«Βροχή, βροχούλα βρέξε με – βοήθα με ν’ αντέξω
τριγύρω τόσες ομορφιές – για να τις ημερέψω»
Μελίνα Τανάγρη, «Βροχή, βροχούλα»

Ξημερώνει πάλι του αγίου Πολυτεχνείου. Και βρέχει· βρέχει συνεχώς. Κάποιοι αγαπάνε τη βροχή. Εμένα πάλι με βάζει σε σκέψεις. Ναι, ξεπλένει πεζοδρόμια, δρόμους, καθαρίζει την ατμόσφαιρα από τους ρύπους. Μα την ανθρώπινη βρωμιά, δεν την καθαρίζει. Μακάρι να ξέπλενε τα κατακάθια που σκορπίζουν οι εφήμεροι εξουσιαστές των οραμάτων μας.

Κάποτε λέγανε πως σαν φτάσουμε στον πάτο, θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε. Αμ δε! Κάτω από τον πάτο υπάρχει ο βόθρος. Πώς και δεν το είχαμε σκεφτεί; Πνιγόμαστε σιγά-σιγά στα βοθρολύματα ενός δήθεν πολιτισμού, απολαμβάνοντας χαμογελαστοί ωραίες εικόνες στις οθόνες.Όλα αναποδογυρίζουν. Αργά, σταθερά και ύπουλα, η απανθρωπιά παίρνει το πάνω χέρι. Γίνεται συνήθεια, γίνεται καθημερινότητα, όπου νάναι θα γίνει νόμος και θα μας κάτσει στο σβέρκο. Και δεν θα βγάλουμε άχνα.

Πλησιάζει πάλι αυτή η αναθεματισμένη γιορτή του Πολυτεχνείου και ξυπνάνε οι παλιές ιστορίες. Σαν τον ανεκπλήρωτο έρωτα που κατέληξε εμμονή. Σαν το μεθύσι που άφησε έναν πονοκέφαλο που κρατάει ακόμα.Μα τον νοσταλγείς ακόμα, τον παλιό έρωτα εννοώ, κι ας σε πλήγωσε. Ξαναπίνεις με χαρά το παλιό κρασί που σε μέθυσε κι ας ξέρεις πως θα ξυπνήσεις και θ’ αναζητάς παυσίπονα.

Ήρθε κι ένας μυστήριος τύπος απόψε στον ύπνο μου κι άρχισε να μου λέει κάτι απίθανα, πως είναι, λέει, ο αδερφός του Αδάμ· πως ο Αδάμ, αφού κατέστρεψε τον παράδεισο, του έκλεψε την Εύα κι έφυγε. Κι έπειτα επινόησε τη γνωστή ιστορία με τον Όφι και τον απαγορευμένο καρπό, για να γεμίσει με τύψεις τους ανθρώπους.

Φίδι ήταν ο Αδάμ, όχι εγώ! φωνάζει μες το κεφάλι μου.

Αυτός έβαλε φράχτη στο δέντρο και ζητούσε φράγκα για να σ’ αφήσει να κόψεις ένα μήλο. Και μετά έφραξε τα νερά, τα ποτάμια, τα πουλιά, τα δέντρα, τα ζώα· όλα τα όμορφα πράγματα τα έκανε κτήμα του και ζητούσε φράγκα. Εγώ την αγαπούσα την Εύα. Την είχα κορώνα στο κεφάλι μου· της τραγουδούσα, της ζωγράφιζα, της έκανα όλες τις χάρες.Αυτός ζήλευε την ευτυχία. Μόνο μίσος και πονηριά είχε στο μυαλό του· τον μισούσε τον Παράδεισο, τον ήθελε όλο δικό του· και την Εύα μισούσε· να την κλείσει σε ένα σπίτι, ήθελε· να του κάνει παιδιά, για να τα κάνει σαν τα μούτρα του· για να έχει χέρια να φτιάξει κι άλλους φράχτες, να κυριαρχήσει, να υποδουλώσει, να κατακτήσει τον κόσμο. Να σωρεύει φράγκα, ο αχόρταγος. Ώσπου να πεθάνει· πεινασμένος.

Και με βάφτισε Όφι· εμένα, που έδινα τα μήλα χωρίς να ζητώ τίποτα· που γύρευα μόνο μια στάλα ευτυχίας. Το χαμόγελο, που άνθιζε στο πρόσωπο της Εύας, μου αρκούσε. Τα τραγούδια των πουλιών, το κελάρυσμα των πηγών, τα χρώματα των λουλουδιών και τα αρώματα, ήθελα. Αχ αυτά τα αρώματα, τα μεθυστικά! Αλλά έτσι είναι, την ιστορία την γράφουν οι νικητές, από τον Παπάγο ως τον Σόιμπλε.

Και με δυσφήμισε: Όφις ο κατηραμένος. Κι έστειλε το Μεγαλέξαντρο να με σκοτώσει και να με σέρνει στα κανάλια ηττημένο, με τους Μαστοράκηδες να θριαμβολογούν για τη νίκη του τετράγωνου μυαλού τους. Κι εκείνος ο Μεγαλέξαντρος, δεν ζούσε λίγο ακόμα με τη Ρωξάνη του στη Βαβυλώνα, να γίνει Πέρσης, να κάνει Περσόπουλα, να μας αφήσει ήσυχους στη γειτονιά μας; Πήγε και πέθανε πάνω στο άνθος της ηλικίας του, ο Μακεδών! Μόνο και μόνο για να γεμίσουμε μακεδονομάχους της συμφοράς, που ψήνουν σουβλάκια στη μνήμη του και ψάχνουν εναγωνίως να ανακαλύψουν τον τάφο του, μη τυχόν και προλάβουν να τον βρουν τα εγγόνια της Ρωξάνης, που καταφτάνουν συνεχώς από την Ασία, και αρχίσουν να ζητούν το μερτικό τους. Για την κληρονομιά, την αναθεματισμένη· για τα φράγκα που λέγαμε.

Φράγκα! ο υπέρτατος θεός.

Και συνεχίζουμε να πεθαίνουμε μπροστά σε μια οθόνη, με χαζοχαρούμενο χαμόγελο και μνήμες χαμένου παραδείσου.


-ο-ο-ο-


Ξημερώνει πάλι του αγίου Πολυτεχνείου· και βρέχει· βρέχει συνεχώς. Αλλά πρέπει να σηκωθώ από τον καναπέ· να πάω να ανάψω ένα κερί στην αγιασμένη κάρα του, πίσω από την γκρεμισμένη πύλη. Πριν καταφτάσουν με τα θυμιατά τους οι ιερείς της εξουσίας.

Θοδωρής Μπελίτσος

πηγή: belitsosquarks.blogspot

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το

Παρόμοια αρθρογραφία