. Επιπλέον, υπήρξε και αυτόπτης μάρτυρας στη ληστεία και τους φόνους, ο οποίος κατέθεσε πως ούτε ο Sacco, ούτε ο Vanzetti είχαν καμία σχέση με αυτή. Πρόεδρος της έδρας στην υπόθεσή τους ήταν ο δικαστής Webster Thayer, ο οποίος δήλωσε για τον Vanzetti: «Αυτός ο άνδρας, αν και μπορεί να μην έχει διαπράξει το έγκλημα που του αποδίδουν, είναι εντούτοις ηθικός αυτουργός, γιατί είναι εχθρός των υπαρχόντων θεσμών μας».

Ο πρόεδρος των ενόρκων, ένας συνταξιούχος αστυνομικός, απάντησε σε έναν φίλο του, ο οποίος του είπε ότι, κατά τη γνώμη του, οι Sacco και Vanzetti ήταν αθώοι:

«Να είναι καταραμένοι. Τους χρειάζεται να κρεμαστούν, όπως και νάχει».

Μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης που έστελνε τους Sacco και Vanzetti στο θάνατο, ο δικαστής υπερηφανεύτηκε σε έναν φίλο του: «Είδες τι έκανα σε αυτούς τους αναρχικούς μπάσταρδους τις προάλλες;».

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το γεγονός ότι οι Sacco και Vanzetti δικάστηκαν για τα πολιτικά τους πιστεύω και ότι η δικαστική απόφαση ήταν καθαρά ταξική: έστελνε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην εργατική τάξη των ΗΠΑ: μείνετε μακριά από τις ιδεολογίες του κομμουνισμού και της αναρχίας, διαφορετικά θα αντιμετωπίσετε τις συνέπειες.

Οι Sacco και Vanzetti πέρασαν τα επόμενα έξι χρόνια στη φυλακή, ενώ οι εφέσεις τους απορρίπτονταν η μία μετά την άλλη. Όλο αυτό το διάστημα οι κινητοποιήσεις σε Αμερική και Ευρώπη, προκειμένου να ματαιώσουν την εκτέλεσή τους, ήταν μεγάλες, χωρίς όμως να φέρουν το πολυπόθητο αποτέλεσμα.

Ο Nicola Sacco και ο Bartolomeo Vanzetti εκτελέστηκαν στις 23 Αυγούστου του 1927.

Το νέο της εκτέλεσής τους έκανε το γύρο του κόσμου και έβγαλε στους δρόμους πλήθος διαδηλωτών. Η αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι χρειάστηκε να περικυκλωθεί από ερπυστριοφόρα οχήματα, προκειμένου να προστατευτεί από το εξαγριωμένο πλήθος των διαδηλωτών, στο Λονδίνο η λαϊκή εξέγερση κατέληξε με 40 τραυματείς, το αμερικανικό προξενείο στη .Γενεύη περικυκλώθηκε από ένα πλήθος 5000 μαχητικών ανθρώπων, ενώ τεράστια πλήθη, με μαύρα περιβραχιόνια, πραγματοποίησαν πορείες στους δρόμους της Νέας Υόρκης και της Βοστώνης.

Λίγο πριν την εκτέλεσή του ο Vanzetti είπε: «η τελευταία στιγμή μας ανήκει. Αυτή η αγωνία είναι ο θρίαμβός μας».

Η 23η Αυγούστου, ημερομηνία της εκτέλεσης των Sacco και Vanzetti, γιορτάζεται μέχρι σήμερα από ακτιβιστές και  εργάτες στη Νέα Υόρκη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Nicola Sacco και ο Bartolomeo Vanzetti ζουν για πάντα στις καρδιές μας μαζί με όλους τους αγωνιστές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της υπεράσπισης των συμφερόντων της εργατικής τάξης.

                                                Το Γράμμα του Nicola Sacco στο γιο του.

Αν δεν αλλάξει κάτι, θα μας εκτελέσουν στην ηλεκτρική καρέκλα, αμέσως μετά τα μεσάνυχτα,

Επομένως είμαι εδώ τώρα, δίπλα σου, με αγάπη και ανοιχτή καρδιά,

Όπως ήμουν και εχθές.

Μην κλάψεις, Dante. Αρκετά δάκρυα ξοδεύτηκαν,

σαν της μητέρας σου τα δάκρυα που στέρεψαν εφτά χρόνια τώρα,

χωρίς να κάνουν και κανένα καλό.

Για αυτό γιέ μου, αντί να κλάψεις, στάσου δυνατός και γενναίος,

για να μπορείς να παρηγορήσεις τη μητέρα σου.

Κι όταν θα θες να την αποσπάς από την αποκαρδιωτική μοναξιά,

να την πηγαίνεις μια μεγάλη βόλτα στην ήρεμη εξοχή,

να μαζεύετε λουλούδια από δω και από κει.

Και να ξεκουράζεστε κάτω από τη σκιά των δέντρων, δίπλα στη μουσική του νερού,

η γαλήνη της φύσης, θα της αρέσει τόσο πολύ,

Όπως σίγουρα και σε σένα.

Αλλά γιε μου, πρέπει να θυμάσαι: Μη δώσεις όλο σου τον εαυτό.

Χαμήλωσε λίγο τον εαυτό σου, μόνο ένα βήμα, για να βοηθήσεις τους αδύναμους στο πλάι σου.

Τους αδύναμους, που ζητούν βοήθεια, τους διωκόμενους και τα θύματα.

Είναι φίλοι σου, φίλοι δικοί μου και δικοί σου, είναι οι σύντροφοι που παλεύουν,

Ναι και καμιά φορά πέφτουν.

Όπως ο πατέρας σου, ο πατέρας σου και ο Bartolo, έπεσαν στη μάχη.

Πάλεψαν και έχασαν τη ζωή τους μόλις χθες, στη διεκδίκηση της ευτυχίας,

και της ελευθερίας για όλους.

Στον αγώνα της ζωής, θα βρεις, θα βρεις περισσότερη αγάπη.

Και επίσης στον αγώνα, είναι που θα σ’ αγαπήσουν.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το